Η ψυχική διάθεση του ασθενή επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων
Λονδίνο: Όταν οι άνθρωποι δεν πιστεύουν στην αναγλητική δράση των παυσιπόνων που παίρνουν τότε μειώνουν ή και εξουδετερώνουν τελείως την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, σύμφωνα με νέα βρετανο-γερμανική έρευνα.
Λονδίνο: Όταν οι άνθρωποι δεν πιστεύουν στην αναγλητική δράση των παυσιπόνων που παίρνουν τότε μειώνουν ή και εξουδετερώνουν τελείως την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, σύμφωνα με νέα βρετανο-γερμανική έρευνα.
Η μελέτη αναδεικνύει τη σημαντική επίδραση των αρνητικών σκέψεων και προσδοκιών του ασθενούς στην ιατρική θεραπεία του.
Οι ερευνητές του Τμήματος Κλινικών Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης με επικεφαλής την καθηγήτρια Ιρέν Τρέϊσι, σε συνεργασία με νευρολόγους των Πανεπιστημίων του Αμβούργου και του Μονάχου, που δημοσίευσαν τη μελέτη στο επιστημονικό έντυπο Science Translational Medicine, χρησιμοποίησαν εγκεφαλικές απεικονίσεις, για να μελετήσουν την επίδραση που έχει ο νους πάνω στη δράση ενός αναλγητικού, με ποιο δηλαδή τρόπο τα αισθήματα και οι προηγούμενες εμπειρίες του ανθρώπου (στις οποίες βασίζονται οι προσδοκίες του για το μέλλον) μπλοκάρουν τη βιολογική δράση του φαρμάκου.
Τα πειράματα αφορούσαν 22 υγιείς εθελοντές που έπαιρναν ένα ισχυρό συνθετικό οπιοειδές φάρμακο άμεσης δράσης (τη δραστική ουσία remifentanil), το οποίο καταπολεμά τον πόνο.
Οι εθελοντές υπέστησαν έγκαυμα στο πόδι και αξιολογούσαν το αίσθημα πόνου με βάση μια κλίμακα από το 1 έως το 100, ενώ κατά περιόδους λάμβαναν το φάρμακο με ενδοφλέβια ένεση.
Αρχικά, πριν πάρουν φάρμακο, οι ασθενείς ανέφεραν μέσο επίπεδο πόνου 66. Όταν στο σώμα τους εισήλθε το αναλγητικό (χωρίς να το ξέρουν οι εθελοντές), το επίπεδο του πόνου τους έπεσε στο 55, αλλά όταν έμαθαν ότι έπαιρναν αναλγητικό, ο πόνος υποχώρησε στο 39.
Όταν όμως, οι ερευνητές σκοπίμως είπαν ψέματα ότι το φάρμακο έπαψε να χορηγείται (αλλά στην πραγματικότητα συνέχισε να χορηγείται) και προειδοποίησαν τους ασθενείς ότι θα νιώσουν πόνο, οι τελευταίοι ανέφεραν αύξηση πόνου στο 64, δηλαδή το ίδιο ουσιαστικά επίπεδο πόνου που είχαν αναφέρει στην αρχή του πειράματος (66), όταν δεν είχαν αρχίσει ακόμα να παίρνουν τη δραστική ουσία.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι όντως ακόμη και ένα ισχυρό αναλγητικό μπορεί να αποδειχτεί αναποτελεσματικό, αν ο ασθενής είναι απαισιόδοξος, καχύποπτος και δεν πιστεύει ότι το φάρμακο λειτουργεί. Αντίθετα, αν ο ασθενής κάνει θετικές σκέψεις και προσδοκά ότι το αναλγητικό θα μειώσει τον πόνο, τότε το φάρμακο έχει διπλάσια φυσική ή βιοχημική αποτελεσματικότητα.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι είναι πλέον δυνατό, απεικονίζοντας τη νευρωνική δραστηριότητα στον εγκέφαλο κάθε ασθενούς, να μετρούν αντικειμενικά σε ποιο βαθμό το φάρμακο δρα αποτελεσματικά στην περίπτωσή του, ανάλογα με το ποιες περιοχές του εγκεφάλου ενεργοποιούνται ή απενεργοποιούνται, πράγμα που, με τη σειρά του, εξαρτάται από τη νοητική στάση και την ψυχική κατάσταση (αρνητική ή θετική) του κάθε ατόμου.
«Η επίδραση των προσδοκιών είναι αρκετά ισχυρή για να αυξάνει σημαντικά τα οφέλη από ένα φάρμακο, αλλά επίσης είναι δυστυχώς αρκετά ισχυρή για να αντισταθμίζει την αναλγητική δράση», δήλωσε η Δρ Τρέισι. «Είναι εντυπωσιακό. Είναι ένα από καλύτερα αναλγητικά (σ.σ. το remifentanil), παρόλα αυτά ο εγκέφαλος μπορεί είτε να αυξήσει την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, είτε να την εξουδετερώσει εντελώς», πρόσθεσε.
Πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου φαινομένου: στην πρώτη περίπτωση (placebo) ο ασθενής ωφελείται ακόμη και αν το φάρμακο είναι εικονικό, επειδή πιστεύει σε αυτό, ενώ στη δεύτερη περίπτωση (nocebo) ο ασθενής, επειδή αμφιβάλλει για την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, το «αδρανοποιεί», ακόμα κι όταν αυτό είναι πραγματικό φάρμακο.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η νέα έρευνα θα μπορούσε να έχει θετικές επιπτώσεις τόσο στην ιατρική φροντίδα των ασθενών, όσο και στις κλινικές δοκιμές για νέα φάρμακα.