Υποβοηθούμενη γονιμοποίηση: Μύθοι και πραγματικότητα. Ψυχοκοινωνικά ζητήματα
Αν το να φέρει κανείς στον κόσμο ένα παιδί παραπέμπει στην ιδιωτική σεξουαλική συνεύρεση του ζεύγους άνδρα και γυναίκας, στη μυστική ερωτική συνάντηση δύο υπάρξεων, ώστε να γίνει η σύλληψη μιας καινούριας ζωής, σηματοδοτεί ταυτόχρονα και μια σειρά ψυχικών λειτουργιών.
Αν το να φέρει κανείς στον κόσμο ένα παιδί παραπέμπει στην ιδιωτική σεξουαλική συνεύρεση του ζεύγους άνδρα και γυναίκας, στη μυστική ερωτική συνάντηση δύο υπάρξεων, ώστε να γίνει η σύλληψη μιας καινούριας ζωής, σηματοδοτεί ταυτόχρονα και μια σειρά ψυχικών λειτουργιών.
Αυτές αναφέρονται στην αποδοχή της σεξουαλικής ταυτότητας και της διάκρισης των φύλων, στην αμφιθυμία απέναντι στη ναρκισσιστική περιπέτεια της τεκνοποίησης, που από τη μια μεριά εκφράζεται με τη δυσφορία απέναντι στον κίνδυνο της απώλειας του έλεγχου της πραγματικότητας και του εαυτού λόγω των επίπονων και πρωτόγνωρων σωματικών ερεθισμάτων και αλλαγών κατά τη διάρκεια της κυοφορίας, και από την άλλη με την ικανοποίηση από το αίσθημα της παντοδυναμίας να δημιουργήσει ζωή. Το να φέρει κανείς στον κόσμο ένα παιδί εγγράφεται επίσης ψυχικά και ως μια αλλαγή στην ιστορία της γενεαλογίας του με την αλλαγή θέσης από την παιδική στην ενήλικη ζωή και μέσα από την απόσταση και το ξεπέρασμα των γονέων αλλά και την ταύτιση μαζί τους.
Αν υπάρξει καθυστέρηση ή μια πρώτη αποτυχία αμέσως εγείρονται τα άγχη απώλειας ελέγχου αυτής της λειτουργίας. Πρόκειται για ένα ναρκισσιστικό τραυματισμό που δύσκολα μπορεί να βιωθεί από τη γυναίκα αλλά και από το σύζυγο. Όταν αυτή η δυσκολία επιμένει ή και γίνεται διάγνωση στειρότητας το πρώτο θέμα που έρχεται στην επιφάνεια είναι η επίδειξη μιας σαφούς, αδιαμφισβήτητης και ακλόνητης επιθυμίας τεκνοποίησης. Με την αναζήτηση της ιατρικής βοήθειας και κάτω από το βλέμμα του γιατρού που πρέπει να πεισθεί για την εγκυρότητα της επιθυμίας για μητρότητα, η διαβεβαίωση ότι «θέλω παιδί» δε χωράει καμιά επιφύλαξη. Δισταγμός, αμφιθυμία και άγχη αποκλείονται από τη συνείδηση της γυναίκας.
Αυτό που παρατηρείται κατά κύριο λόγο είναι μια άμυνα μανίας που ωθεί χωρίς καμιά επιφύλαξη τη γυναίκα σε μια ενεργητική κατάσταση άμεσης εμπλοκής σε όλες τις επώδυνες διαδικασίες που συνοδεύουν αυτές τις τεχνικές. Η αφοσίωση και η προσπάθεια είναι τόσο μεγάλη που δεν υπάρχει συχνά κανένα παράπονο και καμιά έκφραση της ταλαιπωρίας. Ο χρόνος οργανώνεται γύρω από την εξωτερική πραγματικότητα των διαδικασιών. Η επανάληψη των προσπαθειών γίνονται μέσα στο επείγον και το εδώ και τώρα. Στην αναζήτηση μιας άμεσης λύσης. Είναι ανάγκη να σκέφτεται συνέχεια την επιτυχία των προσπαθειών γιατί διαφορετικά θα αποτύχουν. Επικρατεί η πεποίθηση ότι οποιαδήποτε μορφή ανησυχίας ξεπερνιέται μόνο όταν δεν τη σκεφτόμαστε. Εξάλλου το μοτίβο «σκέψου θετικά» απολαμβάνει απόλυτης εμπιστοσύνης στις μέρες μας και στην κοινωνία μας. Κακοχαρακτηρίζεται όποιος σκέφτεται αρνητικά.
Η φαρμακευτική αγωγή και οι ιατρικές τεχνικές εξιδανικεύονται. Γιατρός και νοσηλευτικό προσωπικό απολαμβάνουν της απόλυτης εμπιστοσύνης του ζεύγους. Όλα μοιάζουν ειδυλλιακά. Παρ’ όλα αυτά, είναι μικρό το ποσοστό γυναικών που πετυχαίνουν να κάνουν παιδί και αυτό μάλιστα ύστερα από πολλαπλές προσπάθειες. Πως μπορούμε να καταλάβουμε αυτή την ανεξήγητη αντίσταση του σώματος. Αυτή τη σιγή μπροστά στο φως της επιστήμης και του απόλυτου ελέγχου.
Θα δανειστώ μια λαϊκή δοξασία έτσι όπως την περιγράφει ο Γ. Βιζυηνός στο διήγημά του «Το αμάρτημα της μητρός μου»: «Πάσα νόσος, άγνωστος εις τον λαόν, δια να θεωρηθή ως φυσικόν πάθος, πρέπει, ή να υποχωρήση είς τας στοιχειώδεις ιατρικάς τουτόπου γνώσεις, ή να επιφέρει εντός ολίγου τον θάνατον. Ευθύς ως παραταθή και χρονίση, αποδίδεται εις υπερφυσικάς αιτίας, και χαρακτηρίζεται ως «εξωτικόν». Ο ασθενής εκάθησεν εις άσχημον τόπον. Επέρασε νύκτα τον ποταμόν, καθ’ ήν στιγμήν αι Νηρηϊδες ετέλουν αόρατοι τα όργιά των. Εδιασκέλισε μαύρον γάτον, ο οποίος ήτο κυρίως «ο έξω από δω μεταμορφωμένος».
Τι είναι αυτό που παραβλέπεται από την επιστήμη και τους συμμετέχοντες σ’ αυτή τη διαδικασία τεκνοποίησης; Ποιος είναι αυτός ο δαίμονας που πρέπει να σιγήσει;
Αυτό που παραβλέπεται από την επιστήμη αλλά και από τις γυναίκες που μπαίνουν σ’ αυτή την επώδυνη και πολύχρονη θεραπεία είναι η εσωτερική ψυχική πραγματικότητα. Η σιγή του σώματος συμπίπτει με τη σιγή και την άρνηση των εσωτερικών ψυχικών συγκρούσεων. Η κατανόηση και η επεξεργασία αυτών των συγκρούσεων δίνουν τη δυνατότητα στη γυναίκα να βιώσει τη διαδικασία της τεκνοποίησης με τον καλύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές γυναίκες έχουν τεκνοποίηση μετά από κάποια χρόνια αφού είχαν εγκαταλείψει τις προσπόθειες υποβοηθούμενης γονιμοποίησης.
Το ονειρεμένο αθώο παιδί δεν είναι και τόσο αθώο. Ήδη η διαδικασία της κυοφορίας του προκαλεί τόσες σωματικές αλλαγές στη γυναίκα που και επίπονες είναι και πρωτόγνωρες. Βάζουν σε δοκιμασία την ολότητά της και τις αναφορές της προσωπικότητάς της.
Αυτή η εισβολή δε βιώνεται από τη γυναίκα πάντοτε ειδυλλιακά και χωρίς αμφιθυμία. Μαζί με την αγάπη και την επιθυμία αισθάνεται και δυσφορία, θυμό και επιθετικότητα γι’ αυτές τις αλλαγές που της συμβαίνουν και απειλούν την ύπαρξή της τοποθετώντας την σε μια παθητική θέση.
Η σεξουαλική διάσταση της γονιμοποίησης παραβλέπεται. Δεν είναι τυχαίο που πολλές φορές για την κατανόηση της στειρότητας έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος της ψυχρότητας. Το ιδανικό παιδί παγώνει τη σεξουαλικότητα της γυναίκας που δεν αναγνωρίζει τη θηλύτητα της παρά μόνο μέσα από το σκοπό της τεκνοποίησης. Η σεξουαλικότητα του ζευγαριού έχει εξοριστεί από την ιδιωτικότητα και τη μοναδικότητα της συζυγικής κρεβατοκάμαρας και είναι στα χέρια του γιατρού και στον ψυχρό έλεγχο της τεχνολογίας. Πολλές φορές ο άνδρας είναι παραγκωνισμένος και απομονωμένος σ’ αυτή τη φαλλική διεκδίκηση της γυναίκας να τεκνοποιήσει.
Οι συνεχείς προσπάθειες που στην πλειοψηφία τους είναι αποτυχημένες βάζουν σε δοκιμασία την ταυτότητα του φύλου της γυναίκας. Μπορεί στο λόγο των περισσότερων γυναικών η μητρότητα να συνδέεται άμεσα με τη μητέρα τους και να αφιερώνουν το μελλοντικό τους παιδί σ’ αυτήν κάνοντας σενάρια ανατροφής του από εκείνη. Ωστόσο μέσα από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία έχει καταδειχθεί ότι η σχέση της γυναίκας με τη μητέρα της περιέχει στοιχεία επιθετικότητας και έντασης. Αυτό συμβαίνει επειδή το πρότυποτης σεξουαλικής ζωής και της ταυτότητάς της -η μητέρα της- δεν της χάρισε την ίδια ικανότητα τεκνοποίησης. Πρόκειται για μια μητέρα παντοδύναμη που δε μπορεί να ξεπεραστεί και να παραχωρήσει τη θέση της στη σειρά των γενεών. Μια μητέρα που στερεί και τιμωρεί. Μια παντοδυναμία που εγείρει μια έντονη επιθετικότητα από την κόρη η οποία δε θέλει να την αντιμετωπίσει και να την εκφράσει. Η μορφή αυτής της παντοδύναμης μητέρας μετατίθεται στην επιστήμη η οποία καλείται σαν μια άλλη γενναιόδωρη μητέρα να προσφέρει το ονειρεμένο παιδί. Η εξιδανίκευση της διαδικασίας, του γιατρού και του προσωπικού που περιθάλπει, συντείνει στην απόκρυψη και στην άρνηση αυτής της επιθετικότητας προς το πρόσωπο της μητέρας. Με την αποφυγή αυτής της επεξεργασίας η γυναίκα παραμένει στη θέση του παιδιού και εξακολουθεί να αναπαράγει την αποτυχία με το κέρδος της διατήρησης της σχέσης με τη μητέρα, της οποίας η ύπαρξη θα έμπαινε σε κίνδυνο με την πιθανή τεκνοποίηση.
Προτείνω, λοιπόν, να αντιληφθούμε την αδυναμία σύλληψης στη γυναίκα ως την αναστολή μιας αυτόματης ψυχοσωματικής λειτουργίας. Η αιτία του προβλήματος φαίνεται να βρίσκεται σε ένα περίπλοκο συνδυασμό όπου οργανικότητα και ψυχογένεση αλληλεπιδρούν σε ένα φαύλο κύκλο επανάληψης και επιβάρυνσης των οργανικών και ψυχικών συμπτωμάτων.
Η θέση του γιατρού που αναλαμβάνει ένα ζευγάρι σ’ αυτή την περιπέτεια είναι πολύ εύκολο να εκπέσει σε μια τεχνική και φαρμακευτική παρακολούθηση συμβάλλοντας έτσι στην άρνηση των ενδοψυχικών συγκρούσεων που προκύπτουν και συνοδεύουν αυτούς που εμπλέκονται σ’ αυτήν τη προσπάθεια. Μια πιο ευαίσθητη ματιά που θα ρίχνει λίγο περισσότερο φως και θα μπορέσει να οδηγήσει το ζευγάρι να στραφεί προς την ψυχική του πραγματικότητακαι να εκφράσει τις ανησυχίες του, μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην καλύτερη πορεία της θεραπείας και τη λιγότερη ταλαιπωρία του ζεύγους.
Υποστηρίζοντας ή αποτρέποντας, λέγοντας ότι «όλα θα πάνε καλά», ή ότι «δεν έχετε καμιά ελπίδα», ο γιατρός δεν αφήνει το περιθώριο να εκφραστούν οι ανησυχίες και οι φόβοι που μπορούν να συνοδεύουν αυτή την προσπάθεια. Βέβαια, όταν αναδυθούν αυτοί οι φόβοι ίσως δυσκολέψουν το έργο του και πάνε αντίθετα στο σκοπό της τεκνοποίησης και ίσως διακοπεί η διαδικασία. Χρειάζεται πάντα και μια πιο αργή και σταδιακή αξιολόγηση της επιθυμίας του ζεύγους να τεκνοποιήσει. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε το εξής παράδοξο σ’ αυτή την περίπτωση. Η αλήθεια μιας επιθυμίας και η εγκυρότητά της είναι πιο πιθανή όταν συνοδεύεται από το δισταγμό και την αμφιθυμία.
Η θέση του ψυχολόγου μέσα σε μια τέτοια κλινική είναι πολύ σημαντική. Συμβουλευτικά ή ερευνητικά θα μπορέσει να βοηθήσει την ομάδα των ειδικών (γιατρών, νοσηλευτών) να κατανοήσουν τις ασυνείδητες ψυχικές λειτουργίες που διαδραματίζονται στο σκηνικό της υποβοηθούμενης γονιμοποίησης. Όσο για τους ίδιους τους άμεσα εμπλεκόμενους (ζευγάρι) είναι αρκετά δύσκολο να απευθυνθούν σε ένα ψυχολόγο μιας και όπως προείπαμε οι ενδοψυχικές συγκρούσεις είναι απαρνημένες.
Ακολουθώντας το Βιζυηνό θα μπορούσαμε να συμπυκνώσουμε το έργο του ψυχολόγου στην εξοικείωση του ζεύγους με τους δαίμονες που εγείρει μια τέτοια διαδικασία για να αντέξουν τις Νηρηίδες της ψυχής τους. Ο σκοπός μιας τέτοιας ψυχοθεραπείας δεν ταυτίζεται πάντα μετην τεκνοποίηση.
Βιβλιογραφία
1. FAURE-PRAGIER, S.,1997, ‘Les bebes de Ι’ inconcient’, PUF, Paris
2. BOURGiGNON, σ, 1999, ‘Le vecu de femmes apres zchecs de fecondation in vitro’, in: Bulietin de la societe psychanlytique de Paris, Ρ.1Ο8-115
3. SANTIAGO-DELEFOSSE, Μ., 1999, «Fecondations in νitro: Comparaison des discours entre un groupe defemmes poursuivant les tentatives et un groupe de femmes les ayant interrompues’, in: DEVENIR, Vol. 11, Νο. 3, ρ. 87-108, Georg editeur.
Το άρθρο έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό ‘Ογκολογική Ενημέρωση’ (Τόμος 6ος, Τεύχος 4, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004), της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας.