Η κατάρρευση είναι γενική, δεν περιορίζεται στον πολιτικό χώρο. Έχουμε πια στις ψυχές μας τη χωματερή γεύση του ιστορικού τέλους της φυλής ή του γένους. Επιζήσαμε κάπου τρεις χιλιάδες χρόνια. Οι σημερινοί καιροί είναι οι πιο αμείλικτοι, δεν έχουμε δυνάμεις να αντισταθούμε.
Και δεν ήταν βέβαια η πολεμική μας ισχύς, ούτε η πολιτική μας ομοψυχία και ενότητα που μας διέσωσαν σε μια τόσο μακραίωνη ιστορική πορεία. Ήταν κάτι άλλο: Αντιπροσωπεύαμε και ενσαρκώναμε ένα ξεχωριστό νόημα βίου και τρόπο βίου, δηλαδή έναν ξεχωριστό πολιτισμό. Αυτόν που έρχονται να σπουδάσουν οι ξένοι, ακόμα σήμερα, στα ερείπια των αρχαίων ναών μας και στις βυζαντινές εικόνες και στη λαϊκή αρχιτεκτονική και στην ορθόδοξη λατρεία και στη γλώσσα μας.
Όμως για τολμήστε να μιλήσετε για ελληνικό πολιτισμό στο σημερινό μας υπουργείο της Παιδείας ή στο κωμικό μας Κ.Ε.Μ.Ε. (σ.σ. Κέντρο Εκπαιδευτικών Μελετών και Επιμόρφωσης) ή και στους «προοδευτικούς» πανεπιστημιακούς μας. Θα σας περιγελάσουν σαν απλοϊκό ιδεαλιστή που δεν κατάλαβε ακόμα ότι Ιστορία σημαίνει υλικές παραγωγικές σχέσεις, και τίποτε άλλο.
Ο τόπος διαλύεται, καταρρέει. Κι όμως, τα τελευταία τριάντα χρόνια τα φαινόμενα έδειχναν μια πορεία ανοδική, ραγδαίας «ανάπτυξης», «προόδου», «ευημερίας». Οι συνθήκες καθημερινού βίου και του τελευταίου Έλληνα άλλαξαν ριζικά. Ο ηλεκτρισμός παντού, οι δρόμοι, ο τουρισμός και το συνάλλαγμα, τα βιομηχανικά προϊόντα σε κάθε σπίτι, το «διαμέρισμα», τα αγροτικά μηχανήματα, τα αναρίθμητα «κέντρα διασκέδασης» παντού, έφεραν μια αλλαγή που θα φαινόταν παραμυθένια αν κάποιος την προφήτευε πριν σαράντα χρόνια.
Ταυτόχρονα, για μακρό διάστημα η εθνική μας αυτοσυνειδησία συντηρήθηκε στο επίπεδο μιας ρομαντικής ιδεοληψίας: Πατρίς – θρησκεία – οικογένεια, καθαρεύουσα γλώσσα, κλασικά γράμματα, εξωραϊσμός της Ιστορίας και των προγόνων. Γενιές ολόκληρες στήριξαν πάνω σε αυτά ένα κάποιο νόημα του καθημερινού τους βίου. Και μιαν αίσθηση ηθικού χρέους, μιαν αξιοπρέπεια στη συμπεριφορά.
Σήμερα ξέρουμε ότι και η εθνική μας συνείδηση και η οικονομική μας ανάπτυξη είχαν ξύλινα ποδάρια. Ξύλινα ποδάρια δεν σημαίνει απλώς λάθη στον προγραμματισμό ή εύνοια σε προνομιούχους ή ρεμούλες και διοικητική διαφθορά. Αυτά υπάρχουν παντού και πάντοτε — «έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η» (σ.σ. «όσο η φύση του ανθρώπου παραμένει ίδια»), καθώς έλεγε ο Θουκυδίδης. Ξύλινα ποδάρια σημαίνει σαθρή υποδομή, δηλαδή αδιαφορία και ανυποψίαστη αφέλεια στον προσδιορισμό των ουσιωδών του βίου. Όλα —και η εθνική αυτοσυνειδησία και τα οικονομικά προγράμματα— χτίστηκαν όπως και οι πολυκατοικίες της Αθήνας: Για το εφήμερο, βραχυπρόθεσμο κέρδος. Δίχως απώτερες προοπτικές και δίχως υποψία για τα ουσιώδη ερωτήματα: Ποιοι είμαστε εμείς που έχουμε να ζήσουμε σε αυτό τον τόπο, και ποιες οι πραγματικές μας ανάγκες.
Η όποια πίστη στη μεγαλοστομία των διακοσμητικών ιδεωδών μας κατεδαφίστηκε με πάταγο στα χρόνια της δικτατορίας. Και τότε βγήκαμε στην αγορά αναζητώντας κανούργιο φανταχτερό φτιασίδι για τη γύμνια μας. Με ταχύτητα νεόκοπης μόδας άρχισε να φοριέται η «προοδευτικότητα»: Ένας νεκραναστημένος διαφωτισμός, παρδαλό μίγμα κοραϊσμού και αριστερισμού, δυτικοπληξίας και λαϊκισμού. Κι η ψιμυθίωση (σ.σ. εξωραϊσμός, ωραιοποίηση) των πάντων με κάποια ξέφτια παλαιοντολογικού μαρξισμού —«επιστημονικού» οπωσδήποτε— της γενιάς του ’20. Και η μόδα έγινε μάρκετινγκ, μπήκε αδυσώπητα στο πολιτικό παιχνίδι, θρυμμάτισε και εξαφάνισε προϋποθέσεις και κανόνες για τη λειτουργία της δημοκρατίας, μεταμόρφωσε τους πολίτες σε οπαδούς — σε μαριονέτες που χοροπηδάνε κάτω από τα πολιτικά μπαλκόνια. Το τραγικότερο: Διέλυσε την παιδεία, αχρήστεψε τη γλώσσα του λαού.
Για να φτάσουμε σήμερα και στην οικονομική κατάρρευση που συντρίβει τα ξυλοπόδαρα της καταναλωτικής μας ευζωίας. Προοπτικές ανάκαμψης; — μα είναι αστείο και να προφέρουμε τη λέξη. Ποιος να δουλέψει και γιατί, όταν η κυρίαρχη ιδεολογία μάς επιβάλλει έναν και μόνο στόχο: Την κτηνώδη απαίτηση της ατομικής εξασφάλισης, την κατάλυση και ισοπέδωση κάθε αξιολογικής ιεραρχίας, την «ευελιξία» του ψεύδους, τη στεγνή και φτηνή υλιστική ερμηνεία της ύπαρξής μας στον κόσμο.
Διαβάζουμε στα βιβλία πως κάποτε οι Έλληνες ήταν έτοιμοι και να πεθάνουν για την πατρίδα τους. Σήμερα μοιάζει να κηδεύουμε καθημερινά την πατρίδα, και η μακάβρια εκφορά είναι σχεδόν μια πράξη ρουτίνας. Πού θα τελειώσει αυτό το ανεπίγνωστο ξόδι, κανένας δεν ξέρει. Θα τελειώσει με μια τουρκική κατάκτηση, με επανάληψη της τραγωδίας του γειτονικού μας Λιβάνου, με απορρόφησή μας από την Ευρώπη, με τον μετασχηματισμό μας σε προτεκτοράτο κάποιας Υπερδύναμης — μικρή σημασία έχει. Το τέλος μας έχει ουσιαστικά κριθεί από τις επιλογές μας.
*Απόσπασμα από επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά, που έφερε τον τίτλο «Θρηνητική εικασία» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 24 Νοεμβρίου 1985.
Το κείμενο του Γιανναρά προβάλλεται ως συνέχεια και προέκταση —κατά τη δική μας τουλάχιστον αντίληψη— του συλλογισμού που διατυπώνει ο Χρίστος Τσολάκης στο προ ολίγων ωρών δημοσιευθέν άρθρο μας.
Δύο σημαντικοί πνευματικοί άνθρωποι, κάθε άλλο παρά «απλοϊκοί ιδεαλιστές», κάνουν λόγο για την ιδιοπροσωπία του ελληνικού πολιτισμού, για παιδευτικές αξίες και για ηθικές επιταγές, για τα ουσιώδη του βίου και για τον αγώνα που οφείλουμε να δίνουμε αδιάκοπα. Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω…
Τα συστατικά του χυμού παντζαριού υποστηρίζουν την καρδιά και την κυκλοφορία του αίματος, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη φυσική ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.