Η ατζέντα της δημόσιας συζήτησης σήμερα σε μεγάλο βαθμό χειραγωγείται και κατασκευάζεται. Κάποιος πρέπει να τη γειώσει ξανά στην πραγματικότητα και στα κρίσιμα θέματα.
Η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να τιθασεύσει την ακρίβεια, ιδίως στα αγαθά και τις υπηρεσίες που αφορούν τα λαϊκά στρώματα. Δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει ένα αναπτυξιακό μοντέλο που να στηρίζεται σε κλάδους με υψηλή προστιθέμενη αξία και όχι μόνο στον τουρισμό και το real estate. Δεν έχει λύσει σοβαρά προβλήματα στη δημόσια εκπαίδευση και στη δημόσια υγεία. Αντιθέτως έχει προσθέσει και νέα προβλήματα σε αυτά που ήδη υπήρχαν. Δεν έχει μπορέσει να αναβαθμίσει τη θέση της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή, την ώρα που η Τουρκία έχει καταφέρει να αναγορευτεί σε αναπόφευκτο συνομιλητή.
Δείτε για παράδειγμα πώς χειρίστηκε δύο πρόσφατα ζητήματα:
Το ένα ήταν αυτό που αφορούσε το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Κατάφερε να διαμορφώσει ένα κλίμα και να δημιουργήσει ένα επί της ουσίας ανύπαρκτο θέμα, την υποτιθέμενη έλλειψη σεβασμού στο μνημείο εξαιτίας των κινητοποιήσεων εκεί, να υποχρεώσει τους πάντες να τοποθετηθούν πάνω σε αυτό και να περάσει νομοθετική ρύθμιση, που παρότι βαθιά αυταρχική στον πυρήνα της κατορθώνει να συσπειρώνει το δικό της ακροατήριο και κυρίως ενεργοποιώντας συντηρητικά αντανακλαστικά να το κάνει εχθρικό απέναντι στις τοποθετήσεις της αντιπολίτευσης. Πάνω από όλα κατάφερε να καθόμαστε να συζητάμε για το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη αντί για την πολιτική ουσία που είναι η συστηματική προσπάθεια της κυβέρνησης να αποσείσει κάθε δική της ευθύνη για την τραγωδία στα Τέμπη.
Το άλλο ήταν αυτό που αφορούσε την κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου, όπου κατάφερε να συζητάνε τα Μέσα εάν έπρεπε να πάνε υψηλόβαθμα στελέχη της αντιπολίτευσης στη κηδεία ενός τραγουδοποιού το έργο του οποίου αγαπήθηκε από όλη τη χώρα (και θα συνεχίσει να αγαπιέται), αλλά τα τελευταία χρόνια είχε κατά βάση ταυτιστεί πολιτικά με την κυβερνητική παράταξη. Δηλαδή, αντί απλώς να τιμάμε τη μνήμη του – με όποιο τρόπο επιλέγει ο καθένας – ή να συζητάμε για την αξία που είχε η ποιοτική τέχνη καταλήξαμε να συζητάμε ποιος είναι ευπρεπής ή απρεπής. Και βεβαίως αυτή η αντιπαράθεση – που η κυβέρνηση τη μεθόδευσε γιατί θεώρησε ότι έτσι φαινόταν πιο ανοιχτόκαρδη και σεβαστική απέναντι σε έναν σπουδαίο καλλιτέχνη – είχε και πάλι ως αποτέλεσμα να παραγκωνιστούν άλλα σοβαρά θέματα από την επικαιρότητα. Και πρωτίστως όλα αυτά που αφορούν την πραγματική αποτυχία της κυβέρνησης σε κρίσιμες διαστάσεις του κυβερνητικού έργου που αφορούν τη ζωή και το μέλλον της πλειοψηφίας της κοινωνίας.
Βεβαίως, όλοι μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί το κάνει η κυβέρνηση και γιατί αξιοποιεί και τη δυνατότητα να συντονίζει τα «φίλια» ΜΜΕ σε αυτή την κατεύθυνση. Το ερώτημα είναι γιατί όλοι οι άλλοι την ακολουθούν.
Και εδώ οι απαντήσεις μας φέρνουν αντιμέτωπους με τον πυρήνα του ερωτήματος: την αδυναμία διαμόρφωσης πειστικής εναλλακτικής στη χώρα μας.
Γιατί η αντιπολίτευση σε μεγάλο βαθμό «εθίστηκε» σε μια αντίληψη της δημοσιότητας που επικεντρώνοντας στο ένα ή το άλλο επιφαινόμενο νομίζει ότι «σφυροκοπά» την κυβέρνηση ή τους υπουργούς της (αναλογιστείτε πόσο χρόνο αφιερώνουμε στις διάφορες άστοχες αναρτήσεις υπουργών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης), ενώ στην πραγματικότητα απλώς χαρίζει πολιτικό χρόνο στην κυβέρνηση γιατί πολύ απλά δεν εστιάζει στην αποδόμηση των κρίσιμων κυβερνητικών επιλογών και πρωτίστως στην κατάθεση εναλλακτικών λύσεων.
Γιατί και η αντιπολίτευση σήμερα βολεύεται σε μια δημοσιότητα που σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από την αισθητική των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τις έντονες αλλά αβαθείς «μάχες» που ξεσπούν εκεί.
Γιατί πέραν συνθημάτων ή αναπαραγωγής αιτημάτων κοινωνικών κλάδων, σοβαρή δουλειά για την επεξεργασία διαφορετικών πολιτικών δεν γίνεται. Πόσες επεξεργασμένες προτάσεις μεγάλων μεταρρυθμίσεων, επεξεργασμένων μέχρι του επιπέδου των προσχεδίων νόμων, έχετε ακούσει από την προοδευτική αντιπολίτευση το τελευταίο διάστημα;
Με αποτέλεσμα η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, μια κυβέρνηση αντικειμενικά από τις πιο «στριμωγμένες» των τελευταίων ετών – με δημοσκοπικές χαμηλές πτήσεις, κοινωνικά προβλήματα που παροξύνονται, γεωπολιτικές προκλήσεις που προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχουν, κρίση των θεσμών και κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς – να κατορθώνει να διατηρεί την πρωτοβουλία και να ορίζει την «ατζέντα».
Προφανώς είναι μια στρατηγική κοντόθωρη, αλλά όσο η αντιπολίτευση δεν στρέφει τη συζήτηση στη «μεγάλη εικόνα» και τα σοβαρά προβλήματα, θα συνεχίσει να αποδίδει. Και θα εξακολουθήσει – κάτι που συμφέρει την κυβέρνηση – να κάνει τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν με δυσπιστία συνολικά την πολιτική.
Και το κυρίαρχο πλέον αίτημα πολιτικής αλλαγής θα μένει μετέωρο, να υπονομεύεται από την επίσης βολική για το σύστημα και την κυβέρνηση άποψη ότι δεν υπάρχει εφικτή και αξιόπιστη εναλλακτική. Ο δρόμος λοιπόν για όποιον θέλει να δώσει σάρκα και οστά στο αίτημα αλλαγής και διέξοδο σε μια κοινωνία που ασφυκτιά είναι δύσκολος αλλά καθαρός. Αυτοί που ενδιαφέρονται για να υπάρξει μια άλλη πορεία του τόπου πρέπει να κλείσουν τα αυτιά τους στις σειρήνες αυτού του είδους πολιτικής αντιπαράθεσης. Να απέχουν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους προβληματικούς τρόπους που διεξάγεται η πολιτική συζήτηση εκεί. Να μην «τσιμπάνε» στον τρόπο που η κυβέρνηση «σηκώνει» το ένα ή το άλλο «θέμα», στην προσπάθεια να μετατοπίσει την ατζέντα από τα πραγματικά ζητήματα. Να ανοίξουν με δική τους πρωτοβουλία και με επεξεργασμένες θέσεις τα κρίσιμα θέματα, αυτά που όντως αφορούν τους πολίτες και να υποχρεώσουν την κυβέρνηση να απολογηθεί.
Κοντολογίς να θυμηθούν ξανά τι σημαίνει πολιτική, να αφήσουν την ευκολία του «αντανακλαστικού» και να κάνουν τον κόπο της σκέψης που απαιτούν οι καιροί.
Η παράσταση «Nomsferatu» έρχεται στο Θέατρο 104, για 10 μόνο παραστάσεις. Βασίζεται σε μία από τις πιο εμβληματικές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου τρόμου: το Nosferatu του Φ. Β. Μουρνάου.