Το νέο τοπίο στις συμβάσεις εργασίας και τους όρους απασχόλησης των εργαζομένων
Το in.gr σε συνεργασία με την Epsilon Net θα δημοσιεύσει σε τρία διαφορετικά άρθρα όλες τις αλλαγές που έχουν γίνει στις εργασιακές σχέσεις, σύμφωνα με την πρόσφατη εργατική νομοθεσία.
Το in.gr σε συνεργασία με την Epsilon Net θα δημοσιεύσει σε τρία διαφορετικά άρθρα όλες τις αλλαγές που έχουν γίνει στις εργασιακές σχέσεις , σύμφωνα με την πρόσφατη εργατική νομοθεσία.Η δομή της παρουσίασης θα γίνει ακολούθως:
Σύμβαση εργασίας είναι η συμφωνία γραπτή ή προφορική, με βάση την οποία ένα ορισμένο άτομο (υπάλληλος, εργάτης, υπηρέτης κ.λπ) που καλείται μισθωτός, αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες του για ορισμένο ή αόριστο χρόνο σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο (εργοδότης), έναντι συμφωνημένου μηνιαίου μισθού ή ημερομισθίου.
Οι ατομικές συμβάσεις εργασίας ορίζονται από το ΠΔ. 156/94, υπογράφονται υποχρεωτικά από τον εργαζόμενο και τον εργοδότη και αναφέρουν τους βασικούς όρους εργασίας, όπως τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης , την ειδικότητα του εργαζόμενου, το ωράριο, τις πάσης φύσεως αποδοχές κ.λπ.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο μισθωτός παρέχει την εργασία του με μισθό, αδιάφορα με τον τρόπο που αυτός καθορίζεται και καταβάλλεται (δηλαδή μηνιαίος μισθός, ημερομίσθιο, με ποσοστά, κατ’ αποκοπή κ.λπ.) και υποβάλλεται έναντι του εργοδότη σε νομική (προσωπική) εξάρτηση, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του εργοδότη να ασκεί εποπτεία και έλεγχο στην παροχή της εργασίας, χωρίς όμως να είναι απαραίτητη και η συνήθως υπάρχουσα οικονομική εξάρτηση. Γενικά στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας κύριος σκοπός είναι η παροχή εργασίας από τον μισθωτό και σ’ αυτόν αποβλέπουν οι συμβαλλόμενοι.
Την έννοια της εξάρτησης δεν καθορίζει διάταξη νόμου, αλλά την έχει επεξεργαστεί και καθορίσει τόσο η θεωρία όσο και η δικαστηριακή νομολογία.
Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.3846/2010 «η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ’ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες.»
Α’ ΜΕΡΟΣ – ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1. Είδη συμβάσεων εργασίας
Η σύμβαση εργασίας είναι δυνατόν να συμφωνηθεί, είτε για ορισμένο είτε για αόριστο χρόνο.
Από τα άρθρα 648 και 669 του Α.Κ. προκύπτει ότι:
• Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν δεν καθορίζεται η χρονική διάρκεια της και δεν συνάγεται από το είδος και το σκοπό αυτής.
• Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει όταν συμφωνηθεί ρητώς ή σιωπηρώς ορισμένη διάρκεια χρόνου εργασίας ή μέχρι την επέλευση ορισμένου γεγονότος ή προκύπτει προφανώς αυτή από το είδος και τη φύση της εργασίας για την οποία έχει προσληφθεί ο μισθωτός. Δηλαδή όταν συμφωνείται ρητώς ή σιωπηρώς ορισμένο χρονικό σημείο λήξης της εργασίας.
Η βασική διαφορά μεταξύ της σύμβασης εργασίας αορίστου και ορισμένου χρόνου είναι ότι, η μεν πρώτη λήγει μόνο με καταγγελία από τον εργοδότη ή το μισθωτό, και αφού βέβαια καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, ενώ η δεύτερη παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος ή τελειώσει η εκτέλεση του έργου για το οποίο συμφωνήθηκε, χωρίς να απαιτείται καταγγελία της και καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης.
• Σύμβαση πλήρους απασχόλησης
Ως σύμβαση πλήρους απασχόληση θεωρείται η σύμβαση που αναφέρεται σε εξαρτημένη εργασία με πλήρες ωράριο (συνήθως 40 ώρες την εβδομάδα) και για όλες τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, όπως αναφέρονται στη σχετική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
• Σύμβαση μερικής απασχόλησης
Ως συμβάσεις μερικής απασχόλησης θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εξαρτημένης εργασίας, των οποίων οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το κανονικό ημερήσιο ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση.
Συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση θεωρείται κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, με τις ίδιες συνθήκες απασχόλησης. Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στη συλλογική ρύθμιση στην οποία θα υπαγόταν ο εργαζόμενος αν είχε προσληφθεί με πλήρη απασχόληση. Οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους συγκρίσιμους εργαζόμενους με κανονική απασχόληση, εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι οι οποίοι τη δικαιολογούν, όπως π.χ. η διαφοροποίηση στο ωράριο εργασίας. (παρ. 2 άρθρο 38 Ν. 1892/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν.3846/10)
• Σύμβαση εκ περιτροπής απασχόλησης
Ως εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας για λιγότερες από τις κανονικές ημέρες την εβδομάδα ή λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή εκ περιτροπής απασχόληση. (παρ. 3 άρθρο 38 Ν. 1892/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν.3846/10)
Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του, ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννιά (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 240/2006 και του Ν. 1767/1988. (παρ.3 άρθρο 17 Ν. 3899/2011)
Πρακτικά σημαίνει π.χ. ότι αντί 5νθήμερης απασχόλησης με οκτώ ώρες την ημέρα, 40 ώρες την εβδομάδα (μορφή πλήρους απασχόλησης), να συμφωνήσουν ή να επιβληθεί από τον εργοδότη, εργασία από μία μέχρι τέσσερις ημέρες την εβδομάδα επί οκτώ ώρες την ημέρα (8, 16, 24, 32 ώρες την εβδομάδα), ή πρώτη και τρίτη εβδομάδα κάθε μήνα, ή δεύτερο, τέταρτο, έκτο, κ.λ.π. μήνα το έτος, ή συνδυασμός όλων αυτών.
2. Άλλα είδη συμβάσεων
Εκτός από την σύμβαση ορισμένου και αορίστου χρόνου υπάρχει ένα πλήθος άλλων συμβάσεων που αναφέρονται ως συγγενείς συμβάσεις. Η διάκρισή τους είναι μέγιστης σημασίας καθώς σύμφωνα με τα πολιτικά δικαστήρια οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας εφαρμόζονται μόνο στις συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας.
Παρακάτω αναφέρουμε ορισμένες από τις πιο γνωστές.
Σύμβαση μίσθωσης έργου
Στη σύμβαση μίσθωσης έργου δίνεται βάση στο έργο που πρόκειται να εκτελεστεί και να παραδοθεί και όχι στο χρονικό διάστημα και στην προσφερόμενη εργασία που απαιτείται για την ολοκλήρωσή του. Δηλαδή, στο συγκεκριμένο είδος σύμβασης κάποιος αναλαμβάνει να κατασκευάσει και να παραδώσει ορισμένο έργο, αδιάφορα από το χρόνο εργασίας που απαιτείται για την ολοκλήρωσή του, έναντι αμοιβής χωρίς να αποτελεί σχέση εξάρτησης.
Σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών
Στην περίπτωση αυτή, ο παρέχων τις υπηρεσίες είναι ελεύθερος επαγγελματίας και προσφέρει την εργασία του στον πελάτη έναντι αμοιβής χωρίς έλεγχο από αυτόν.
Σύμβαση εντολής
Εδώ ο εντολοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο που του έχει αναθέσει ο εντολέας, ενεργώντας για λογαριασμό του και τον εκπροσωπεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Η διαφορά με την σύμβαση εργασίας έγκειται στο ότι η σύμβαση εντολής είναι κατά κανόνα άμισθη ενώ στη σύμβαση εργασίας υπάρχει πάντα μισθός, έστω και αν έχει συμφωνηθεί σιωπηρώς.
Σύμβαση αντιπροσωπείας
Στην σύμβαση αντιπροσωπείας ο αντιπρόσωπος δεν εξαρτάται από τον εργοδότη, αλλά ενεργεί ελεύθερα, αντιπροσωπεύοντας ταυτόχρονα διάφορους εργοδότες και για λογαριασμό τους.
3. Διάρκεια ισχύος συμβάσεων εργασίας
Σύμβαση Αορίστου χρόνου
Στη σύμβαση αορίστου χρόνου δεν υπάρχει καθορισμένη χρονική διάρκεια εργασίας του μισθωτού. Η σύμβαση αυτή παύει να ισχύει μόνο στην περίπτωση καταγγελίας από τον εργοδότη ή από το μισθωτό και απαραιτήτως με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης.
Σύμβαση Ορισμένου χρόνου
Στη σύμβαση ορισμένου χρόνου καθορίζεται εξ αρχής μία συγκεκριμένη χρονική περίοδος εργασίας του μισθωτού (π.χ. 4 μήνες, 1 έτος) και μετά το πέρας του χρόνου αυτού αυτοδικαίως παύει να ισχύει και η σύμβαση. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται καταγγελία της σύμβασης ούτε καταβολή αποζημίωσης.
Εάν συνεχιστεί η παραμονή του μισθωτού στην εργασία μετά τη λήξη της σύμβασης ορισμένου χρόνου για ικανό διάστημα (όχι για λίγες μόνο ημέρες προς αποπεράτωση ορισμένων εργασιών) χωρίς εναντίωση του εργοδότη αλλά με τη συγκατάθεσή του, η σύμβαση θεωρείται ότι μετατρέπεται σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Διευκρινίζεται ότι για την ανωτέρω σιωπηρή ανανέωση της σύμβασης απαιτείται όχι μόνο να παρέχεται η εργασία χωρίς εναντίωση του εργοδότη, αλλά και με τους ίδιους όρους. Αν παρέχεται με διαφορετικούς όρους και γίνεται αποδεκτή από τον εργοδότη, τότε πρόκειται για νέα σύμβαση εργασίας.
Στην περίπτωση που στην σύμβαση ορισμένου χρόνου υπάρχει ο όρος πρόωρης λύσης, δηλαδή η δυνατότητα λύσης της σύμβασης εργασίας με καταγγελία από τον εργοδότη οποιαδήποτε στιγμή ή η δυνατότητα παραίτησης/αποχώρησης του μισθωτού προτού λήξει ο συμφωνημένος χρόνος, τότε θεωρείται ότι υπάρχει σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.