
Αιγαίο: Κόντρα στην κυρίαρχη «εθνική μυθολογία»
Αναμέτρηση με τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις στα κρίσιμα εθνικά ζητήματα
Σε παλαιότερο άρθρο μας που έφερε τον τίτλο «Ελληνοτουρκικά: Αυταπάτες και ψευδαισθήσεις» και είχε δημοσιευτεί στη θεματική ενότητα του Ιστορικού Αρχείου στις 24 Σεπτεμβρίου 2024 —την ημέρα εκείνη Μητσοτάκης και Ερντογάν είχαν συναντηθεί στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ—, αναφέρονταν μεταξύ πολλών άλλων τα ακόλουθα:
Από τις πιο προσφιλείς λέξεις στο λεξιλόγιο των καναλιών, σταθμών, εντύπων είναι η «παγίδα». Παγίδα ο διάλογος. Παγίδα η ανάμιξη τού τάδε τρίτου. Παγίδα το δείνα ανακοινωθέν. Η μόνη παγίδα που προφανώς δεν βλέπομε είναι εκείνη που στήνομε εμείς σ’ εμάς τους ίδιους. Όλοι μαζί, πολιτικές ηγεσίες εντός ή εκτός εξουσίας, μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινή γνώμη ανακυκλώνουν επίμονα ιδέες και συνθήματα που σιγά-σιγά μας απομακρύνουν όλους από την πραγματικότητα. Μέσα σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο καταλήγομε να αυτοπαγιδευόμαστε και δεν ξέρομε ύστερα πώς να βγούμε.
Η ευθύνη της κοινής γνώμης είναι η σχετικά μικρότερη. Αυτή την τροφή τής προσφέρουν, αυτά πιστεύει αλλά και αυτά θέλει να πιστεύει. Τα ΜΜΕ τροφοδοτούν την κοινή γνώμη με την τροφή που θέλει, αλλά και τα ίδια τροφοδοτούνται από τις πολιτικές ηγεσίες με αυτά που εκείνες κρίνουν ότι τους αποφέρουν πολιτικό όφελος ή αποτρέπουν πολιτικό κόστος.
[…]
Στο πλέγμα των πολλών και ομολογουμένως περίπλοκων προβλημάτων μας με την Τουρκία λείπει η ολοκληρωμένη ενημέρωση. Αφήνονται έτσι, ή μάλλον καλλιεργούνται, αυταπάτες και ψευδαισθήσεις που καταλήγουν να καθιστούν τις εκάστοτε κυβερνήσεις ή αντιπολιτεύσεις δέσμιες αυτής της παραπληροφόρησης.
[…]
Η ελλειμματική πληροφόρηση της κοινής γνώμης στρεβλώνει τις θέσεις που θα μπορούσαν στερεά να στηρίξουν τις απόψεις μας. Αυτοδεσμεύεται όμως η πολιτική ηγεσία —κυβέρνηση ή/και αντιπολίτευση— και αφήνει τα ΜΜΕ και μέσω αυτών την κοινή γνώμη να την δεσμεύσει σε τέτοια επιχειρηματολογία που γνωρίζει —ή θα έπρεπε να γνωρίζει— ότι δεν είναι η πιο πρόσφορη. Υπεραπλουστεύοντας τα προβλήματα πολιτικές ηγεσίες, ΜΜΕ και κοινή γνώμη δυσχεραίνουν αντί να διευκολύνουν την υποστήριξη των εθνικών μας προβλημάτων.
[…]
Υπάρχει ο κίνδυνος να βρεθούμε σε μια διαπραγμάτευση, μεσολάβηση ή δικαστική διαδικασία έχοντας ρίξει όλη την προσοχή μας σε επιχειρηματολογία έωλη και να φανούμε ανέτοιμοι να προτάξομε τα στερεότερα επιχειρήματά μας.
Η αυτοπαγίδευση σε επιχειρηματολογία που έχει γίνει πια κτήμα της κοινής γνώμης οδηγεί την όποια κυβέρνηση αλλά και την αντιπολίτευση σε ακαμψία και την αποστερεί από κάθε ευχέρεια ελιγμών.
Βεβαίως, οι λέξεις «ασυμβίβαστος», «αδιαπραγμάτευτος», «αταλάντευτος» ηχούν ευχάριστα. Εδώ όμως δεν πρόκειται για διάθεση ενδοτικότητας και υποχωρητικότητας. Αντίθετα, πρόκειται για την αναζήτηση των πιο κατάλληλων όπλων για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας και επεκτατικότητας.
Αυτά είχαν γράψει το Νοέμβριο του 1997 δύο διακεκριμένοι διπλωμάτες με συγγραφική (και πολιτική ο δεύτερος εξ αυτών) δραστηριότητα, ο Βύρων Θεοδωρόπουλος (1920-2010) και ο Ευστάθιος Λαγάκος (1921-2004).
Και δεν ήταν —ευτυχώς— οι μόνοι που στο διάβα του χρόνου αναμετρήθηκαν με τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις στα κρίσιμα εθνικά ζητήματα, οι μόνοι που πάσχισαν να διαφωτίσουν την κοινή γνώμη για τις ελληνοτουρκικές διαφορές, αδιαφορώντας για την έμφυτη ροπή των Ελλήνων προς την κυρίαρχη «εθνική μυθολογία».
Τον ίδιο δρόμο με τους Θεοδωρόπουλο και Λαγάκο, τον δύσβατο και ανηφορικό, είχε πορευτεί περίπου δύο δεκαετίες νωρίτερα ένας εκλεκτός δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο χανιώτης Μανούσος Πλουμίδης (1913-1981). Σε άρθρο του που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 1978 και έφερε τον τίτλο «Το καθεστώς του Αιγαίου», ο Πλουμίδης έγραφε τα ακόλουθα:
Τα ζητήματα που προκάλεσαν οι τουρκικές αυθαιρεσίες και ο τουρκικός επεκτατισμός στο Αιγαίο (σ.σ. το επαναλαμβάνουμε, γίνεται λόγος για το έτος 1978, σχεδόν πριν από μισόν αιώνα), και οι πολλές συζητήσεις που διεξάγονται γύρω από αυτά, δημιούργησαν σ’ ορισμένα στρώματα της κοινής γνώμης σύγχυση σχετικά με το καθεστώς που υπάρχει στη θάλασσα αυτή και τις έννοιες που το προσδιορίζουν. Η διάλυση όμως της συγχύσεως είναι απαραίτητη, γιατί η κοινή γνώμη θα είναι ο τελικός και αποφασιστικός κριτής για τη διαχείριση των εθνικών υποθέσεων. Και αυτή, προκειμένου να κρίνει σωστά, πρέπει να γνωρίζει για τι ακριβώς πρόκειται, ποιο είναι το καθεστώς του Αιγαίου και ποια τα δικαιώματα της Ελλάδας. Ως συμβολή σε μια τέτοια προσπάθεια αποσαφηνίσεως πρέπει να θεωρηθούν αυτά που ακολουθούν. Τα οποία περιορίζονται σ’ ορισμένες βασικές έννοιες και γράφονται με τη βοήθεια γενικών γνώσεων και χωρίς την επίκληση καμιάς, κανενός είδους ειδικότητας.
Θα πρέπει από την αρχή ν’ αποσαφηνισθεί τι είναι το Αιγαίο. Είναι, βέβαια, η θάλασσα που κατά κύριο λόγο εγαλούχησε το Ελληνικό Έθνος και που επέδρασε στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του. Είναι το πεδίο και η αφετηρία της πολλαπλής δραστηριότητάς του. Η θάλασσα στην οποία το Έθνος σε πολλές ιστορικές περιόδους κυριάρχησε πολιτικά και οικονομικά και στην οποία εκρίθη η τύχη του, το μεγαλείο του και η παρακμή του. Η κατ’ εξοχήν «ελληνική θάλασσα». Η «ημετέρα θάλασσα», όπως έλεγαν οι αρχαίοι.
Όμως ποτέ, εκτός από μια μοναδική περίπτωση, το Έθνος δεν είχε αποκλειστική κυριαρχία στο Αιγαίο. Αυτή η μοναδική περίπτωση ήταν στην αρχαία εποχή, έπειτα από τις νίκες του Κίμωνος εναντίον των Περσών, όταν με τη λεγόμενη «συνθήκη του Καλλίου» απαγορεύτηκε στους Πέρσες να πλέουν στο Αιγαίο, και στην ξηρά να προχωρούν σε απόσταση μικρότερη από δύο μέρες έφιππης πορείας προς τις ακτές του. Σαράντα περίπου χρόνια κράτησε το καθεστώς αυτό, ως τα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, που οι Πέρσες ξαναπαρουσιάστηκαν στο Αιγαίο. Και έκτοτε δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε αποκλειστική ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, κατοχυρωμένη μάλιστα με διεθνή συνθήκη. Από την ίδρυση άλλωστε του ελληνικού κράτους, στο Αιγαίο ήσαν πάντοτε παρόντες οι Έλληνες και οι Τούρκοι με τα δικαιώματα που αναγνωρίζει στον καθένα τους το διεθνές δίκαιο, και σ’ ορισμένες περιόδους και άλλοι, όπως οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι. Το Αιγαίο λοιπόν δεν ήταν, ούτε βέβαια είναι, «ελληνική λίμνη», ούτε «θάλασσα αποκλειστικής ελληνικής κυριαρχίας».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.12.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ποιο είναι, λοιπόν, το καθεστώς του Αιγαίου; Θα μπορούσαν ίσως να γίνουν οι ακόλουθες διακρίσεις:
Υπάρχει 1) το καθεστώς κυριαρχίας, που είναι το κατ’ εξοχήν νομικό καθεστώς και στο οποίο περιλαμβάνονται προπαντός η αιγιαλίτιδα ζώνη των δύο παρακτίων χωρών, της Ελλάδας και της Τουρκίας, ο υπερκείμενος στην αιγιαλίτιδα εναέριος χώρος απεριόριστα και η υποκειμένη υδάτινη μάζα, καθώς και ο αντίστοιχος βυθός της θάλασσας.
Το καθεστώς αυτό είναι χώρος εθνικής κυριαρχίας, προσδιορίζεται σ’ ό,τι αφορά στην Ελλάδα από τις παλαιότερες συνθήκες και τις περισσότερο πρόσφατες της Λωζάννης του 1923 και του Παρισιού του 1947, και είναι απόλυτα οριοθετημένο με το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης έχει ορισθεί στο Αιγαίο και από την Ελλάδα και από την Τουρκία σε 6 μίλια από τις ακτές, είτε αυτές είναι ηπειρωτικές είτε νησιωτικές. Με τη διαφορά ότι η Ελλάδα έχει ορίσει από το 1932 τη ζώνη κυριαρχίας της στον εναέριο χώρο σε 10 μίλια, κατά παρέκκλιση από τους ορισμούς του διεθνούς δικαίου που προβλέπουν ότι το πλάτος της ζώνης κυριαρχίας στη θάλασσα, στον υποθαλάσσιο χώρο και στον εναέριο είναι το ίδιο.
2) Το καθεστώς της διεθνούς θάλασσας, στο οποίο περιλαμβάνεται όλη η θάλασσα (η υδάτινη μάζα) του Αιγαίου, που είναι πέρα από τις θαλάσσιες ζώνες κυριαρχίας, τις ελληνικές και τις τουρκικές. Στη διεθνή θάλασσα έχουν, όπως είναι γνωστόν, δικαιώματα ελεύθερης χρήσεως όχι μόνο οι παράκτιες χώρες, όπως προκειμένου για το Αιγαίο η Ελλάδα και η Τουρκία, αλλά όλες γενικά οι χώρες.
3) Το καθεστώς των αποκλειστικών δικαιωμάτων, το οποίο αναφέρεται ειδικά στην υφαλοκρηπίδα. Υφαλοκρηπίδα είναι, ως γνωστόν, ο βυθός της θάλασσας πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη, στον οποίο έχουν δικαιώματα, και μάλιστα αποκλειστικά, οι παράκτιες χώρες, για να διεξάγουν έρευνες και εκμετάλλευση του υπάρχοντος σ’ αυτόν πλούτου.
Το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας είναι μια από τις σοβαρότερες αμφισβητήσεις που έχουν προκαλέσει οι Τούρκοι, την οποία χρησιμοποιούν, εξ άλλου, για να εγείρουν αβάσιμες και αυθαίρετες αξιώσεις για το μισό Αιγαίο. Οι Τούρκοι δεν αναγνωρίζουν ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, που είναι εν τούτοις αρχή θεμελιώδης, που καθιερώνεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1958 και την οποία έχει υιοθετήσει και η Διεθνής Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Οι τουρκικές αμφισβητήσεις δημιούργησαν για την Ελλάδα την ανάγκη να οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα, ώστε να προσδιορισθεί σε ποιες εκτάσεις του βυθού έχει η κάθε μια χώρα αποκλειστικά δικαιώματα. Και τούτο πολύ περισσότερο, αφού η Σύμβαση της Γενεύης, ενώ καθιερώνει τη θεμελιώδη αρχή ότι και τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και όχι μόνο οι ηπειρωτικές ακτές, δεν καθιερώνει, παρά μόνο ενδεικτικώς, τα όρια της υφαλοκρηπίδας. Ορίζει ότι η υφαλοκρηπίδα εκτείνεται από την εξωτερική γραμμή της αιγιαλίτιδας ζώνης ίσαμε εκεί που ο βυθός έχει βάθος 200 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, με δυνατότητα όμως να επεκταθεί και περισσότερο, αν η πρόοδος της τεχνολογίας επιτρέπει την εκμετάλλευση του βυθού και σε μεγαλύτερα βάθη.

Ο Μανούσος Πλουμίδης
4) Τα σύνορα. Στη θάλασσα και στο Αιγαίο, συνεπώς, τα σύνορα που περικλείουν τον εθνικό χώρο προσδιορίζονται από την εξωτερική γραμμή της αιγιαλίτιδας ζώνης και την αντιστοιχία της στον εναέριο χώρο και στον υποθαλάσσιο. Στην υφαλοκρηπίδα, στο βυθό δηλαδή, παρ’ όλο που τα δικαιώματα που ασκούνται σ’ αυτήν είναι αποκλειστικά και ταυτίζονται ως ένα βαθμό (σ’ ό,τι αφορά κυρίως την πλουτολογική εκμετάλλευση) με τα δικαιώματα κυριαρχίας, δεν θεωρούνται, εν τούτοις, κυριαρχικά δικαιώματα. Και γι’ αυτό τα όρια που περικλείουν την υφαλοκρηπίδα είναι ζήτημα αν μπορούν να θεωρηθούν και ως σύνορα εθνικής κυριαρχίας.
Στις περιπτώσεις, εξ άλλου, όπου οι εθνικές περιοχές δύο χωρών είναι η μία απέναντι στην άλλη στη θάλασσα και βρίσκονται σε μικρή απόσταση, ο διαχωρισμός του εθνικού χώρου κάθε μιας γίνεται με τη μέση γραμμή ίσης αποστάσεως. Αυτό συμβαίνει στο Αιγαίο μεταξύ της Λέσβου και της απέναντι τουρκικής ακτής, και το ίδιο στη Χίο, στη Σάμο και στα Δωδεκάνησα. Υπάρχουν όμως στις περιοχές αυτές και διάκενα, όπως μεταξύ Λήμνου και Λέσβου, Λέσβου και Χίου, Χίου και Σάμου, όπου απέναντι στην τουρκική ακτή δεν υπάρχει ελληνική. Εκεί εθνικό τουρκικό σύνορο είναι η εξωτερική γραμμή της τουρκικής αιγιαλίτιδας, πέρα από την οποία υπάρχει ανοικτή θάλασσα, της οποίας βέβαια μπορούν να κάμουν ελεύθερη χρήση και η Τουρκία και η Ελλάδα και κάθε άλλη χώρα.
5) Υπάρχει, τέλος, το καθεστώς των διοικητικών (όπως μπορούν ίσως να χαρακτηρισθούν) ρυθμίσεων, που καθορίζονται με αποφάσεις διεθνών οργανισμών για σκοπούς διεθνούς συμφέροντος. Το καθεστώς αυτό αφορά στον εναέριο χώρο και αναφέρεται στις αποφάσεις της Διεθνούς Οργανώσεως Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO, Οργανώσεως των Ηνωμένων Εθνών), με τις οποίες καθορίζονται οι Περιοχές Ελέγχου Πτήσεων (FIR), για να διευκολύνονται οι αεροπορικές επικοινωνίες και να προλαβαίνονται τα ατυχήματα.
Οι Περιοχές Ελέγχου Πτήσεων περιλαμβάνουν συνήθως τον εναέριο χώρο της περιοχής εθνικής κυριαρχίας, εδαφικής και θαλάσσιας, μιας χώρας και τα όριά τους συμπίπτουν με τα εθνικά σύνορα. Ούτε όμως ο καθορισμός της Περιοχής (FIR) δημιουργεί δικαιώματα κυριαρχίας, ούτε τα όρια της Περιοχής αποτελούν ή συνιστούν πολιτικά, δηλαδή εθνικά, σύνορα.
Στην περίπτωση της Ελλάδας το FIR Αθηνών καλύπτει, βέβαια, ολόκληρο τον ελληνικό εθνικό χώρο, αλλά επιπλέον και χώρο που δεν είναι εθνικός ελληνικός, όπως τα διεθνή ύδατα του Αιγαίου. Και τα όρια του FIR Αθηνών δεν εκτείνονται μόνο ως τα εθνικά ελληνικά σύνορα, αλλά και εκεί που δεν υπάρχουν ελληνικά σύνορα, ως τα θαλάσσια σύνορα της Τουρκίας, όπως συμβαίνει στα διάκενα μεταξύ των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Υπάρχουν, εξ άλλου, και περιπτώσεις όπου τμήματα του εθνικού χώρου μιας χώρας καλύπτονται από τα FIR γειτονικών χωρών, όπως συμβαίνει στη Βραζιλία. Και άλλες περιπτώσεις όπου στο FIR μιας χώρας έχει αρμοδιότητα και το FIR άλλης χώρας. Αυτό συμβαίνει μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, όπου για τις πτήσεις προς Αγγλία έχει αρμοδιότητα το γαλλικό FIR και για τις πτήσεις προς Γαλλία έχει αρμοδιότητα το αγγλικό.
Μ’ αυτά τα δεδομένα οι Περιοχές Ελέγχου Πτήσεων μπορούν να μεταβληθούν με αποφάσεις της Διεθνούς Οργανώσεως Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO) όταν το επιβάλλουν οι ανάγκες και η ασφάλεια των πτήσεων, χωρίς να μπορούν να προβληθούν για τη ματαίωση των μεταβολών επιχειρήματα κυριαρχίας. Στην περίπτωση όμως της Ελλάδας τα πράγματα στο σημείο αυτό είναι κάπως διαφορετικά. Γιατί κάθε μεταβολή στην περιοχή του FIR Αθηνών, όπως προσδιορίσθηκε τελικά το 1958, θα επηρεάσει το σύστημα στρατηγικής επιτηρήσεως και κατά συνέπεια την αμυντική κάλυψη των νησιών. Αλλά η πλευρά αυτή του θέματος υπερβαίνει τα όρια του σημειώματος τούτου, του οποίου σκοπός είναι να δώσει μια συνοπτική εικόνα του νομικού καθεστώτος, καθώς και του διεθνούς «διοικητικού» καθεστώτος, που υφίσταται στο Αιγαίο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις