Ένα πρόσφατο βιβλίο εξετάζει τα ερμηνευτικά, ηθικά και δεοντολογικά ερωτήματα που αντιμετωπίζει η ποιοτική κοινωνική έρευνα στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης
Η Τεχνητή Νοημοσύνη διαμορφώνει νέα συνθήκη και αλλάζει τους «κανόνες του παιχνιδιού» σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής, προσφέροντας μεγάλες δυνατότητες, αλλά και δημιουργώντας νέες προκλήσεις. Αυτές δεν περιορίζονται στο ερώτημα της υποκατάστασης ανθρώπινης εργασίας σε συγκεκριμένους κλάδους, αλλά αφορούν και ανοιχτά ερμηνευτικά, ηθικά και δεοντολογικά ερωτήματα.
Ένα πεδίο τέτοιο είναι και αυτό της κοινωνικής έρευνας. Η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών και εργαλείων στις κοινωνικές επιστήμες δεν είναι ένα τωρινό φαινόμενο. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές εξαρχής αξιοποιήθηκαν για τη στατιστική επεξεργασία δεδομένων και αργότερα το διαδίκτυο για τη συλλογή δεδομένων. Όμως, η χρήση δεν επηρέαζε στον ίδιο βαθμό τον πυρήνα της μεθοδολογίας της κοινωνικής έρευνας. Αυτό δείχνει να αλλάζει από τον τρόπο που η Τεχνητή Νοημοσύνη και οι εφαρμογές της δεν περιορίζονται στη συλλογή, αποθήκευση και στατιστική επεξεργασία δεδομένων, αλλά επεκτείνεται και σε πεδία που αφορούν την κατανόηση και ερμηνεία των δεδομένων. Ουσιαστικά, το ερώτημα που προκύπτει είναι τι γίνεται όταν «ρωτάμε» την Τεχνητή Νοημοσύνη αναζητώντας απαντήσεις στα ερμηνευτικά ζητήματα που αντιμετωπίζουμε.
Και εάν στις πιο θετικιστικές προσεγγίσεις της κοινωνικής έρευνας, αυτές όπου η καθοριστική παράμετρος είναι κατά βάση η συγκέντρωση ποσοτικών δεδομένων από κοινωνικά γεγονότα, που αντιμετωπίζονται ως hard facts και η διαπίστωση στατιστικών τάσεων που λίγο πολύ εμπεριέχουν και την απάντηση στα ερευνητικά ερωτήματα, η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης φαντάζει μια απλή προέκταση της προηγούμενης χρήσης ψηφιακών συστημάτων, τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά σε σχέση με την ποιοτική κοινωνική έρευνα, για την οποία η κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι απλώς ένα σύνολο γεγονότων ή μετρήσιμων κοινωνικών προβλημάτων, αλλά μια ένα σύνθετο πεδίο όπου νοήματα και σημάνσεις βρίσκονται σε διαρκή αναδιαπραγμάτευση μέσα στην ίδια την αλληλεπίδραση των κοινωνικών δρώντων και όπου η ερευνήτρια πρέπει να εισέλθει μέσα σε ένα πεδίο που περιλαμβάνει και τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους τα δρώντα υποκείμενα αντιλαμβάνονται, κατανοούν και στοχάζονται την πραγματικότητα και τη θέση τους μέσα σε αυτή. Στη δεύτερη περίπτωση τίθεται το ερώτημα εάν η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο ή εάν, αντίθετα, η χρήση της ακυρώνει την ερμηνευτική και αναστοχαστική διάσταση που βρίσκεται στον πυρήνα της ποιοτικής κοινωνικής έρευνας.
Αυτά ακριβώς είναι τα ερωτήματα που απασχολούν τον Καθηγητή στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Μάνο Σαββάκη στο βιβλίο του «Από τον HomoInterpretans στον HomoVirtualis. Ερμηνεία, ηθική και δεοντολογία στην ποιοτική κοινωνιολογική έρευνα στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ινστιτούτο του Βιβλίου – Καρδαμίτσα».
Ο Σαββάκης ξεκινά με την υπενθύμιση ότι η ποιοτική κοινωνική έρευνα, που προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο «εκ των έσω», μέσα από τα μάτια των ίδιων των υποκειμένων, σχετίζεται πρωτίστως με μια ερμηνευτική και αναστοχαστική προσέγγιση στην κοινωνιολογία. Σε μια τέτοια προσέγγιση, που προϋποθέτει μια διαρκή αλληλεπίδραση ανάμεσα στην ερευνήτρια και τους συμμετέχοντες, αλλά κα μια συνεχή αναστοχαστική ερμηνευτική προσπάθεια, δεν αρκεί η απλή συγκέντρωση και επεξεργασία πραγματολογικών δεδομένων και γεγονότων. Αυτό γεννά τα ερωτήματα για τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αυτή «πρωτίστως λειτουργεί με στατιστικές ακολουθίες πρόγνωσης και οιονεί προβλεπτικά μοντέλα συμπεριφορών» (σ. 72). Όμως, η αναγνώριση στατιστικών μοτίβων δεν υποκαθιστά την ανάγκη ερμηνείας τους, ενώ «η μη γραμμικότητα της κοινωνικής εξέλιξης, ο ρηγματώδης και ασυνεχής χαρακτήρας των κοινωνικών φαινομένων, οι αντινομίες, οι αντιφάσεις, οι παλινωδίες, τα πισωγυρίσμαα, οι κυκλοθυμίες, οι ρήξεις, οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι κρίσεις δεν αποτελούν στατιστικές αποκλίσεις από ένα κανονικό μοντέλο πρόγνωσης, αλλά ζητήματα που χρήζουν κοινωνιολογικής ερμηνείας» (σ. 79). Αυτό σημαίνει ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να συμβάλει στην ανάλυση μεγάλων ποιοτικών δεδομένων, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ερμηνεία τους.
Επιπλέον, ο Σαββάκης υπογραμμίζει ότι υπάρχει ο πραγματικός κίνδυνος τα μοντέλα Τεχνητής Νοημοσύνης να καταλήγουν να ενσωματώνουν στη διάρκεια της «εκπαίδευσης» των αλγορίθμων τους τις ιδεολογικές προκαταλήψεις, ανισότητες και μεροληψίες τις οποίες προσπαθεί να αποκαλύψει και αποδομήσει η ποιοτική κοινωνιολογική έρευνα. Αυτό σημαίνει ότι όσο χρήσιμη και καλοδεχούμενη και εάν είναι για την ποιοτική κοινωνική έρευνα η κλίμακα και ταχύτητα επεξεργασίας δεδομένων που προσφέρει η Τεχνητή Νοημοσύνη, δεν υποκαθιστά την αναγκαία ερμηνεία, τον αναστοχασμό και την κριτική αμφισβήτηση από τη μεριά της ερευνήτριας.
Από την άλλη, η χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης στην Ποιοτική Έρευνα εγείρει σημαντικά ηθικά και δεοντολογικά ζητήματα. Ο Σαββάκης εξηγεί πώς αυτά αφορούν τον σεβασμό της ιδιωτικότητας των συμμετεχόντων, την προστασία των προσωπικών δεδομένων, τον αναγκαίο σεβασμό στην ανωνυμία και την εξασφάλιση συγκατάθεσης για την επεξεργασία.
Όμως, τα βασικά προβλήματα αφορούν τον πυρήνα της λειτουργίας των αλγοριθμικών συστημάτων. Η μηχανική μάθηση, που βρίσκεται στον πυρήνα τους γεννά μονομέρειες κατά την προσπάθεια πρόβλεψης μελλοντικών κοινωνικών τάσεων και συλλογικών συμπεριφορών, ενώ όπως υπογραμμίζει ο Σαββάκης, αυτό επιτείνεται από τους κοινωνικοοικονομικούς όρους μέσα στους οποίους εξελίσσονται τέτοια συστήματα, τις εταιρείες που τα αναπτύσσουν, τις χρηματοδοτήσεις ή χορηγίες που δέχονται, κάτι που φέρνει στο προσκήνιο τη διαπίστωση ότι η τεχνολογική ουδετερότητα αποτελεί περισσότερο ένα ιδεολογικό μύθευμα.
Για τον Σαββάκη η διαπίστωση των αναπόφευκτων μεροληψιών σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη για κριτικό αναστοχασμό. Διαφορετικά, οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι και δεν αφορούν στενά την κοινωνική έρευνα αλλά και τη διαδικασία πολιτικών αποφάσεων, εάν αναλογιστούμε και τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης σε όλο το φάσμα της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής: «Η υποκατάσταση της συλλογικής κρίσης και των διαδικασιών λήψης πολιτικών αποφάσεων – ακόμη και με απολύτως δημοκρατικά και τυπικά μέσα – μέσα από τον αλγοριθμικό αυτοματισμό, χωρίς θεσμικά αντίβαρα, κριτικά φίλτρα και συμμετοχικούς μηχανισμούς, αποτελεί εύλογο αντικείμενο έντονης κοινωνιολογικής κριτικής και συνιστά πρόκληση για κάθε ερευνητή που τιμά την επιστημονική δεοντολογία και την κριτική σκέψη» (σ. 172). Αυτό εξηγεί γιατί τα ζητήματα που αφορούν την ποιοτική κοινωνική έρευνα δεν αφορούν στενά τον χώρο της κοινωνιολογίας: «Η υποτίμηση της κοινωνικής ερμηνείας και του κριτικού αναστοχασμού δεν αποτελεί απλώς πολιτισμική ή φιλοσοφική απώλεια, αλλά μια ουσιαστική κοινωνική και δημοκρατική απειλή» (σ. 181).
Ο Σαββάκης εντάσσει αυτή την προσέγγιση στην αναμέτρηση με έναν ευρύτερο μετασχηματισμό στις σύγχρονες κοινωνίες. Υποστηρίζει ότι η κυριαρχία των ψηφιακών τεχνολογιών και η αύξηση των εικονικών επαφών σηματοδοτεί τη μετάβαση «από το ερμηνευτικό, αναστοχαστικό και κοινωνικά ενεργό υποκείμενο (homointerpretans) στον ψηφιακά δομημένο, τεχνολογικά διαμεσολαβημένο, εικονικά αποτυπώσιμο άνθρωπο (homovirtualis)» (σ. 198). Αυτό εξηγεί και γιατί η μετάβαση στην αλγοριθμική μορφή γνώσης συνεπάγεται έναν συνολικότερο κοινωνικό μετασχηματισμό που δεν απειλεί μόνο τον πυρήνα μιας ερμηνευτικής προσέγγισης, αλλά και συνεπάγεται την παγίωση και νομιμοποίηση δομικών ανισοτήτων. Επομένως, η ποιοτική κοινωνιολογική έρευνα μπορεί να λειτουργήσει ως «αντίβαρο στην τεχνοκρατική κυριαρχία» (σ. 201), τις κραυγαλέες αντιφάσεις και τις δομικές ανισότητες και να αναδείξει ότι τα κοινωνικά ζητήματα δεν επιλύονται μόνο με τεχνολογία.
Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης απλώς και μόνο ως μια τεχνική εξέλιξη. Σε κανένα βαθμό δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία, αντίθετα λειτουργεί και ως μηχανισμός αναπαραγωγής υπαρκτών ανισοτήτων και υπονόμευσης δημοκρατικών διαδικασιών. Αυτό σημαίνει ότι οι κοινωνικές επιστήμες έχουν έναν ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο να παίξουν στη διαδικασία σχεδιασμού και ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης. Μόνο έτσι μπορούν να απαντηθούν τα πολύ υπαρκτά ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας που ήδη έχουν εγερθεί, αλλά και να δημιουργηθούν συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που να λαμβάνουν υπόψη τους την ίδια την πολλαπλότητα των κοινωνιών, τη συνθετότητα των νοηματοδοτήσεων αλλά και την αναπόφευκτη συγκρουσιακότητα των αιτημάτων και των αναγκών. Πράγμα που σημαίνει ότι: «οι κοινωνικές επιστήμες μπορούν να προσφέρουν λύσεις για τη δημιουργία ανθρωποκεντρικών, δημοκρατικών και κοινωνικά επωφελών και χρήσιμων συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης» (σ. 202).