
Τα Τέμπη, η Ελλάδα ως νεοφιλελεύθερο failed state και μια μη αντιστρέψιμη κρίση νομιμοποίησης
Το πόρισμα για το δυστύχημα στα Τέμπη αποτυπώνει την εικόνα ενός κράτους που δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά του και να εγγυηθεί την ασφάλεια των πολιτών – και αυτό κάνει την πολιτική κρίση ακόμη πιο βαθιά
Στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει η έννοια του failed state, του αποτυχημένου κράτους. Κυρίως αφορά χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου που αντιμετώπισαν μεγάλες εμφύλιες συγκρούσεις με αποτέλεσμα να καταρρέει η λειτουργία του κράτους. Το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ για το δυστύχημα στα Τέμπη δείχνει μια ανάλογη εικόνα για το ελληνικό κράτος, είτε θέλει να το παραδεχτεί η κυβέρνηση είτε όχι.
Αρκεί να διαβάσει κανείς την περιγραφή και ανάλυση που κάνει το πόρισμα του ίδιου του «ανθρώπινου λάθους», που δείχνει τι σημαίνει ένας ΟΣΕ εγκληματικά υποστελεχωμένος (με 117 σταθμάρχες αντί για τους 409 του οργανογράμματός του το 2023), με απηρχαιωμένες πρακτικές επικοινωνίας, χωρίς όχι απλώς τηλεδιοίκηση αλλά ούτε καν επαρκή σήμανση – με ένα σήμα stop που τα τρένα έπρεπε να αγνοούν γιατί ήταν μονίμως αναμμένο, με μηχανοδηγούς τόσο συνηθισμένους να κινούνται στην αντίθετη γραμμή από αυτή που αναλογεί στη φορά τους, εξαιτίας συχνών τεχνικών προβλημάτων, που δεν θεώρησαν αφύσικο να κινούνται ανοδικά στη γραμμή καθόδου το μοιραίο βράδυ.
Σε μια χώρα που έχει το χαμηλότερο αριθμό εργαζομένων στη διαχείριση της υποδομής ανά χιλιόμετρο σιδηροδρόμων στην Ευρώπη και τη χαμηλότερη δαπάνη στη συντήρηση και τις υποδομές στην Ευρώπη. Και βέβαια μια χώρα όπου δεν είχε ολοκληρωθεί παρά τις αλλεπάλληλες εξαγγελίες του το σύστημα τηλεδιοίκησης που θα σήμαινε ότι τα τρένα δεν θα κινούνταν στα τυφλά. Κοντολογίς μια συνθήκη όπου απλώς κυλούσε αντίστροφα ο χρόνος για την τραγωδία.
Αρκεί κανείς να συγκρίνει την αναλυτική περιγραφή του δυστυχήματος, την ανασυγκρότηση στιγμή προς στιγμή της σύγκρουσης, την αναζήτηση στοιχείων, την πέραν πάσης αμφιβολίας διαπίστωση ότι όχι η έκρηξη δεν ήρθε από τα έλαια σιλικόνης και να το συγκρίνει με αυτό που θεωρήθηκε αρχικά επαρκής εξήγηση του δυστυχήματος, αλλά και με την κατ’ επανάληψη αναπαραγωγή από τα πλέον επίσημα χείλη της θέσης ότι όποιος λέει ότι υπήρξε άλλο εύφλεκτο υλικό, είναι ψεκασμένος και αναπαράγει θεωρίες συνωμοσίας.
Αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι ο αρμόδιος φορέας για τη διερεύνηση του δυστυχήματος στα Τέμπη, ο ΕΟΔΑΣΑΑΜ, άρχισε πραγματικά να λειτουργεί αρκετά μετά το δυστύχημα και βρέθηκε ουσιαστικά να κάνει μια έρευνα εκ των υστέρων και αφού είχαν καταστραφεί στοιχεία και είχε μπαζωθεί ο ίδιος ο χώρος του δυστυχήματος. Και να το συγκρίνει αυτό με την παρωδία εξεταστικής, όπου η κυβερνητική πλειοψηφία έδωσε συγχωροχάρτι στην κυβέρνηση, αλλά και τις εμφανώς ανεπαρκείς διαδρομές της δικαστικής διερεύνησης.
Και βέβαια αρκεί κανείς να αναλογιστεί όλες τις διακηρύξεις και «εγγυήσεις» υπουργών και κυβερνητικών αξιωματούχων, τις καθησυχαστικές δηλώσεις και «δεσμεύσεις», τη συκοφάντηση όσων έλεγαν το αντίθετο, την άρνηση πραγματικής ανάληψης πολιτικής ευθύνης.
Όλα αυτά αποτυπώνουν κάτι βαθύτερο. Τον τρόπο που δεκαετίες ένα ιδιότυπο νεοφιλελεύθερο μίσος για το κράτος και το δημόσιο, όλη αυτή η δαιμονοποίησή του ως αντιπαραγωγικού και ανεπαρκούς, μαζί με τις σαρωτικές περικοπές, ιδίως της μνημονιακής περιόδου, σε συνδυασμό με την εξιδανίκευση της ιδιωτικοποίησης ως πανάκειας, διαμόρφωσαν μια συνθήκη όπου πίσω από μια εικόνα «εκσυγχρονισμού» και αναδιάρθρωσης, στην πράξη το κράτος να γίνεται όλο και περισσότερο ένα ανεπαρκές κέλυφος, αδύναμο να προσφέρει κρίσιμες εγγυήσεις όπως π.χ. αυτές που αφορούν την ασφάλεια των συγκοινωνιών.
Και αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα: στις ΗΠΑ, για να δώσουμε το πιο πρόσφατο παράδειγμα, ανακοινώνονται απολύσεις στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, στο πλαίσιο της δράσης του Ίλον Μασκ και της ομάδας του, την ώρα που είχαν ήδη μία τραγωδία ακριβώς επειδή οι πύργοι ελέγχου είναι υποστελεχωμένοι.
Είναι αυτή η επίγνωση που τρομάζει τους ανθρώπους, που εξηγεί γιατί είναι τόσο ανατριχιαστικά καίριο το «από τύχη ζούμε», που κάνει καθολικό συναίσθημα το «δεν έχω οξυγόνο» και που γεμίζει δρόμους και πλατείες.
Γιατί εάν στην υπόθεση των υποκλοπών κυριάρχησε ίσως η πεποίθηση ότι ούτως ή άλλως ζούμε σε εποχές που η αυταρχική επιτήρηση και η κατάργηση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι ο κανόνας, στην υπόθεση των Τεμπών η άρνηση ανάληψης ευθύνης για το ότι ο σιδηρόδρομος λειτουργούσε με όρους που θα έκαναν το «ανθρώπινο λάθος» τραγωδία και η εμφανής απροθυμία πραγματικής διερεύνησης (που ισοδυναμεί, αντικειμενικά, με συγκάλυψη) συγκρούστηκε και συγκρούεται με έναν πυρήνα αναπαλλοτρίωτων απαιτήσεων για το τι σημαίνει «κράτος που λειτουργεί και εγγυάται την ασφάλεια» και πυροδοτεί μια βαθειά και ουσιωδώς μη αντιστρέψιμη κρίση νομιμοποίησης που έρχεται να συναντηθεί με την κρίση κόστους ζωής, τη στεγαστική κρίση, τα ελλείμματα στη δημόσια υγεία, την κρίση του δημόσιου σχολείου και τις άλλες πλευρές του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου «αποτυχημένου κράτους».
Για να βαθύνει ένα ρήγμα μέσα στην κοινωνία αλλά και στη σχέση της κοινωνίας με το πολιτικό σύστημα που κανένας επικοινωνιακός χειρισμός δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει, πρωτίστως γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι που προκύπτει στην αναπόφευκτη απόσταση ανάμεσα στο όραμα ή το «σχέδιο» και την υλοποίηση, αλλά με κάτι που προκύπτει από το ίδιο το σχέδιο, τον ίδιο τον πυρήνα των πολιτικών που εφαρμόστηκαν εδώ και αρκετά χρόνια στη χώρα μας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις