Η Μέρι Μπουν, η θρυλική γκαλερίστα της Νέας Υόρκης, μπορεί να έχει αποφυλακιστεί εδώ και πάνω από πέντε χρόνια, όμως μόλις τώρα φαίνεται έτοιμη να επιστρέψει δυναμικά.
Πρόσφατα, ο οίκος Lévy Gorvy Dayan εγκαινίασε την έκθεση «Downtown/Uptown: New York in the Eighties», σε συνεργασία με τη Μπουν, η οποία τη δεκαετία του ’80 καθιερώθηκε ως η πιο ισχυρή παρουσία στη σκηνή του SoHo. Ήταν εκείνη που στήριξε καθοριστικά καλλιτέχνες όπως ο Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, ο Ρος Μπλέκνερ, ο Κιθ Χάρινγκ και ο Τζούλιαν Σνάμπελ – όλοι τους περιλαμβάνονται στη νέα παρουσίαση.
Πριν από το άνοιγμα της έκθεσης, η Μπουν παραχώρησε συνέντευξη στο περιοδικό New York, το οποίο ήδη από το 1982 την είχε ανακηρύξει στο εξώφυλλό του «βασίλισσα της τέχνης». Με το ίδιο λεοπάρ φόρεμα της Norma Kamali που είχε φορέσει τότε, μίλησε για πρώτη φορά δημόσια για την εμπειρία της στη φυλακή. (Το 2019 είχε κλείσει τη γκαλερί της, καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή σε 30 μήνες κάθειρξη, αλλά τελικά αποφυλακίστηκε μετά από 13 μήνες, εν μέσω πανδημίας Covid-19.) Η ίδια χαρακτήρισε τον εγκλεισμό της σχεδόν σαν περίοδο… ξεκούρασης.
«Για να είμαι ειλικρινής, πήγαινα καθημερινά γυμναστήριο. Διάβαζα ένα βιβλίο την ημέρα. Ήταν πραγματικά χαλαρωτικό»
«Για να είμαι ειλικρινής, πήγαινα καθημερινά γυμναστήριο. Διάβαζα ένα βιβλίο την ημέρα. Ήταν πραγματικά χαλαρωτικό», ανέφερε για τον χρόνο που πέρασε στη χαμηλής ασφαλείας φυλακή του Ντάνμπερι στο Κονέκτικατ. «Συνάντησα γυναίκες πολύ ενδιαφέρουσες, που διαφορετικά δεν θα γνώριζα», πρόσθεσε.
Συμβουλές πριν από τη δίκη της είχε δεχθεί από τη Μάρθα Στιούαρτ, επίσης καταδικασμένη για οικονομικό αδίκημα, η οποία είχε εκτίσει ποινή πέντε μηνών το 2004 για παρακώλυση δικαιοσύνης σε υπόθεση αδικήματος χρησιμοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών. Η Στιούαρτ την είχε προειδοποιήσει να βρει έγκαιρα ποινικολόγο, καθώς «οι αρχές χρειάζονται παραδείγματα». Η Μπουν ομολόγησε ότι τότε δεν την άκουσε, αλλά αργότερα ακολούθησε την τακτική της, ζητώντας να εκτίσει την ποινή της στο ίδιο σωφρονιστικό ίδρυμα που είχε αιτηθεί και η Στιούαρτ —αν και εκείνη τελικά στάλθηκε σε φυλακή στη Δυτική Βιρτζίνια.
Όπως και η Στιούαρτ, έτσι και η Μπουν κατάφερε να σταθεί ξανά στα πόδια της γρήγορα. Όπως είπε στην Κάρι Μπάταν του New York, επέστρεψε σχεδόν αμέσως στο εμπόριο έργων τέχνης και μάλιστα το 2022 σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων. «Οι άνθρωποι έμεναν κλεισμένοι στο σπίτι, κοιτούσαν τους τοίχους τους και έλεγαν: χρειάζομαι κάτι να τους γεμίσει», τόνισε.
Η Μέρι Μπουν, η γυναίκα που τη δεκαετία του ’80 ανακηρύχθηκε «βασίλισσα της τέχνης» της Νέας Υόρκης, βρέθηκε το 2019 αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη πτώση της ζωής της. Καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 30 μηνών για φοροδιαφυγή, καθώς απέκρυψε έσοδα 9,5 εκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία δήλωνε ως έξοδα της γκαλερί της, ενώ στην πραγματικότητα τα δαπανούσε σε πολυτελείς αγορές από Hermès και Louis Vuitton, καθώς και για την ανακαίνιση του διαμερίσματός της στο Μανχάταν. Ο δικαστής, αν και παραδέχθηκε πως «πήρε το μάθημά της», δήλωσε ότι δεν μπορούσε να της χαριστεί, φοβούμενος πως διαφορετικά θα άνοιγε τον δρόμο για μιμητές.
Στην αίθουσα του δικαστηρίου η εικόνα της δεν θύμιζε σε τίποτα την αλαζονική, πανίσχυρη γκαλερίστα που στα ’80s έκανε πρωτοσέλιδα με την επιθετικότητα και το στιλ της. Κατέρρευσε μπροστά στον δικαστή, ζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία – όχι μόνο για να κρατήσει τη δουλειά της, αλλά και για να μείνει «καθαρή» από το αλκοόλ και την κοκαΐνη, εξαρτήσεις που για δεκαετίες σφράγισαν τη ζωή και την καριέρα της. Ο δικηγόρος της επικαλέστηκε παιδικά τραύματα και κατάθλιψη, όμως ούτε αυτά στάθηκαν αρκετά.
Κι όμως, η πορεία της είχε ξεκινήσει ως θρύλος. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, νεότατη ακόμη, τόλμησε να ανοίξει τη δική της γκαλερί στο Σόχο, ακριβώς κάτω από τον Λίο Καστέλι – τον πανίσχυρο τότε έμπορο τέχνης στην Αμερική. Στην πρώτη ατομική έκθεση του Τζούλιαν Σνάμπελ, το 1979, όλα τα έργα είχαν πουληθεί πριν από τα εγκαίνια. Ακολούθησαν συνεργασίες με τον Ζαν Μισέλ Μπασκιά, τον Ντέιβιντ Σαλ, τον Ρος Μπλέκνερ, τον Έρικ Φισλ, ενώ υπήρξε από τους πρώτους που πίστεψαν στο ταλέντο του Τζεφ Κουνς. Ήταν η γυναίκα που μετέτρεψε τον έμπορο τέχνης σε «σταρ»: με επιθετική στρατηγική, με λάιφστάιλ που προκαλούσε, με πάρτι που μύριζαν σαμπάνια και κοκαΐνη.
Η επιτυχία, όμως, είχε και το σκοτεινό της πρόσωπο. Τα ναρκωτικά, το αλκοόλ, οι εμμονές με την πολυτέλεια και η ανελέητη πίεση της αγοράς σταδιακά τη βύθισαν. Η «Μαύρη Παρασκευή» του 1989 και η οικονομική κρίση που ακολούθησε γκρέμισαν μέρος της αυτοκρατορίας της. Παρ’ όλα αυτά άντεξε, μεταφέροντας τη γκαλερί της στην Πέμπτη Λεωφόρο και στο Τσέλσι, συνεχίζοντας να δίνει βήμα σε καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων και ο Άι Γουεϊγουέι. Όμως η συνήθεια να περνά προσωπικά της έξοδα στην εταιρική πιστωτική κάρτα αποδείχθηκε η αρχή του τέλους: φορολογικοί έλεγχοι, δικαστήρια, δημοσιεύματα και, τελικά, η καταδίκη.
Παρά το έγκλημά της, πολλοί έσπευσαν να τη στηρίξουν: ο Σνάμπελ, η Λόρι Σίμονς, ο Άι Γουεϊγουέι, ακόμη και ο διάσημος κριτικός Τζέρι Σαλτζ, που έγραψε πως «παρά τα λάθη της, μας σύστησε μερικούς από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής μας». Και είναι αλήθεια: χωρίς τη Μπουν, η τέχνη του Μπασκιά, του Σνάμπελ και μιας ολόκληρης γενιάς ίσως να μην είχε ποτέ την ίδια λάμψη.
Η ιστορία της Μπουν δεν είναι απλώς μια ιστορία ανόδου και πτώσης· είναι η ίδια η συμπύκνωση της ματαιοδοξίας, της υπερβολής και της λάμψης της Νέας Υόρκης των ’80s, με όλη τη δόξα, τα πάθη και τα σκοτάδια της.
Τα συστατικά του χυμού παντζαριού υποστηρίζουν την καρδιά και την κυκλοφορία του αίματος, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη φυσική ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.