Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Η αχαλίνωτη γλώσσα της κωμωδίας (Μέρος Ε’)
Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και ο Πλούταρχος αντιτίθενται σαφώς στη διακωμώδηση της γλώσσας και στην αναπαράσταση-διαστρέβλωση της πραγματικότητας υπό το πρίσμα της παρωδίας
Στις κωμωδίες του Μενάνδρου παρατηρείται μια μετατόπιση του δραματικού είδους προς την κατεύθυνση του ρεαλισμού, γεγονός που αποτυπώνεται στην ποιητική γλώσσα με τη ρεαλιστική αναπαραγωγή καθημερινών διαλόγων. Έτσι, στα έργα του σημαντικότερου εκπροσώπου της Νέας Αθηναϊκής Κωμωδίας των Ελληνιστικών Χρόνων απαντούν φράσεις σύντομες και ταχέως εναλλασσόμενες, με συχνές αλλαγές ομιλητών μέσα στον ίδιο στίχο και χωρίς ίχνος μετρικού εξαναγκασμού. Αστείο τόνο στους διαλόγους προσδίδουν στοιχεία όπως οι αλληλοδιάδοχες ερωτήσεις, επαναλήψεις, αντιθέσεις, αντιφάσεις και ασάφειες, που μαρτυρούν την αδυναμία ομαλής επικοινωνίας και συνεννόησης των συνομιλητών.
Αυτό που πρέπει προπάντων να συγκρατήσουμε είναι ότι στα κωμικά δράματα του Μενάνδρου το μείζον δεν είναι το λεξιλόγιο, αλλά το ύφος, το λεπταίσθητο και ραφιναρισμένο ύφος. Κάνοντας χρήση ενός λεπτού χιούμορ και συγκεκριμένων υφολογικών τεχνικών, ο σπουδαίος κωμωδιογράφος εμπλέκει τους ήρωές του σε απίστευτες παρεξηγήσεις και απρόσμενες καταστάσεις, όπου η κωμική διάσταση δεν εντοπίζεται κατ’ αρχήν στα γεγονότα ή τα πρόσωπα καθ’ εαυτά, αλλά στον τρόπο με τον οποίον αυτά παρουσιάζονται, δηλαδή στη σκοπιά από την οποία τα προσεγγίζει κατά περίπτωση ο εν λόγω δεξιοτέχνης του κωμικού θεατρικού είδους.
Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στη γλώσσα της αρχαίας κωμωδίας, κρίνουμε σκόπιμο να υπογραμμίσουμε ότι δύο από τις κορυφαίες πνευματικές προσωπικότητες της κλασικής αρχαιότητας, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, και μαζί τους ο πολυγραφότατος συγγραφέας Πλούταρχος, ο διάσημος βιογράφος και φιλόσοφος των δύο πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, αντιτίθενται σαφώς στη διακωμώδηση της γλώσσας και στην αναπαράσταση-διαστρέβλωση της πραγματικότητας υπό το πρίσμα της παρωδίας, στα δύο αυτά δομικά στοιχεία του κωμικού δράματος. Κατά πρώτον, ο Πλάτων θέτει εκτός του εκπαιδευτικού του προγράμματος και του πολιτικού του συστήματος την ποίηση και το θέατρο, ενώ υποστηρίζει ότι η μιμητική τέχνη εν γένει, δεδομένου ότι συγγενεύει με το μέρος εκείνο της ψυχής που βρίσκεται μακριά από τη φρόνηση, είναι ένας παραλογισμός που δεν παράγει κάτι το υγιές ή το αληθινό. Φθάνει μάλιστα στο σημείο να ισχυρίζεται ότι τα ακράτητα γέλια δεν αρμόζουν ούτε στους σπουδαίους ανθρώπους ούτε –πολύ περισσότερο– στους θεούς. Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, διατείνεται ότι στην ποίηση, προπάντων δε στην τραγωδία, δεν αρμόζουν μήτε τα παράλογα –το απίθανο– μήτε οι γλωσσικές ακρότητες, οι οποίες παραβαίνουν τον κανόνα του μέτρου, που (πρέπει να) ισχύει για όλα τα επιμέρους στοιχεία του ύφους του ποιητικού λόγου.
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Πλούταρχος, ο διάσημος βιογράφος και φιλόσοφος των δύο πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων.