«Στο σουπερμάρκετ, στο σουπερμάρκετ θα βρούμε / φρέσκα, κατεψυγμένα και πλαστικά / μήλα, μπανάνες, γάλα Carnation και κότες / μπιφτέκια, ντομάτες και βέβαια καλλυντικά», τραγούδαγε το 1976 ο Δημήτρης Πουλικάκος, θέλοντας να σχολιάσει τον τρόπο που το σουπερμάρκετ γινόταν το σύμβολο της καταναλωτικής ευμάρειας.
Η Ανί Ερνό (Annie Ernaux), βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας 2022, συνομήλικη περίπου του Πουλικάκου (αυτός είναι γεννημένος το 1943, αυτή το 1940), μπήκε για πρώτη φορά σε σουπερμάρκετ όταν δούλευε εσωτερική παιδαγωγός σε μια αγγλική οικογένεια το 1960, όμως στη συνέχεια θα παρακολουθήσει όλη την ανάπτυξη των σουπερμάρκετ στη Γαλλία και ιδίως των μεγάλων «υπεραγορών», των hypermarché.
Την περίοδο 2012-2013 η Ερνό αποφάσισε να καταγράψει για μήνες τις επισκέψεις της στην υπεραγορά Auchan, στο Σερζί, την πόλη όπου εδώ και δεκαετίες ζει. Όπως σημειώνει η ίδια «καμιά συστηματική έρευνα ή εξερεύνηση, απλώς ένα ημερολόγιο, η μορφή που ταιριάζει όσο καμιά άλλα στην ιδιοσυγκρασία μου, που αρέσκεται στην ιμπρεσιονιστική καταγραφή πραγμάτων, ανθρώπων, ατμόσφαιρας. Μια ελεύθερη παράθεση σχολίων, εντυπώσεων, η οποία σκοπό έχει να αποτυπώσει κάτι από τη ζωή που εκτυλίσσεται εδώ».
Αυτό είναι το υλικό για το βιβλίο της «Κοίτα τα φώτα, αγάπη μου», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη.
Βεβαίως, όπως συμβαίνει με όλα τα βιβλία της Ερνό, αυτή η «ημερολογιακή» καταγραφή στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένης και προσεκτικής επεξεργασίας, κάτι που σε τελική ανάλυση είναι στον πυρήνα της ιδιότυπης και εξαιρετικά γοητευτικής λογοτεχνικότητάς της.
Για την Ερνό το σουπερμάρκετ, η υπεραγορά, το εμπορικό κέντρο είναι πρωτίστως οι άνθρωποι που συναντιούνται, βρίσκονται μαζί: «δεν υπάρχει άλλος χώρος, δημόσιος ή ιδιωτικός, όπου τόσα πολλά άτομα τόσο διαφορετικά ως προς την ηλικία, το εισόδημα, την κουλτούρα, τη γεωγραφική και εθνοτική προέλευση, το look, κινούνται και συγχρωτίζονται». Και ταυτόχρονα είναι ένας χώρος όπου κανείς αντιλαμβάνεται την κοινωνική πραγματικότητα μιας χώρας: «πολιτικοί, δημοσιογράφοι, “επαΐοντες”, όλοι αυτοί που έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους σε μια υπεραγορά δεν γνωρίζουν την κοινωνική πραγματικότητα της σημερινής Γαλλίας».
Ο χώρος της υπεραγοράς είναι ένας χώρος κοινωνικότητας, ένας χώρος όπου κανείς μπορεί να παρατηρήσει τους ανθρώπους και το πώς συμπεριφέρονται, αντιδρούν, συζητούν, παρατηρούν. Είναι και ένας χώρος απαγορεύσεων (όπως αυτών που αφορούν το τι κανείς μπορεί να κάνει μέσα σε ένα δοκιμαστήριο ρούχων), ακόμη και αυτών που παραβιάζονται όπως αυτή που αφορά την ανάγνωση περιοδικών
Η Αρνό συνδυάζει τη βαθιά ευαισθησία έναντι των ανθρώπων που παρατηρεί στο σουπερμάρκετ με ένα βλέμμα σχεδόν κλινικό. Παρατηρεί πώς ο ιμάντας όπου βάζουμε τα ψώνια είναι ταυτόχρονα και μια ακτινογραφία της κοινωνικής μας θέσης, τις αντιδράσεις μας στις μικρές ή μεγάλες καθυστερήσεις, το πώς συνυπάρχουμε αλλά σπανίως συζητάμε.
Η Αρνό, προικισμένη άλλωστε με μια στρατευμένη οπτική, δεν παραλείπει να βάλει το συνολικότερο πλαίσιο. Η υπεραγορά στην οποία πηγαίνει ανήκει στην αλυσίδα σουπερμάρκετ Auchan, που ανήκει στη οικογένεια Μιλιέζ, στην οποία ανήκουν και άλλες γνωστές αλυσίδες. Η αλυσίδα πουλάει και προϊόντα που κατασκευάζονται στο Μπαγκλαντές. Εκεί όπου στις 24 Απριλίου 2013, στη Ντάκα κατέρρευσε το πολυώροφο κτίριο Ράνα Πλάζα, που στέγαζε και εργοστάσια ενδυμάτων, από αυτά που πουλάνε και τα καταστήματα Auchan, με το συνολικό αριθμό των νεκρών να ξεπερνά τους 1100. Η Αρνό σημειώνει το περιστατικό και τον αριθμό των θυμάτων, όπως και για ποιες φίρμες παρήγαγαν οι άνθρωποι που χάθηκαν.
Η Ερνό ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται το πώς χώροι όπως τα σουπερμάρκετ είναι τελικά και μηχανισμοί χειραγώγησης, παραγωγής τεχνητών επιθυμιών, αποτύπωσης των ανισοτήτων αλλά και συνάμα χώροι που ασκούν μια χαρακτηριστική έλξη ακριβώς επειδή παρ’ όλα αυτά αποτυπώνεται εκεί και μια ορισμένη κοινωνικότητα, η συλλογική ζωή σε όλη της την πολυπλοκότητα: «Καθώς περνούσαν οι μήνες, αντιλαμβανόμουν ολοένα περισσότερο τη δύναμη ελέγχου που ασκούν οι χώροι μαζικής παραγωγής με πραγματικούς και πλασματικούς τρόπους –προκαλώντας επιθυμίες σε χρόνους που αυτή ορίζει– τη βία της, που συγκαλύπτεται εξίσου καλά μες στην πολύχρωμη αφθονία των γευστικών γιαουρτιών όσο και στους γκρίζους διαδρόμους των καθημερινών υπερπροσφορών. Τον ρόλο της στη διατήρηση της κοινωνικής μοιρολατρία, του συμβιβασμού των ατόμων με χαμηλά εισοδήματα. […] Εντούτοις, δεν έπαψα να νιώθω την ελκυστικότητα του χώρου και της συλλογικής ζωής, περίπλοκης, ιδιαίτερης, που εκτυλίσσεται εκεί».
Εξ ου και ο φόβος της ότι όσο πληθαίνουν οι πρακτικές εξ αποστάσεως αγορών μέσω διαδικτύου, αυτή η πλευρά της συλλογικής ζωής θα χαθεί και τελικά θα αντιμετωπίζεται με την ίδια νοσταλγία που άλλες γενιές θυμούνται τα παλιά παντοπωλεία.
Η Ερνό δεν είναι ούτε ανθρωπολόγος, ούτε εθνολόγος, ούτε κοινωνιολόγος, παρότι η αναλυτική της ικανότητα είναι εντυπωσιακή. Και το «Κοίτα τα φώτα, αγάπη μου» δεν είναι κάποιου είδους κοινωνιολογική μελέτη. Είναι ένα λογοτέχνημα, ένα πεζογράφημα, με την τεχνική της ημερολογιακής καταγραφής. Η προσωπική εμπειρία, πυρήνας άλλωστε του έργου της συνολικά, είναι ο δρόμος για κάτι ευρύτερο και συνολικότερο. Την αναμέτρηση με τις πτυχές της «ανθρώπινης κατάστασης» σε όλες τις παραλλαγές της, στη δύναμη και την αδυναμία της, στην αναμέτρησή της με ό,τι την ταπεινώνει αλλά και στην αντίστασή της, στην ασχήμια και την ομορφιά της, στην οδύνη και τον πόνο που σωρεύει, αλλά και στην βαθύτερη ζωτικότητά της, αυτή που την κάνει τελικά να επιμένει να στέκεται.