
Το πλακάτ και το πανό
Μετά τις διαδηλώσεις της Παρασκευής για τα Τέμπη, κυριαρχεί το ερώτημα «και τώρα τι κάνουμε».
Το ένα γράφει «Όχι άλλες χαροκαμένες μάνες». Ένα άλλο «Στείλε όταν φτάσεις». Και χιλιάδες πιθανώς τις οικουμενικά στοιχειωτικές λέξεις της Φραντσέσκας Μπέζα, «Δεν Έχω Οξυγόνο» στη χρωματική και σχεδιαστική παραλλαγή που επέλεγε ο καθένας. Όλα είναι γραμμένα σε μικρά χαρτιά και χαρτονάκια, στα οποία έχει κανείς εύκολη και γρήγορη πρόσβαση, είτε κόβοντας μια χαρτόκουτα, είτε με μία επίσκεψη στο κοντινότερο χαρτοπωλείο. Όλα είναι ατομικές πρωτοβουλίες των ανθρώπων που τα κουβαλάνε και εμφανίζονται διάσπαρτα στο πλήθος, εκφράζοντας αυτά που το κάθε άτομο θεωρεί σημαντικά, αλλά δεν μπορούν να δηλωθούν με την απλή του παρουσία ανάμεσα στα εκατομμύρια κόσμου που παρευρέθηκαν στις διαδηλώσεις της περασμένης Παρασκευής για τα Τέμπη. Μέχρι πρότινος, αυτό το αυτοσχέδιο ατομικό πλακάτ δεν ήταν πολύ συνηθισμένο. Δεκαπέντε χρόνια πριν για παράδειγμα, στις μεγάλες αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις που ήταν η τελευταία φορά στην οποία η κοινωνία εξαναγκάστηκε να απαντήσει στα υπαρξιακά ερωτήματα της χώρας και να χαράξει τη διέξοδο εκεί που το πολιτικό προσωπικό είναι απρόθυμο να το κάνει, τα πλακάτ ήταν πολύ διαφορετικά.
Τυπωμένα με προσεκτική ή λιγότερο προσεκτική γραφιστική, εμφανίζονταν κυρίως στα χέρια εκπροσώπων των μεγάλων συνδικάτων, διάσπαρτων μέσα στο λιγότερο ή περισσότερο μαζικό και οργανωμένο μπλοκ του φορέα. Αποτελούσαν ρεπλίκες το ένα του άλλου και λειτουργούσαν ως πολλαπλασιαστές του κεντρικά αποφασισμένου μηνύματος και όχι μέσα ατομικής έκφρασης. Τα ελάχιστα ατομικά και αυτοσχέδια πλακάτ της εποχής άνηκαν κυρίως σε κάποιες… ιδιοσυγκρασιακές φιγούρες που ήθελαν να αδράξουν την ευκαιρία της μαζικότητας για να προειδοποιήσουν για τις μυστικές εμφανίσεις του 666 και τη μία ή άλλη υποτιθέμενη προφητεία του Παΐσιου που θα επιβεβαιωθεί ή μπορεί και όχι.
Τον τόνο τότε έδιναν τα πανό. Πληθωρικά σε μέγεθος κατ’ αντιστοιχία με τους φορείς που τα προέβαλλαν -συνδικάτα, σωματεία, κόμματα, οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και συλλογικότητες του αντιεξουσιαστικού χώρου- εξέφραζαν μικρές μαζικότητες που απαρτίζουν τη μεγάλη αντιδρώσα μάζα της διαδήλωσης. Μάλιστα, οι μορφές αυτής της μικρής μαζικότητας άρχισαν να πολλαπλασιάζονται μέσα από την κινητοποίηση και ξαφνικά αυτά τα μεγάλα πανό με τα απαιτητικά logistics άρχισαν να εμφανίζονται στα χέρια των λαϊκών συνελεύσεων και των συνελεύσεων γειτονιάς ή των απολυμένων και απλήρωτων της τάδε ή της δείνα επιχείρησης.
Την ίδια περίοδο, αναταραχές με λιγότερο ή περισσότερο παρόμοια αιτήματα άρχισαν να εμφανίζονται και σε χώρες που δεν είχαν δει τέτοιες μαζικές αντιδράσεις για δεκαετίες, όπως η Ισπανία, η Μεγάλη Βρετανία ή ακόμα περισσότερο οι ΗΠΑ, με το πολύμορφο κίνημα Occupy που απλώθηκε από άκρη σε άκρη της χώρας. Ακόμα και οι συγκρούσεις με την αστυνομία σε στιγμές έμοιαζαν παρόμοιες, αλλά οι εικόνες που κατέφθαναν είχαν αυτή τη διαφορά από τις εγχώριες: βασιλιάς των μηνυμάτων ήταν το πλακάτ. Ατομικά αποφασισμένο, ατομικά φτιαγμένο και ατομικά κουβαλημένο και επιδεικνυόμενο.
Ειδικά στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, το φαινόμενο έχει μία προφανή εξήγηση. Ως πατρίδες του νεοφιλελευθερισμού, έζησαν δεκαετίες με κατεσταλμένη την Αριστερά που κανονικά είναι αυτή που πρωτοστατεί στην οργάνωση της κοινωνίας σε συλλογικές μορφές. Πρώτες αυτές κατέστησαν πιο επισφαλή την εργασία και την κατοικία, παρέδωσαν την ίδια τη διαχείριση του πληθυσμού στις δυναμείς της αγοράς και διέρρηξαν το κοινωνικό συμβόλαιο σταθερότητας του μεταπολεμικού κόσμου, μέσα στο οποίο κόμματα και συνδικάτα είχαν καθοριστικό ρόλο.
Στην Ελλάδα, ακολούθησε πολλά χρόνια μετά τη Βρετανία και τις ΗΠΑ η δική της «θατσερική επανάσταση» (όπως περιέγραφε προ ετών το προεκλογικό του πρόγραμμα για τη Γαλλία ο συντηρητικός Φρανσουά Φιγιόν). Ή μάλλον ξεκίνησε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, αλλά κόλλησε στις αντιστάσεις της οργανωμένης κοινωνίας. Χρειάστηκε η βία του μνημονίου και η πικρή απογοήτευση της «Πρώτης Φοράς Αριστερά» για να αρχίσει αυτός ο μετασχηματισμός να εποικίζει όλο και περισσότερες σφαίρες της ζωής μας – το θεάρεστο έργο που θα λέγαμε ότι επιτελεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη από το 2019 μέχρι σήμερα.
Κι όσο προχωρούσε αυτή η διαδικασία, τόσο μεγάλωνε η αποσυσπείρωση, τόσο πιο πολύ ο κόσμος στρεφόταν στην ατομική έκφραση, τόσο περισσότερο πλήθαιναν τα πλακάτ και υποχωρούσαν τα πανό. Μάλιστα, αυτή η απουσία ήταν ακόμα πιο αισθητή στα συλλαλητήρια της Παρασκευής, καθώς πολλοί φορείς, ακολουθώντας το κλίμα «όχι κόμματα, όχι συνδικάτα» που διαμορφώθηκε, αποφάσισαν να μην έχουν οργανωμένη παρουσία. Και στον βαθμό που θα μπορούσαν να έχουν, βέβαια, είναι αμφίβολο αν ο κόσμος που θα στοιχιζόταν πίσω από κάθε πανό, θα ήταν ο ίδιος σε σχέση με δεκαπέντε χρόνια πριν.
Σύμφωνα με έρευνα της Metron Analysis για λογαριασμό του οργανισμού διαΝΕΟσις, άλλωστε, η συμμετοχή των πολιτών σε πολιτικά κόμματα για το 2024 ανέρχεται μόλις στο 6%, ποσοστό που έχει μείνει σχετικά σταθερό και χωρίς αξιοσημείωτες διακυμάνσεις τα τελευταία χρόνια. Η δε συνδικαλιστική δράση είναι σταθερά μειούμενη τα τελευταία 25 χρόνια σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, αν και είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί αυτή η μείωση, καθώς οι συνδικαλιστικοί φορείς έχουν σταματήσει να δημοσιεύουν στοιχεία από τις αρχές του Μνημονίου και μετά.
Αυτό δημιουργεί μία περίεργη συνθήκη για τις μαζικές διαδηλώσεις της περασμένης Παρασκευής για τα Τέμπη. Από τα κοινωνικά δίκτυα, μέχρι τα τηλεοπτικά πάνελ και τα τραπέζια της Καθαράς Δευτέρας, κυριάρχει το ερώτημα «και τώρα τι γίνεται», ερώτημα που τις περισσότερες φορές τίθεται μόνο μεταξύ των επαγγελματιών της πολιτικής και της δημοσιογραφίας. Όμως μια γνήσια ανησυχία διαφαίνεται από μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, μαζί με μία επιθυμία αυτό που έγινε να έχει συνέχεια.
Κοινώς, το ερώτημα που θέτουν, ενδυναμωμένοι πλέον, οι διαδηλωτές της προηγούμενης Παρασκευής είναι πού μπορούν να συνεχίσουν αυτό που ξεκίνησαν να κάνουν. Αυτό φυσικά δεν αίρει το πρόβλημα εκπροσώπησης στα αντιπολιτευόμενα κόμματα και στον δισταγμό που αυτά έχουν να εκφράσουν την επιθυμία του κόσμου, ακόμα και σε κάτι τόσο ευθύ όσο είναι τα Τέμπη. Ούτε φυσικά στα συνδικάτα που απέτυχαν να αναχαιτίσουν τις βίαιες αλλαγές στην εργασία και την οικονομία, όταν δεν συνέδραμαν κιόλας σε αυτές.
Δημιουργεί όμως ένα κίνητρο για την ανεύρεση τρόπων συμμετοχής στα κοινά: είτε πρόκειται για τη ριζική αναδιάρθρωση κομμάτων, οργανώσεων και συνδικάτων, είτε για την επινόηση νέων μορφών που ακόμα αδυνατούμε να συλλάβουμε. Μέσω αυτών, θα μπορέσουν να στοιχηθούν πάλι πίσω από πανό τα οποία θα νιώθουν δικά τους.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις