Γονιδιακό τεστ προβλέπει την επιθετικότητα της οξείας λεμβοβλαστικής λευχαιμίας
Λονδίνο: Βρετανοί επιστήμονες μπορούν να προβλέψουν πόσο επιθετική θα είναι η παιδική λευχαιμία μελετώντας τρία ελαττωματικά γονίδια, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε συνέδριο για τον καρκίνο στο Μπέρμινγκχαμ, της Μ. Βρετανίας.
Λονδίνο: Βρετανοί επιστήμονες μπορούν να προβλέψουν πόσο επιθετική θα είναι η παιδική λευχαιμία μελετώντας τρία ελαττωματικά γονίδια, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε συνέδριο για τον καρκίνο στο Μπέρμινγκχαμ, της Μ. Βρετανίας.
Ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον με επικεφαλής τον Δρ Αντονι Μουρμαν χρειάστηκε έξι χρόνια για να δημιουργήσει το γονιαδιακό τεστ, και αυτή τη στιγμή η χρήση του πλέον μέρος της συνήθους διαγνωστικής τακτικής που ακολουθείται για την οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία.
Όπως εξηγεί ο Δρ Μουρμαν το τεστ σχεδιάστηκε για να βοηθήσει τους ιατρούς να εντοπίσουν και θεραπεύσουν το 25% των παιδιών με ΟΛΛ που χρειάζονται πιο εντατική θεραπεία.
Το τεστ αναζητά γονιδιακές συντήξεις, την τυχαία ένωση DNA δυο γονιδίων. Τα εμπλεκόμενα γονίδια είναι τα etv6 ενωμένο με το runx1, το bcr ενωμένο με το abl και το γονίδιο mill που μπορεί να συγχωνευθεί με πολλούς διαφορετικούς «συντρόφους».
Εξετάζοντας περισσότερα από 1.000 παιδιά με ΟΛΛ οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα πρότυπα της γονιδιακής σύντηξης προέβλεπαν πτωχότερα αποτελέσματα.
Συγκεκριμένα, τα παιδιά με σύντηξη του etv6 με το runx1 (περίπου το 20% των ασθενών) είχαν καλύτερα αποτελέσματα από άλλα.
Εκείνα με πολλαπλά αντίγραφα του runx1 είχαν μερικά από τα χειρότερα αποτελέσματα.
Ο Δρ Μουρμαν εξηγεί ότι η διενέργεια των γονιδιακών αυτών τεστ επιπροσθέτως με τα άλλα διαγνωστικά τεστ για την ΟΛΛ βελτιώνει την ακρίβεια της πρόγνωσης. Πρόκειται για ένα επιβεβαιωτικό τεστ της παραδοσιακής μεθόδου της κυτταρογενετικής, η οποία μελετά τους αριθμούς και τη δομή των χρωμοσωμάτων.