Κατά την παράδοση, στα πρώτα χρόνια του 4ου αιώνα μ.Χ. ζούσε στην Αλεξάνδρεια «νεάνις σοφωτάτη και λαμπροτάτη, ωραία και την όψιν και την καρδίαν», από οικογένεια μεγάλη, ίσως μάλιστα και βασιλική, η ονομαστή Αικατερίνα — έτσι αναγράφουν το όνομά της τα εκκλησιαστικά κείμενα. Η καλλονή της ήταν εξαίρετη όσο και το πνεύμα της και η παιδεία της. Κατείχε «απλώς ειπείν όλην την ρητορικήν και την λογικήν, και ου μόνον οι ορώντες, αλλά και οι ακούοντες εξεπλήττοντο».
Κυβερνήτης στην Αίγυπτο ήταν τότε ο απαίσιος Μαξιμίνος, που αγωνιζότανε να πνίξει στο αίμα τη χριστιανική πίστη. Στο κλίμα εκείνο της μισαλλοδοξίας και του κατατρεγμού, η Αικατερίνα, μια μέρα, δέχτηκε την «καλήν είδηση» και αποφάσισε ν’ αφοσιωθεί στο Χριστό. Αφοσιώθηκε όμως με το δικό της τρόπο, όχι σαν κρυπτοχριστιανή, αλλά με φανερές συζητήσεις, με λόγους πειστικούς που παρέσυραν ανθρώπους και, το χειρότερο, με διαμαρτυρίες για τους διωγμούς.
Ο κυβερνήτης είταν, φαίνεται, φίλος του σπιτιού της και προσπάθησε, στην αρχή, να σκεπάσει τα πράγματα. Τη φώναξε και τη συμβούλεψε.
«Αικατερίνα, έλα στα συγκαλά σου!» θα της είπε. «Έχεις ό,τι μπορεί να επιθυμήσει μια κοπέλα. Είσαι όμορφη, έξυπνη, πλούσια, σου δόθηκε κοινωνική θέση λαμπρή και ανώτερη μόρφωση. Οι πιο διαλεχτοί νέοι της Αλεξανδρείας είναι έτοιμοι να πέσουν στα πόδια σου. Τι σου χρειάζεται ο Χριστός;»
Αυτή όμως έκρινε αλλιώς για το τι της χρειαζότανε. Όταν αντίκρυσε ο Μαξιμίνος την κοριτσίστικη, απόλυτη αδιαλλαξία της, το περιπαθές νεανικό της βλέμμα που το φλόγιζε μια έμμονη ιδέα —στρατιώτης αυτός, χωρίς πολλά γράμματα, και μάλιστα Ιλλυριός, που θα λέγαμε σήμερα Αλβανός—, κάλεσε τους διανοουμένους να τον βοηθήσουν. Πενήντα, λέει, ρήτορες, από τους πιο σοφούς, της έστειλε για να τη μεταπείσουν. Και ποιο είταν το αποτέλεσμα; Τους γύρισε η Αικατερίνα, με την πίστη της, με τη διαλεκτική της και με τη γοητεία της, και τους έκαμε Χριστιανούς. Τότε ο τύραννος έχασε την υπομονή του και πρόσταξε να την αποκεφαλίσουν. Αυτό συνέβη το 312 μ.Χ., δηλαδή τον τελευταίο χρόνο προτού ο Μέγας Κωνσταντίνος σταματήσει τους διωγμούς των Χριστιανών και αλλάξει την ιστορία του κόσμου.
Αλλά η παράδοση δεν σταματά εδώ. Οι άγγελοι, μας λέει, πήραν τα λείψανα της αγίας πάνω στις φτερούγες τους και τα πήγαν, πέρα από το βουνό του Μωυσή, στην πιο ψηλή κορυφή του Σινά, που ονομάζεται σήμερα όρος της Αγίας Αικατερίνης, αραβικά «Τζέμπελ Κατερίν». Τα ακούμπησαν εκεί, για να τα βρουν οι πιστοί ανέπαφα μια μέρα. Κατά τρόπο θαυμαστό, ο γρανίτης της κορυφής διατηρεί, σ’ ένα σημείο, το σχήμα του σώματός της.
Όχι πολύ αργότερα ξεκίνησε στην Παλαιστίνη η Αγία Ελένη, με σκοπό να ανακαλύψει και να αποκαταστήσει τα χριστιανικά προσκυνήματα. Ενδιαφέρθηκε και για το Σινά, όπου ασκήτευαν ήδη από καιρό πλήθος ερημίτες, κι έχτισε μια μικρή εκκλησία κι έναν πύργο στην κοιλάδα που είχε καθιερωθεί ως ο χώρος της φλεγομένης βάτου.
Στα μισά του 6ου αιώνα ο Ιουστινιανός, ακολουθώντας τον οικοδομικό του οίστρο, αποφάσισε να χτίσει εκεί ένα μεγάλο φρούριο για να φυλάγονται οι άγιοι πατέρες που τραβούσαν πολλά από τις βαρβαρικές επιδρομές. Έστειλε προς αυτόν το σκοπό τον αρχιτέκτονα Στέφανο και του έδωσε τα μέσα για να στήσει, στο ίδιο σημείο, μια βασιλική της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και τα τείχη που την περιβάλλουν. Στο φρούριο συγκεντρώθηκαν πολλοί ερημίτες της περιοχής και ιδρύθηκε έτσι η Μονή του Σινά, αφιερωμένη αρχικά στη Μεταμόρφωση. Όταν, αργότερα, οι μοναχοί βρήκαν το άφθαρτο σώμα της Αλεξανδρινής κόρης στο βουνό και το κατέβασαν στην εκκλησία, όπου φυλάγεται ως σήμερα σε λάρνακα, στο ιερό βήμα, αυτόματα η Μονή πήρε το όνομα της Αγίας Αικατερίνης.
Κάτω από την προστασία της χριστιανικής Αυτοκρατορίας, η Μονή του Σινά γνώρισε άνθηση μεγάλη και χρόνια αδιατάρακτης ειρήνης και ελευθερίας. Η ευτυχία όμως αυτή τελείωσε γρήγορα. Τον 7ο αιώνα ξεχύθηκαν οι Άραβες, με τον προφήτη τους επί κεφαλής, για να κατακτήσουν τον κόσμο. Δεν άργησαν να φτάσουν στην Πετραία Αραβία. Κατά την πάγια παράδοση των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων, ο ίδιος ο Μωάμεθ ήρθε στο Σινά για να τιμήσει τη μνήμη του Μωυσή και παραχώρησε στη Μονή τον περίφημο «αχτιναμέ» του, δηλαδή μια διαθήκη γραμμένη σε μεμβράνη, που τη σφράγισε με την παλάμη του. Με το έγγραφο αυτό αναγνώρισε στη Μονή διάφορα προνόμια, που εξασφάλιζαν την ύπαρξή της, και διακήρυξε ότι όποιος Μουσουλμάνος τα παραβιάσει —κατά μετάφραση Κ. Ν. Παπαμιχαλοπούλου— «περιφρονεί την θρησκείαν αυτού —μη γένοιτο, Θεέ!— και καθίσταται άξιος του αναθέματος, είτε βασιλεύς είναι ο τοιούτος παραβάτης είτε πτωχός…»
Μετά φόβου Θεού, τον καιρό της Τουρκοκρατίας, οι σουλτάνοι πήραν το έγγραφο αυτό στην Πόλη και άφησαν στη Μονή κεκυρωμένα αντίγραφά του. Η αυθεντικότητά του αμφισβητήθηκε μερικές φορές. Γεγονός ωστόσο είναι ότι οι Μουσουλμάνοι κυρίαρχοι της περιοχής —Άραβες, Τούρκοι, Μαμελούκοι— το σεβάστηκαν και εξακολουθούν να το σέβονται. Βέβαια, στους σκοτεινούς αιώνες, η Μονή πέρασε δύσκολες περιόδους και κινδύνεψε συχνά. Χαρακτηριστικό είναι ότι —πιθανώτατα στον 11ο αιώνα— αναγκάστηκε, για να εξευμενίσει έναν επιδρομέα, να χτίσει, δίπλα στον κεντρικό ναό της, ένα τζαμί, που λέγεται μάλιστα ότι στήθηκε σε λίγες ώρες, καθώς πλησίαζε ο εχθρικός στρατός. Τελικά, όμως, μπορούμε να πούμε ότι η επίσημη ισλαμική εξουσία τήρησε, σε όλες τις εποχές, τον πατροπαράδοτο λόγο του προφήτη.
Η φήμη της Μονής είταν πάντα μεγάλη και οι σχέσεις της πυκνές τόσο με τον ελληνικό κόσμο, με τους Σλάβους και γενικά με την Ορθοδοξία, όσο και με το Βατικανό, με τη Βενετία και με τους βασιλιάδες της Ευρώπης. Δώρα έπαιρνε ακατάπαυστα από παντού. Τα κειμήλιά της στοιβαζόντανε, από αιώνα σε αιώνα, και πλήθαινε η περιουσία της, που την αποτελούσαν προσοδοφόρα μετόχια στην Ελλάδα και τα νησιά, στην Πόλη, στη Μικρά Ασία, στη Συρία, στη Μολδοβλαχία, στη Ρωσία. Χάρη στη φρόνηση και τη διπλωματικότητα των αγίων πατέρων το ιουστινιάνειο φρούριο κατόρθωσε να γίνει ένα μικρό Κράτος εν Κράτει, με αυτονομία και αυτάρκεια και με δική του σημαία, η οποία παρίστανε ένα κόκκινο μονόγραμμα των τριών πρώτων γραμμάτων του ονόματος της αγίας —ΑΙΚ— που κατέληγε σε σταυρό απάνω σε φόντο λευκό. Το κόκκινο, μας εξηγούν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, συμβολίζει το χυμένο αίμα της και το άσπρο την αγνότητά της.
Η σημαία της Αγίας Αικατερίνης είταν σεβαστή σ’ όλον τον πολιτισμένο κόσμο. Οι Χριστιανοί την τιμούσαν για το κύρος της Μονής και για τη μεγάλη ακτινοβολία της αγίας, που θεωρείται μάλιστα στη Δύση ως η δεύτερη γυναικεία μορφή της χριστιανικής πίστης, τοποθετημένη αμέσως ύστερα από την Παναγία. Οι Μουσουλμάνοι τη σεβόντανε εξ αιτίας του «αχτιναμέ». Τα πλοία που αποκτούσαν το δικαίωμα να υψώσουν αυτήν την σημαία περνούσαν ελεύθερα παντού. Δεν τα πείραζαν ούτε οι φοβεροί Αφρικανοί κουρσάροι.
Όταν, τα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα, ο γαλλικός επαναστατικός στρατός πήρε την Αίγυπτο κι έφτασε και στο Σινά, ο αρχιστράτηγός του επανέλαβε την πράξη του Μωάμεθ. Εξέδωσε μια διαταγή που επικύρωνε τα προνόμια της Μονής. Αξίζει να αναφέρω εδώ μια φράση από το αιτιολογικό της: «Επειδή η Μονή του όρους Σινά κατοικείται από ανθρώπους μορφωμένους και πολιτισμένους ανάμεσα στους βαρβάρους της ερήμου όπου ζουν…»
Υπογραφή: Βοναπάρτης. Κι από κάτω μια γραμμή απότομη, σκληρή, σαν σπαθιά.
[…]
Το τετράγωνο, μεγάλο φρούριο που έχτισε ο Στέφανος, κατά διαταγή του Ιουστινιανού, στέκεται στην καρδιά της ορεινής ερήμου, στερεό και επιβλητικό. Ωρισμένες πλευρές του αναστηλώθηκαν, κατά καιρούς, με τις ίδιες πέτρες που είχαν αρχικά χρησιμοποιηθεί. Μέσα στοιβάζονται πολλά οικοδομήματα διαφόρων εποχών, που του δίνουν, από μακριά, την όψη μιας μικρής, μεσαιωνικής, περιτειχισμένης πολιτείας.
Το κυριότερο μνημείο από όσα περιέχει είναι, βέβαια, η βασιλική της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που είναι μια από τις αρχαιότερες χριστιανικές εκκλησίες, αφού λειτουργεί ακατάπαυστα από τον 6ο αιώνα. Έχει πολλή ομορφιά, από μέσα, και εξαίρετην υποβλητικότητα, καθώς αποκαλύπτεται στο ημίφως, στηριγμένη σε δυο σειρές κολόνες από γρανίτη, στολισμένη με μεγάλο πλούτο, φορτωμένη μανουάλια, πολυελαίους και αμέτρητες καντήλες και εικόνες. Οι θύρες της, από γλυπτό κυπαρισσόξυλο, χρονολογούνται κι αυτές από την εποχή του Ιουστινιανού, καθώς και το μωσαϊκό της Μεταμορφώσεως, εξαίσια σύνθεση σχημάτων και χρωμάτων, που σκεπάζει την κόγχη του ιερού βήματος.
Εννέα παρεκκλήσια συνέχονται με τη βασιλική, όλα γεμάτα εικόνες. Βρίσκονται στη Μονή και μερικά ακόμα. Αξίζει ιδιαίτερη μνεία το παρεκκλήσι της Ιεράς Βάτου, που ακουμπά στο ιερό του κεντρικού ναού και περιέχει επίσης ένα αξιόλογο μωσαϊκό και πολύν πλούτο. Στο ύπαιθρο υπάρχει ένας θάμνος που προέρχεται, ως λέγεται, από καταβολάδα της αρχικής καθιερωμένης βάτου, την οποία σκέπασε το παρεκκλήσι.
Η συλλογή βυζαντινών εικόνων της Μονής της Αγίας Αικατερίνης πρέπει να είναι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η σπουδαιότερη που υπάρχει στον κόσμο. Και μόνη αυτή αρκεί για να χαρακτηρίσουμε το ίδρυμα του όρους Σινά ως ένα από τα πιο σημαντικά μουσεία θρησκευτικής τέχνης του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δεν γνωρίζω τον ακριβή αριθμό των εικόνων, αλλά πρόκειται οπωσδήποτε για αρκετές εκατοντάδες. […]
Ο Γιώργος Θεοτοκάς
Οι περισσότερες από τις εικόνες του Σινά διατηρούνται θαυμάσια εξ αιτίας του πολύ ξερού κλίματος της περιοχής, σε σημείο να νομίζει κανείς συχνά ότι ζωγραφίστηκαν μόλις χτες. Είδα χρώματα —χρυσά εκτυφλωτικά, κόκκινα φλογερά ή απαλά γαλάζια— που δεν έχω ξαναδεί στη βυζαντινή ζωγραφική και που μεταβάλλουν, νομίζω, την εμπειρία μας αυτής της μεγάλης τέχνης. Η συλλογή, με ασύλληπτο πλούτο θεμάτων, καλύπτει όλες τις εποχές, από τον 5ο αιώνα μ.Χ. ως τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. […]
Εκτός από τις εικόνες, οι θησαυροί της Μονής περιλαμβάνουν άμφια, μίτρες, σταυρούς και εκκλησιαστικά σκεύη κάθε είδους, σε μεγάλον αριθμό, καμωμένα από πολύτιμα μέταλλα και στολισμένα με διαμάντια και μαργαριτάρια, αντικείμενα από σιντέφι (σ.σ. μάργαρος, φίλντισι), μεταξουργήματα και πλήθος άλλα έργα της εκκλησιαστικής παράδοσης, που δεν είναι δυνατό να υπολογίσει κανείς την καλλιτεχνική, ιστορική και υλική τους αξία. Περιλαμβάνουν τέλος την ξακουσμένη σιναϊτική βιβλιοθήκη, που θεωρείται, ως προς τον πλούτο και την αξία των εκκλησιαστικών της χειρογράφων, η σπουδαιότερη ύστερα από εκείνην του Βατικανού.
Τα χειρόγραφα, γραμμένα ελληνικά, συριακά, ιβηρικά, σλαβονικά και αβησσυνιακά, είναι περισσότερα από τέσσερις χιλιάδες. Διατηρούνται εξίσου καλά όσο και οι εικόνες και περιέχουν μικρογραφίες με ολοζώντανα χρώματα. […]
Είχα την περιέργεια να εξετάσω το βιβλίο των επισκεπτών. Είδαν να παρελαύνουν στις σελίδες του πλήθος Αγγλοσάξονες, Γάλλοι, Βέλγοι, Γερμανοί, Ιταλοί, Σκανδιναβοί, και ανάμεσά τους αρκετοί πανεπιστημιακοί, καθώς και κληρικοί, καθολικοί κυρίως. Μέτρησα τους Έλληνες από την Ελλάδα: για ολόκληρη την τελευταία διετία, 1958 και 1959, κληρικοί και λαϊκοί δεν είταν περισσότεροι από έξι!
*Αποσπάσματα από κείμενα-ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Γιώργου Θεοτοκά, που ήταν αφιερωμένα στη μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά και είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τρίτη 24 Μαΐου και την Τετάρτη 25 Μαΐου 1960, υπό τον τίτλο «Θρύλος και ιστορία της Μονής του Σινά» και «Τι περιέχει η Μονή του Σινά» αντιστοίχως.