Οι αμπελουργοί δεν μένουν για πολύ καιρό στην Ελλάδα. Κυρίως εδώ παραθερίζουν, πριν επιστρέψουν σε περιοχές της Ινδίας όπου κυρίως περνούν τον χειμώνα. Όμως, τους μήνες που μένουν, αποτελούν αυτά τα μικρά πτηνά με το χαρακτηριστικό μαύρο και κίτρινο χρώμα, ιδίως των αρσενικών, μια πολύ χαρακτηριστική παρουσία πριν ξαναφύγουν.
Σε αυτούς τους αμπελουργούς αναφέρεται ο τίτλος της πιο πρόσφατης ποιητικής συλλογής του Διονύση Καψάλη «Όπως οι αμπελουργοί», που κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες από τις εκδόσεις Άγρα.
Ποιητής από τους πιο σημαντικούς που έχουμε και από αυτούς που επέλεξαν να ακολουθήσουν το δρόμο ενός σύγχρονου λυρισμού, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή, θέλοντας να αποκαταστήσουν το ρήγμα στη σχέση ανάμεσα σε ελληνική ποίηση και λυρική μορφή που ιδίως από τη γενιά του ’30 (πιο σωστά μια ορισμένη πρόσληψη της γενιάς του ’30) φάνηκε να ανοίγει, ο Καψάλης έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμα στη νεοελληνική ποίηση.
Στην ποιητική ωριμότητα εδώ και καιρό, με όλη τη σκευή της ποιητικής του διαδρομής αλλά και με την αναμέτρησήν του, ως μελετητή αλλά και μεταφραστή, με την ιστορία του λυρισμού, γράψει ποίηση με την απλότητα αλλά και την πυκνότητα που αναλογεί σε έναν ποιητή που δεν έχει ανάγκη να αποδείξει οτιδήποτε, αλλά απλώς να πει αυτά που θέλει.
Τα θέματα που διαπερνούν το «Όπως οι αμπελουργοί» έχουν να κάνουν με το βάρος χρόνου και της μνήμης. Τον τόνο δίνουν οι πρώτοι στίχοι: «Άλλο ένα βράδυ που δεν ξέρω / κι αν ξέρω, πάλι δεν μπορώ να πω· / απόδημος στην άκρη της ζωής μου,/ δεν έχω βρει τον τρόπο ή τον τόνο / όπως τα μέρη τους οι αμπελουργοί, δεν έχω βρει τον δρόμο να γυρίσω·/μεταναστεύοντας μέσα στα χρόνια/μνήμη δεν έχω βρει ν’ αναπαυθώ.»
Το βάρος της απώλειας μέσα στη μνήμη επανέρχεται σε διάφορα σημεία: «ο φίλος που έγραφε τον άνεμο / με φύλλα μπανανιάς, με φύλλα δάφνης / έφυγε για τον πάνω Αστρομερίτη / τον πήρε φθονερός παράδεισος, / κι η μνήμη ανασκαλεύει το κενό / όπως η γλώσσα το βγαλμένο δόντι». Αποτυπώνεται ακόμη σε ένα στίχο που επαναλαμβάνεται ως μοτίβο: «Αυτοί που θα’ ταν δρόμος γίναν δάκρυ».
Όμως, θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι αυτό που βγαίνει είναι απλώς μια μελαγχολία. Περισσότερο, το πώς μέσα στην ίδια την πορεία του χρόνου, πάντα υπάρχει χώρος για την προσμονή. Αυτό φαίνεται στο τελευταίο μέρος του ποιήματος που φέρει τον τίτλο της συλλογής, μια ανάμνηση από πανηγυριώτες που ανεβαίνουν παραμονές γιορτής στο Μαύρο Χωριό της Σίφνου για να καταλήξει στο ακόλουθο τρίστιχο: «Πώς ο καθένας θα’ χει τη ζωή του, / όπως ο αμπελουργός το φτέρωμά του / κι η προσμονή τόπο να ξημερώσει».
Το δεύτερο ποίημα που ολοκληρώνει τη συλλογή, η Σύναξη, είναι μια ελεγειακή περιγραφή μιας εκδρομής στον τόπο και τον χρόνο τοπίων κυρίως της βόρειας χώρας, την οποία κάνουν τέσσερις φίλοι κι ένας «απρόφερτος απών» αναζητώντας «τον τόπο που τον λένε Σύναξ, πάλι καταλήγει στην ίδια αίσθηση, ότι η απάντηση στο βάρος του χρόνου και της μνήμης να είναι τελικά ακριβώς ότι ο χρόνος είναι πάντα προσδοκία κι επίγνωση ότι θα έρθουν και άλλοι που μπορεί να «ανταμώσουν / τον μήνα τον γλυκό μετά τον τρύγο / σαν φίλοι στον αρχαίο ελαιώνα / και πιούν από το κρασί του Μάρωνα»
Όμως, πέρα από τη θεματική έχουμε και τον ίδιο το στίχο, την απουσία οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί περιττό, το μέτρο που γίνεται ρυθμός και όχι απλώς μηχανική χρονομέτρηση, την εναλλαγή της αφαίρεσης και της σαφήνειας, την αποφυγή του συναισθηματισμού και την επιλογή μιας φόρτισης πραγματικής. Κοντολογίς, όλα τα χνάρια ενός αυθεντικού λυρισμού.
(Η κεντρική φωτογροφία είναι του Mark S Jobling και επεικονίζει έναν αμπελουργό στη Λέσβο)