«Η κυρία Ερασμία»: ανάμεσα στην ιστορία και τον μύθο της Κρήτης
Το τέταρτο μυθιστόρημα του Ρεθυμνιώτη συγγραφέα Γιώργου Παπαδάκη «Η κυρία Ερασμία» με ηρωίδα μία γυναίκα της Κρήτης που αποφεύγει την αφή και τον έρωτα στα χρόνια πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
Υπάρχουν «αρνητικές» ηρωίδες μέσα στη λογοτεχνία που πάντως κερδίζουν τη συμπάθεια των αναγνωστών χάρη στην αφηγηματικότητα και τις αποστάσεις του συγγραφέα. Η «Δεσποινίδα» του Ίβο Άντριτς είναι μία από αυτές: μία Σέρβα που αναπτύσσει δράση τοκογλύφου πριν από και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου προτού καταλήξει νεκρή, όπως πληροφορούμαστε ήδη από την αρχή του μυθιστορήματος (στα ελληνικά από τον «Καστανιώτη», μτφ. Χρήστος Γκούβης, 2001). Μία γυναίκα ανέραστη, αγέλαστη, χωρίς αισθήματα φιλίας, που αντιμετωπίζει τους άλλους ως συμβαλλόμενους στις διαρκείς συναλλαγές της. Θα περάσει μια ζωή για να φτάσει στο 1935, αλλά: «Αυτό πια δεν είναι ζωή, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά σκληρή κι ανελέητη οικονομία. Μια φανταστική, υπέροχη και θανατηφόρα έρημος όπου κάνει κανείς ό,τι μπορεί για να εξοικονομήσει κι όπου ο άνθρωπος χάνεται σαν κόκκος άμμου κι όπου δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο κι ούτε γίνεται να υπάρξει». Αυτή η ηρωίδα ήρθε στο μυαλό μου όσο διάβαζα το μυθιστόρημα «Η κυρία Ερασμία» του Γιώργου Παπαδάκη -όχι γιατί έπρεπε να συγκρίνω τους δύο γυναικείους χαρακτήρες, αλλά γιατί ο αναγνώστης δεν έχει και πολλές άλλες χαρές πέρα από τα διακειμενικά ταξίδια στον χωροχρόνο. Την ίδια πάνω κάτω περίοδο που πεθαίνει η Σέρβα αντιηρωίδα τοποθετείται η δράση της Ελληνίδας στη Ροδοδάφνη Κρήτης. Της Ερασμίας Καλούδη, το όνομα της οποίας συνιστά ένα οξύμωρο και μία ειρωνεία που τη σφραγίζει για πάντα.
Είναι και αυτή μια γυναίκα ανέραστη λόγω μικροβιοφοβίας -από τότε που ο πατέρας της την έκλεισε στο υπόγειο και την ακούμπησε τρωκτικό-, αλλά δυναμική στη δημόσια ζωή. Την ίδια στιγμή που ο συγγραφέας της χρεώνει πνεύμα αντιλογίας, φοβία αφής και «τσιγγούνικα» συναισθήματα την ίδια στιγμή αφήνει ανοιχτή την πόρτα της συμπάθειας για τους αναγνώστες. Η Ερασμία χαράσσει τα σύνορα των χωραφιών της με το ομπρελίνο, δηλώνει αδέκαστη με βάση τα συμφωνητικά γαιοκτησίας, αντιστέκεται όταν ο άντρας της θέλει να κάνουν έρωτα, πλένεται κάθε φορά που η σωματική επαφή των άλλων φαντάζει απειλητική. Αλλά αναλαμβάνει να πληρώσει όλα τα μαθήματα του βαφτισιμιού της, κερδίζει πίσω τον χαμένο χρόνο όταν φιλάει τελικά το χέρι του πατέρα της, δίνει δανεικά στον πεθερό της για να ορθοποδήσει. Αν ήταν άλλωστε μονόπλευρος ο χαρακτήρας της, δεν θα ήταν χαρακτήρας.
Η Ερασμία έχει στοιχεία της εποχής της, αλλά και στοιχεία με τα οποία την εφοδιάζει μόνο η μυθοπλαστκή φαντασία του συγγραφέα. Η εξωτερική πραγματικότητα βρίσκει ρωγμές για να διεισδύσει, αλλά όχι τόσο πολλές ώστε να ξεχαστεί η εσωτερική οπτική της ηρωίδας μας. Ζει άλλωστε κατά την τελευταία περίοδο διακυβέρνησης του Βενιζέλου (1928 – 1932), όταν ο Κρητικός πολιτικός πρέπει να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση του 1929. Η υπόμνηση αυτή πρέπει να βρει χώρο στην αφήγηση, αλλά όχι εις βάρος της: «Ήπιε δυο γουλιές απ’ τον καφέ της και άνοιξε την εφημερίδα. “Μα τι βλέπω εδώ;” φώναξε ξαφνικά: “Ο πρωθυπουργός περιοδεύει στη Ρώμη, στο Παρίσι, στο Λονδίνο και ζητά δάνειο για να στηρίξει την δραχμή; Δεν είναι καλή είδηση αυτή. Ήλπιζα ότι θα είχαμε ευνοϊκότερες εξελίξεις, όχι να γίνουμε πάλι επαίτες!» (για την ακρίβεια, η Ερασμία αντιπροσωπεύει τον πληθυσμό της εποχής που θα μείνει πιστός στον Ελ.Βενιζέλο μέχρι το τέλος στηρίζοντας το πολιτικό πρόταγμα του εκσυγχρονισμού της χώρας).
Ιστορικό ή όχι;
Ο συγγραφέας πάντως αντιστέκεται από παλιότερα στην έννοια του ιστορικού μυθιστορήματος. Σε συνέντευξη προς τον γράφοντα με αφορμή το προηγούμενο μυθιστόρημά του «Άτακτο αίμα» (2021) είχε αναφέρει: «Στον ορίζοντα του εθνικού χρόνου κινούνται οι ήρωες, αλλά δεν είναι ιστορικά πρόσωπα. Ωστόσο, η μυθοπλασία και η ιστορία, αντίθετα απ’ ό,τι θα πίστευε κανείς, έχουν κοινό σκοπό: η μυθοπλαστική αφήγηση με τις τεχνικές που ακολουθεί, υποβάλλει την αξίωση ότι αυτό που διηγείται θα μπορούσε να είναι αληθινό. Η αφηγηματική φωνή αναπτύσσει τα γεγονότα που εξιστορεί σαν να είχαν συμβεί πραγματικά…Ολα όσα εξιστορεί πρέπει να φαίνονται ότι είναι πραγματικά, μιμούμενη τη σχέση της Ιστορίας με το πραγματικό. Σε αντίθετη περίπτωση, η μυθοπλασία κινείται σε άλλα πλάτη και δεν επιδιώκει την προσομοίωση με το πραγματικό, γιατί η μίμηση που πλάθει έχει άλλη πρόθεση… Η μυθοπλασία θέλει να είναι αληθοφανής κατά τον τρόπο που η Ιστορία είναι αληθής» (ΤΑ ΝΕΑ, Βιβλιοδρόμιο, 19/2/2022). Σαν να λέμε, λοιπόν, ότι ο συγγραφέας μετακινεί στοιχεία από την πραγματικότητα για να ευθυγραμμιστούν με τον δικό του μύθο -και προφανώς έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει, εφόσον δεν ακυρώνει το ιστορικό υπόστρωμα. Εφόσον εμπνέεται από αυτό αντί να το «ξαναγράφει».
Από μια άλλη οπτική, η «Κυρία Ερασμία» μοιάζει με άσκηση στον νατουραλισμό. Τι μπορεί να επιβιώσει από εκείνο το παλιό είδος ώστε να προσφερθεί εκ νέου ως μεικτό και νόμιμο μαζί με τον ρεαλισμό; Ως ύφος όπου ο παντογνώστης συγγραφέας εναλλάσσει την εξωτερική περιγραφή με την εστίαση στον εσωτερικό κόσμο; «Εντύπωση έκαναν οι θειάδες του [γαμπρού], τρεις στη σειρά, καθισμένες μπροστά-μπροστά, σοβαρές, σχεδόν βλοσυρές, οι δυο τετράπαχες, η μια καχεκτική, με κότσο ολοστρόγγυλο. Αυτήν, την είχανε στη μέση. Από το ύφος τους θα καταλάβαινε κανείς πως δεν ήταν σύμφωνες μ’ αυτόν τον γάμο. Θα ήθελαν μάλλον μια νύφη το ίδιο ευκατάστατη κι από μεγάλο σόι, αλλά νεότερη, χωρίς εκείνη την κηλίδα της γεροντοκόρης» (σ. 93). Αλήθεια, συνιστούν λέξεις όπως «τετράπαχες», «γεροντοκόρη» και «μεγαλοκοπέλα» μια ελευθεριότητα την οποία ο συγγραφέας θα έπρεπε να διπλοσκεφτεί πριν εκτεθεί στη μαζική ανάγνωση; Προσωπική άποψη: συνιστούν στοιχεία ταυτοτικά των ηρώων και ηρωίδων. Χωρίς αυτές οι χαρακτήρες δεν αντέχουν στο ιστορικό και κοινωνιολογικό πλαίσιο. Πρέπει να είναι και να φαίνονται παλιομοδίτικες για να ακούγονται πειστικές.
Η γλώσσα άλλωστε αποτελεί μόνιμη έγνοια του Γ.Παπαδάκη ήδη από την εποχή του «Ταχυδρόμου» (2018), ο οποίος του είχε χαρίσει το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Αντλώντας από διαφορετικά αποθέματα κάθε φορά -καθομιλουμένη, λόγια, ιδιωματική γλώσσα- προσθέτει τις ψηφίδες για να αποκτήσουν βάθος οι χαρακτήρες του. Ως ένα σημείο μάλιστα το ήθος που δημιουργεί η γλώσσα για καθέναν από αυτούς λειτουργεί και ως συγγραφικό ήθος. Το απόσπασμα από τη συνάντηση της Ερασμίας με τον -κατά τα φαινόμενα- γόνο του άντρα της από μία συζυγική παρασπονδία: «Φάνηκε στα μάτια της η θύελλα που αναστάτωσε το σπίτι της κείνα τα χρόνια. Τα σφάλιξε κατόπιν. Και όταν τα ξανάνοιξε, στριμώχτηκε στην ίριδα η αλήθεια. Κύλησε στην κόγχη μια μονάχα στάλα, που δεν ήταν της στιγμής συγκίνηση ούτε απόκτημα της ηλικίας, όπως κάνουν οι μεγάλοι άνθρωποι όταν πλαντάζει μέσα τους ο χρόνος. Αυτή η στάλα ερχόταν από τότε που έπρεπε να κυλήσει και δεν κύλησε. Παλιωμένες νύχτες κουβαλούσε, τρίξιμο κρυστάλλων, απατηλά περάσματα των ίσκιων, οργιώδη ψέματα και ψευδαισθήσεις. Της την χρωστούσε ο καιρός τούτη την υγρασία: να καθαρίσει τα αισθήματα, να αποβάλει τον καημό…».