Γκέτο Βαρσοβίας: Το χρονικό της εξόντωσης
«Ο υπογράφων είναι αποφασισμένος να μην περατώσει την επιχείρηση πριν εξοντωθεί και ο τελευταίος Εβραίος»
- Μετά τον Μπάιντεν και ο Κλίντον «καίει» τη Χάρις στο «παρά 5» των εκλογών
- Αυτό είναι το πρόσωπο ενός «βαμπίρ» 400 ετών από την Πολωνία
- Τα κρεβάτια-φέρετρα: Γιατί οι δυτικοευρωπαίοι τρύπωναν σε ξύλινα κουτιά τις νύχτες
- Μυστήριο στην υπόθεση της 75χρονης αγνοούμενης Σανίκο Τσαούσι - Όλα τα σενάρια ανοιχτά
«Μικρό Ισραήλ» είχαν δημιουργήσει οι χιλιάδες Εβραίοι της πολωνικής πρωτεύουσας στις όχθες του Βιστούλα, με 27.000 σπίτια, συναγωγή, θέατρα κ.λπ. Εκεί τους έκλεισαν οι Γερμανοί το 1943, εκεί έδωσαν τη μάχη τους και εκεί εξοντώθηκαν 56.000 περίπου.
Στην οδό Μαρτσαλκόφσκα, στο κέντρο της Βαρσοβίας, ο διαβάτης συναντά τον ουρανοξύστη Επιστημών και Τεχνών που οι Σοβιετικοί έχτισαν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Λίγοι ξέρουν ότι βρίσκονται στα μέρη εκείνα όπου, πριν από 35 χρόνια, το γκέτο της Βαρσοβίας έζησε τη θανάσιμη αγωνία του. Από την εποχή εκείνη δεν απομένει σήμερα τίποτε, εκτός από το μοναχικό μνημείο, σε κάποια πλατεία τριγυρισμένη από εργατικά σπίτια, στο οποίο κάποτε γονάτισε ο Γερμανός καγκελλάριος Βίλυ Μπραντ. […] Το τραγικό τείχος που περιέκλειε το γκέτο βρισκόταν στην καρδιά ακριβώς της πόλεως, το έσφιγγε ολόκληρο σαν τρομερή μέγγενη. Το γκέτο αποτελούσε το ένα τρίτο της επιφάνειας της πολωνικής πρωτεύουσας και εκτεινόταν στην αριστερή όχθη του Βιστούλα. […]
Όλη η περιοχή ήταν χωρισμένη σε δύο τμήματα — το Μικρό και το Μεγάλο Γκέτο. Τα συνέδεε μια ξύλινη γέφυρα. Στην οδό Στάφσκι υπήρχε δίοδος που κατέληγε στον Ανατολικό Σιδηροδρομικό Σταθμό. Στον τόπο αυτόν ακριβώς, μέρα και νύχτα, οι αιχμάλωτοι Εβραίοι φορτώνονταν στα τραίνα που τους οδηγούσαν στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς, του Μάιντανεκ και της Τρεμπλίνκα. Η επιχείρηση επαναλαμβανόταν κάθε φορά με χρονομετρική ακρίβεια.
Το τείχος, τρία μέτρα ψηλό, χώριζε τους Ισραηλίτες από τους Αρίους «προς όφελος της υγείας των γερμανικών στρατευμάτων και του αρίου πληθυσμού» (έκθεση Στρουπ). Κατασκευάσθηκε από τους ίδιους τους Εβραίους, που είχαν σχηματίσει ομάδες εργασίας, σύμφωνα με τις οδηγίες της εταιρείας που είχε αναλάβει την εκτέλεση του έργου από τις 26 Νοεμβρίου 1940. Εξακόσιες χιλιάδες άτομα που βρέθηκαν κλεισμένα στη φυλακή αυτή είχαν λιγοστές πιθανότητες διαφυγής: μια απ’ αυτές ήταν τα τραμ, που διέσχιζαν το γκέτο κατά μήκος της οδού Λέζνο, και η δεύτερη οι υπόνομοι, που αν τους ακολουθούσαν, μπορούσαν να φθάσουν στην πολωνική πλευρά της πόλεως.
Η θανατική καταδίκη αυτής της «πόλεως εν πόλει» —όταν εκατοντάδες χιλιάδες άτομα είχαν ήδη οδηγηθεί στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως— έφθασε με μια επιστολή του Χίμλερ με ημερομηνία 6 Φεβρουαρίου 1943, λίγες μέρες μετά τη συνθηκολόγηση του στρατάρχη φον Πάουλους στο Στάλινγκραντ. Ο αρχηγός των Ες Ες ζητούσε από το στρατηγό Φρήντριχ Κρύγκερ, επικεφαλής των Ες Ες και της Αστυνομίας της Γενικής Διοικήσεως της Κρακοβίας, ένα γενικό σχέδιο για την καταστροφή του γκέτο, που έπρεπε να μπει σε εφαρμογή πολύ σύντομα. Σκοπός ήταν, μεταξύ άλλων, να προσφερθεί η «επιχείρηση εξυγιάνσεως», η Grossaktion όπως την αποκαλούσαν τα Ες Ες, στον Χίτλερ σαν δώρο για τα γενέθλιά του, στις 20 Απριλίου. Την επιχείρηση έπρεπε να φέρει εις πέρας ο αρχηγός των Ες Ες και της Αστυνομίας της Βαρσοβίας, Φέρντιναντ Ζάμερν-Φράνκενεγκ. Μετατέθηκε όμως, και τη θέση του κατέλαβε ο «συνάδελφός» του Γιούργκεν Στρουπ.
Ο Στρουπ —48 ετών, ψηλός, αδύνατος, γεμάτος διεστραμμένη ενεργητικότητα— τελείωσε γρήγορα το έργο του, αν και δεν πρόλαβε να το παραδώσει την προκαθορισμένη ημερομηνία. Ο αποτρόπαιος άθλος του περιγράφεται με γραφειοκρατική σχολαστικότητα, σαν να επρόκειτο για ένα οποιοδήποτε λογιστικό θέμα, σε ένα βιβλίο δεμένο με μαύρο δέρμα, όπου κάποιος καλλιγράφος των Ες Ες έγραψε με άψογους γοτθικούς χαρακτήρες: «Δεν υπάρχει πια εβραϊκή συνοικία στη Βαρσοβία». Εκ πρώτης όψεως, το βιβλίο αυτό δίνει την εντύπωση οικογενειακού άλμπουμ, με τις 54 φρικιαστικές φωτογραφίες του, παρμένες από ρεπόρτερ ψημένους στον πόλεμο, που ήξεραν να κρατούν στο χέρι τη «Λάικα» χωρίς να τρέμει, και που ευσυνείδητοι υπάλληλοι κόλλησαν έπειτα με διακοσμητική ευαισθησία σε χαρτόνι πολυτελείας με στρογγυλεμένες άκρες. Πού βρήκαν τα Ες Ες το ειδικό αυτό χαρτί, δεν το ξέρουμε. Ίσως το παρήγγειλαν επίτηδες στη Λιψία ή στο Βερολίνο. Ανάμεσα στις φωτογραφίες εκείνες υπάρχει μία που κλείνει ολόκληρη την τραγωδία του λαού του Δαυίδ: το παιδάκι με το μπερέ στο κεφάλι που σηκώνει ψηλά τα χέρια, δίπλα στη μητέρα του, ενώ ένας στρατιώτης των Ες Ες έχει στραμμένο το όπλο προς την ομάδα των Εβραίων. Ο στρατιώτης αυτός ήταν σωματοφύλακας του στρατηγού Στρουπ και επέζησε. Κάποιος τον αναγνώρισε στη Δυτική Γερμανία, γερασμένο πια, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ακόμη σκληρότερα. Δεν είναι γνωστό πού βρίσκεται τώρα. Η γυναίκα πέθανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ενώ το παιδί, πενήντα ετών σήμερα, αναγνωρίστηκε πριν από λίγο καιρό στην Αγγλία.
[…]
Σαν καλός λογιστής που καταστρώνει προσεκτικά το πρόγραμμα της δουλειάς του, ο Στρουπ γράφει ότι στην εβραϊκή συνοικία «βρίσκονται 27.000 κατοικίες, που κατά μέσον όρο έχουν δυόμισι δωμάτια η καθεμιά. Η συνοικία είναι απομονωμένη από την υπόλοιπη πόλη με διαχωριστικά τείχη και αντιπυρική ζώνη. Παράθυρα, πόρτες, παρατηρητήρια και γραμμές του τραμ χτίσθηκαν με τούβλα και τσιμέντο. Στη Βαρσοβία έφτασα στις 17 Απριλίου 1943. Ανέλαβα τη διεύθυνση των εργασιών στις 19 του μηνός και ώρα 8 το πρωί, δυο ώρες μετά την έναρξη της επιχειρήσεως. Πριν από την έναρξη του πυρός τα σύνορα της συνοικίας περικυκλώθηκαν από μια υπηρεσία περιφρουρήσεως, ώστε να αποφευχθεί η φυγή των Εβραίων».
Τις πρώτες ομάδες Γερμανών υποδέχτηκαν βόμβες Μολότωφ και πυκνά πυρά από τουφέκια, περίστροφα και σποραδικά οπλοπολυβόλα. Πάνω στην οχυρή θέση απ’ όπου έπεφταν οι πρώτοι πυροβολισμοί, οι άνδρες και γυναίκες του γκέτο είχαν υψώσει την πολωνική σημαία και τη σημαία του Δαυίδ, με το γαλάζιο αστέρι σε άσπρο φόντο. […] Οι Εβραίοι πυροβολούσαν από τις στέγες και τα παράθυρα. Για να γλυτώσουν όμως τη σύλληψη, οι περισσότερες οικογένειες είχαν καταφύγει στα υπόγεια και στους αγωγούς των υπονόμων. […] «Οι Εβραίοι και οι εγκληματίες», διηγείται ο Στρουπ, «γλιστρούν από τη μια μεριά στην άλλη και πυροβολούν, φεύγουν από τις στέγες ή από υπόγεια περάσματα. Σήμερα μόνο πιάσαμε 580».
«Ενώ στην αρχή», συνεχίζει ο Στρουπ στο μαύρο άλμπουμ του, «ήταν εύκολο να συλληφθούν μαζικά τα εκφοβισμένα άτομα, στο δεύτερο μέρος της δράσεώς μας το έργο αυτό έγινε δυσκολώτερο. Υπήρχαν πάντοτε καινούργιες ομάδες 20-30 ή και περισσότερων νέων, ηλικίας 18-25 ετών. Μεταξύ τους βρίσκονταν και πολλές γυναίκες. Οι ομάδες αυτές είχαν διαταγή να υπερασπίσουν τους εαυτούς των με τα όπλα μέχρις εσχάτων και να σκοτωθούν οι ίδιοι παρά να παραδοθούν». […]
Οι ναζί έψαχναν από σπίτι σε σπίτι. Οι Εβραίοι που δεν σκοτώνονταν στο πεδίο της μάχης συγκεντρώνονταν και μεταφέρονταν στο σταθμό που βρισκόταν κοντά στο νεκροταφείο, και εκεί έμπαιναν σε φορτηγά τραίνα με προορισμό το στρατόπεδο Τρεμπλίνκα Β. Οι πυρκαγιές απλώνονταν συνεχώς. […]
Στις 23 Απριλίου ο Χίμλερ διέταξε τον Κρύγκερ να χτυπήσει το γκέτο με μεγαλύτερη σκληρότητα. «Τότε αποφάσισα», διηγείται ο Στρουπ, «να καταστρέψω εντελώς την εβραϊκή συνοικία βάζοντας φωτιά σε όλα τα κατοικήσιμα σπίτια και τα κτίρια που τα χρησιμοποιούσαμε πριν σαν εργοστάσια ενδυμάτων και άλλων ειδών για το γερμανικό στρατό. Διέταξα τη συστηματική εκκένωση όλων των εργοστασίων. Έπειτα τα παρέδωσα στις φλόγες. Σχεδόν πάντα οι Εβραίοι έβγαιναν μόνοι τους από τα καταφύγια και τους κρυψώνες τους. Σε πολλές περιπτώσεις όμως μερικοί απ’ αυτούς έμεναν στα καιόμενα σπίτια μέχρις ότου, λόγω της τρομακτικής θερμοκρασίας και από το φόβο μήπως καούν ζωντανοί, αναγκάζονταν να πέφτουν στο κενό, αφού έριχναν στα πεζοδρόμια στρώματα και άλλα αντικείμενα για να μη χτυπήσουν πολύ. Με σπασμένα πόδια, προσπαθούσαν έπειτα να συρθούν προς τα κτίρια που δεν είχαν πυρποληθεί ακόμη ή δεν καίγονταν ολόκληρα. […] Η παραμονή επίσης στα υπόγεια περάσματα δεν ήταν δυνατή μετά τις πρώτες οκτώ μέρες. Συχνά ακούγονταν στο δρόμο φωνές από τις σχάρες των υπονόμων. Σιωπηλά οι άνδρες των Ες Ες, της Αστυνομίας και του Μηχανικού της Βέρμαχτ κατέβαιναν για να ξετρυπώσουν Εβραίους. Πολλές φορές συναντούσαν ανθρώπους νεκρούς ήδη ή γίνονταν δεκτοί με πυροβολισμούς. Ήταν πάντοτε αναγκαίο να ριχτούν ασφυξιογόνα, για να βγουν τα κρυμμένα άτομα. […] Πολλοί Εβραίοι —δεν μπορέσαμε να τους μετρήσουμε— αποκλείσθηκαν για πάντα στα περάσματα και στα καταφύγια από τις κατολισθήσεις που προκάλεσαν οι χειροβομβίδες που ρίξαμε». […]
Τηλεγράφημα της 25ης Απριλίου: «274 Εβραίοι τουφεκίσθηκαν και πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν σε καταφύγια που πυρπολήθηκαν και κατόπιν ανατινάχθηκαν».
[…]
Τηλεγράφημα της 3ης Μαΐου: «Καθώς ανακαλύψαμε ότι σε πολλές περιπτώσεις οι γυναίκες κρύβουν τα όπλα κάτω από τα φορέματά τους, διατάσσουμε όλους τους Εβραίους και συμμορίτες που συλλαμβάνονται να γδυθούν εντελώς πριν από τον έλεγχό τους».
[…]
Τηλεγράφημα της 7ης Μαΐου: «Από μερικούς αιχμαλώτους μάθαμε ότι οι Εβραίοι βγαίνουν έξω τη νύχτα: η συνεχής παραμονή στα καταφύγια γίνεται ανυπόφορη. Κατά τη διάρκεια των νυχτερικών επιχειρήσεων σκοτώνουμε κατά μέσον όρο τριάντα με πενήντα Εβραίους».
Τηλεγράφημα της 8ης Μαΐου: «Στα υπόγεια περάσματα πρέπει να βρίσκονται ακόμη τρεις με τέσσερις χιλιάδες Εβραίοι ζωντανοί. Ο υπογράφων είναι αποφασισμένος να μην περατώσει την επιχείρηση πριν εξοντωθεί και ο τελευταίος Εβραίος».
[…]
Τηλεγράφημα της 13ης Μαΐου: «Οι λιγοστοί Εβραίοι και δολοφόνοι που βρίσκονται ακόμη στο γκέτο, εδώ και δυο μέρες αναγκάζονται να βγαίνουν νύχτα από τα ερείπια των καταφυγίων τους και να πηγαίνουν στις αποθήκες τροφίμων που μόνο εκείνοι γνωρίζουν, για να γυρίσουν αμέσως και πάλι κάτω από τη γη. Δεν μπορέσαμε να μάθουμε από τους αιχμαλώτους πού βρίσκονται οι αποθήκες αυτές. Όπως πάντα, στέλνουμε τους Εβραίους που συλλαμβάνουμε στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα».
[…]
Τηλεγράφημα της 16ης Μαΐου: «180 Εβραίοι συμμορίτες και υπάνθρωποι εξοντώθηκαν. Η εβραϊκή συνοικία της Βαρσοβίας δεν υπάρχει πια. Η Grossaktion περατώθηκε στις 20.15 με την ανατίναξη της Συναγωγής της Βαρσοβίας».
Τηλεγράφημα της 24ης Μαΐου: «Από τους 56.065 συλληφθέντες Εβραίους, 7.000 περίπου πέθαναν κατά τη διάρκεια της επιχειρήσεως. Κατά τη μεταφορά στο στρατόπεδο Τρεμπλίνκα Β με το τραίνο πέθαναν άλλοι 6.929. Έτσι, ο αριθμός των Εβραίων που εξοντώθηκαν ανέρχεται σε 13.929. Εκτός των αναφερομένων 56.065, πρέπει να θεωρηθούν νεκροί άλλοι 500-600 Εβραίοι που σκοτώθηκαν από τις εκρήξεις βομβών ή τις πυρκαϊές».
Όταν ο Στρουπ έστειλε στην Κρακοβία το τελευταίο αυτό μήνυμα, το γκέτο της Βαρσοβίας ήταν μια θάλασσα ερειπίων, δρόμων χωρίς σπίτια, χωρίς μεγάλους και παιδιά, απομεινάρια κτιρίων καμένα από τις φλόγες. […]
«Επειδή», έγραφε στο τέλος της εκθέσεώς του, «είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι και μετά το τέλος της επιχειρήσεως θα βρίσκονται ανάμεσα στα ερείπια μερικοί ακόμα Εβραίοι, η περιοχή αυτή πρέπει να παραμείνει διαχωρισμένη από την αρία πλευρά της πόλεως και υπό παρακολούθηση. […] Πιστεύω ότι και με άλλα μέτρα που θα λάβουμε κανένας Εβραίος δεν θα μπορέσει πια να επιζήσει. Προτείνω να διαμορφωθεί η φυλακή της οδού Ντζιέλνα σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, όπου οι φυλακισμένοι θα συγκεντρώνουν και θα τακτοποιούν τις χιλιάδες τούβλα, κομμάτια σίδερο και άλλα υλικά που έμειναν στους δρόμους και που είναι σημαντικής αξίας».
Το «οικογενειακό άλμπουμ» του στρατηγού Στρουπ (που καταδικάσθηκε σε θάνατο από Αμερικανούς και Πολωνούς και απαγχονίσθηκε στη Βαρσοβία στις 6 Μαρτίου 1952) τελειώνει μ’ αυτή τη σατανική πρόταση. Φυσικά, η πρόταση έγινε δεκτή: ένα στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων δημιουργήθηκε πάνω στα ερείπια των σπιτιών. Ονομάσθηκε Γκεσιόφκα από την οδό Γκέσια, όπου βρισκόταν η είσοδος του στρατοπέδου. Χιλιάδες Πολωνών και Εβραίων κλείσθηκαν εκεί και αναγκάσθηκαν να καθαρίσουν τους δρόμους μαζεύοντας τα τούβλα από εκεί που κάποτε βρίσκονταν, γεμάτα ζωή, τα σπίτια των φίλων και ομοθρήσκων τους. Με το υλικό που συγκέντρωναν σχημάτιζαν ισοϋψείς σωρούς, ώστε οι Γερμανοί να τους μετρήσουν και να υπολογίσουν την αξία τους. Πολλά από τα τούβλα εκείνα φορτώθηκαν σε τραίνα και χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή παραπηγμάτων στα στρατόπεδα και θαλάμων αερίων. Ήταν καμωμένα από υλικό που έσταζε αίμα και διαιώνιζαν την τραγωδία των τέκνων του Δαυίδ.
*Αποσπάσματα από εκτενές κείμενο του ιταλού δημοσιογράφου και ιστοριογράφου Ricciotti Lazzero (1921-2002), που είχε αναδημοσιευτεί στο περιοδικό «Χρονικά» (μηνιαίο όργανο του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδος, τεύχος 18) τον Απρίλιο του 1979.
Στις 19 Απριλίου 1943 μερικές εκατοντάδες Εβραίων τόλμησαν να αντισταθούν στις δυνάμεις των γερμανικών και λετονικών SS και της Αστυνομίας που επιχειρούσαν να εισβάλουν στο γκέτο της Βαρσοβίας.
Προηγουμένως, το καλοκαίρι του 1942, οι Εβραίοι του γκέτο της Βαρσοβίας, στη μεγάλη τους πλειονότητα (περί τις 300.000), είχαν οδηγηθεί σε ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης και είχαν εκτελεστεί.
Μόλις 50.000 είχαν επιζήσει, και αυτοί ένιωθαν ότι πλησίαζε η ώρα και του δικού τους τέλους.
Η ηρωική αντίσταση των εξεγερθέντων, με τα λιγοστά μέσα που είχαν στη διάθεσή τους, διήρκεσε έως τα μέσα Μαΐου, είχε δε ως κατάληξη μια ακόμα θηριωδία από πλευράς των κατακτητών.
Ο στρατηγός των SS Γιούργκεν Στρουπ (Jürgen Stroop, 1895-1952) πυρπόλησε κάθε οικοδομικό τετράγωνο του γκέτο, διατάσσοντας να καταστραφεί αυτό ολοσχερώς.
Η κατεδάφιση του κτιρίου της Μεγάλης Συναγωγής στις 16 Μαΐου 1943 σηματοδότησε το τέλος του γκέτο της Βαρσοβίας.
Ο Γιούργκεν Στρουπ
Σε αναφορά του την ίδια ημέρα, ο Στρουπ έγραψε στον Χάινριχ Χίμλερ, τον επικεφαλής των SS, ότι «δεν υπάρχει πλέον εβραϊκή συνοικία στη Βαρσοβία».
Το γκέτο της Βαρσοβίας είχε χαθεί από προσώπου γης.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις