Δέκα χρόνια μετά, η μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας διχάζει το SPD
Δέκα χρόνια μετά τη μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας που ξεκίνησε ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας του με στόχο να γράψει τους τίτλους τέλους στην εποχή της Άνγκελα Μέρκελ, συζητά ακόμη την κληρονομιά αυτή που διχάζει βαθιά τη γερμανική Αριστερά. Ήταν 14 Μαρτίου του 2003 όταν ο τότε καγκελάριος παρουσίασε τις γενικές γραμμές της «Ατζέντας 2010»...
Δέκα χρόνια μετά τη μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας που ξεκίνησε ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας του με στόχο να γράψει τους τίτλους τέλους στην εποχή της Άνγκελα Μέρκελ, συζητά ακόμη την κληρονομιά αυτή που διχάζει βαθιά τη γερμανική Αριστερά.
Στις 14 Μαρτίου 2003 ο τότε καγκελάριος παρουσίασε στους βουλευτές τις γενικές γραμμές της «Ατζέντας 2010». Στο πρόγραμμα εκείνο περιλαμβάνονταν σκληρές περικοπές στα επιδόματα ανεργίας με στόχο την επανένταξη στην αγορά εργασίας των μακροχρόνια ανέργων. Ήταν η εποχή που το οικονομικό περιοδικό The Economist αποκαλούσε τη Γερμανία «Ο ασθενής της Ευρώπης».
Με το πρόγραμμα εκείνο ο Σρέντερ «αποποιήθηκε το σήμα κατατεθέν [του SPD], την κοινωνική δικαιοσύνη» σημείωσε ο Γενς Βάλτερ, πολιτειολόγος στο Πανεπιστήμιο του Ντίσελντορφ.
Ταυτόχρονα, προκάλεσε την οργή ενός μέρους του κόμματος καθώς και των παραδοσιακών συμμάχων του, των συνδικάτων. Μεταξύ 2003-2008 σχεδόν 130.000 μέλη του κόμματος κατέθεσαν την κομματική ταυτότητά τους, τα εκλογικά ποσοστά των Σοσιαλδημοκρατών μειώθηκαν και ένα νέο αριστερό κόμμα, το Die Linke, επωφελήθηκε από τη δυσαρέσκεια των κεντροαριστερών ψηφοφόρων.
Δέκα χρόνια αργότερα, η Γερμανία περιλαμβάνεται στις ευημερούσες ευρωπαϊκές οικονομίες, το ποσοστό των ανέργων (6,8% το 2012) προκαλεί τη ζήλια των γειτόνων της και η μεγάλη πλειονότητα των οικονομολόγων, καθώς επίσης και η δεξιά, θεωρούν ότι όλα αυτά είναι επακόλουθα των μεταρρυθμίσεων του Σρέντερ.
«Δεν αμφισβητώ το ρόλο που έπαιξε η Ατζέντα 2010 στην ανάπτυξη» είπε την περασμένη εβδομάδα το κομματικό στέλεχος των Φιλελεύθερων (FDP) Ράινερ Μπρίντερλε. «Όμως σήμερα το SPD δεν θέλει να έχει καμία σχέση με την Ατζέντα» προσέθεσε.
Ο Βάλτερ παραδέχτηκε ότι στους κόλπους του κόμματος παρατηρείται μια αντίφαση, μια σχιζοφρένεια που, καθώς διανύουμε μια χρονιά εκλογών, περιπλέκει το έργο που έχει να επιτελέσει ο υποψήφιος του SPD για την καγκελαρία, Πέερ Στάινμπρουκ.
Από τη μία πλευρά, οι Σοσιαλδημοκράτες αισθάνονται υπερήφανοι για την προώθηση μεταρρυθμίσεων που έφεραν καρπούς. Χωρίς αυτές «θα ήμασταν σαν την Ιταλία, τη Γαλλία ή την Ισπανία, θα αντιμετωπίζαμε πιο σοβαρά προβλήματα» δήλωσε ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ.
Από την άλλη, το αίσθημα της προδοσίας απέναντι στη βάση του κόμματος -το οποίο ανέκαθεν βασιζόταν στα λαϊκά στρώματα- παραμένει έντονο. «Λένε ότι έβαλαν τέλος σε ένα φαύλο κύκλο, όμως για πολλούς ανθρώπους εκεί ακριβώς ξεκίνησε ο φαύλος κύκλος» σχολίασε ο πρώην συνδικαλιστής και μέλος του SPD Βόλφγκανγκ Ντένια.
«Όλα όσα αποφάσισε [σ.σ. ο Σρέντερ] στρέφονταν κατά των ψηφοφόρων του SPD, των εργατών και της μεσαίας τάξης» συνέχισε.
Η μαζική στροφή των επιχειρήσεων στις προσωρινές θέσεις εργασίας και η αβεβαιότητα που αισθάνονται οι εργαζόμενοι είναι επίσης μια συνέπεια της Ατζέντας 2010. Οι άνεργοι υποχρεώνονται να δέχονται όποια θέση τους προσφέρεται, καθώς διαφορετικά μπορεί να διακοπεί το επίδομά τους. Ως αποτέλεσμα, οι μισθοί έπεσαν και σήμερα ένας στους δέκα Γερμανούς κερδίζει λιγότερα από 8,50 ευρώ την ώρα.
Σήμερα, μετά την εκλογική πανωλεθρία του 2009, το SPD παραδέχεται ότι οι μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ είχαν ορισμένες δυσμενείς συνέπειες και θέλει να αποκαταστήσει τα πράγματα.
«Για μια νέα κοινωνική ισορροπία στη χώρα» τιτλοφορείται το εκλογικό πρόγραμμα που παρουσίασε τη Δευτέρα. Χωρίς να αγγίζει τις βασικές αρχές της μεταρρύθμισης του 2003, το SPD θέλει να θέσει κανόνες στην προσωρινή απασχόληση, να θεσμοθετήσει κατώτερο μισθό, να αυξήσει τη φορολογία στους έχοντες.
«Τα βάλαμε όλα στο τραπέζι» εξήγησε η Κάνσελ Κιτσιλτέπε, υποψήφια του SPD στην περιφέρεια του Βερολίνου. «Όμως το πρόβλημα της αξιοπιστίας παραμένει. Όσο δεν παραδεχόμαστε ότι ήταν λάθος [σ.σ. οι μεταρρυθμίσεις] δεν θα είμαστε αξιόπιστοι» συμπλήρωσε.
Με βάση τις δημοσκοπήσεις, το SPD σήμερα συγκεντρώνει το 26% της πρόθεσης ψήφου και υπολείπεται κατά 14 μονάδες των Χριστιανοδημοκρατών της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ.