Κληρονομική η «λαχτάρα» μας για τους γευστικούς πειρασμούς
Νέα Υόρκη: Ανήκετε στα άτομα που δεν μπορούν αντισταθούν στη θέα μιας πάστας ή ενός σοκολατένιου κέικ και κατηγορείτε τον εαυτό σας για έλλειψη εγκράτειας; Ίσως η ευθύνη να μη βαραίνει αποκλειστικά εσάς αλλά και τους γονείς σας από τους οποίους κληρονομήσατε κάποια γονίδια που σχετίζονται με τη διατροφική συμπεριφορά. Έρευνα που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο American Journal of Clinical Nutrition επισημαίνει τη γονιδιακή προέλευση των διατροφικών συνηθειών.
Νέα Υόρκη: Ανήκετε στα άτομα που δεν μπορούν αντισταθούν στη θέα μιας πάστας ή ενός σοκολατένιου κέικ και κατηγορείτε τον εαυτό σας για έλλειψη εγκράτειας; Ίσως η ευθύνη να μη βαραίνει αποκλειστικά εσάς αλλά και τους γονείς σας από τους οποίους κληρονομήσατε κάποια γονίδια που σχετίζονται με τη διατροφική συμπεριφορά. Έρευνα που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο American Journal of Clinical Nutrition επισημαίνει τη γονιδιακή προέλευση των διατροφικών συνηθειών.
Αν και είναι γνωστό ότι περιβαλλοντικοί, ψυχολογικοί και φυσιολογικοί παράγοντες επηρεάζουν την όρεξη και τις διατροφικές συνήθειες, στη νέα αυτή μελέτη υπογραμμίζεται ότι οι διατροφικές μας προτιμήσεις ενδέχεται να οφείλονται εν μέρει και στα γονίδια που κληρονομούμε από τους γονείς μας.
Ο Δρ Αλαν Σούλντινερ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Μεριλάντ και οι συνεργάτες του επικεντρώθηκαν στη γενετική προδιάθεση της παχυσαρκίας και στις διατροφικές συνήθειες που οδηγούν σε αυτήν. Για το σκοπό αυτό μελέτησαν τις διατροφικές συνήθειες και το γενετικό κώδικα 624 ενηλίκων ατόμων από 28 οικογένειες μορμόνων που έλαβαν μέρος σε έρευνα για τις Διαβητικές Οικογένειες των Μορμόνων, η οποία διεξήχθη το 1995.
Όλοι οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο κλειστού τύπου, απαντώντας με ένα ναι ή ένα όχι σε ερωτήσεις όπως «Δεν καταναλώνω τροφές που με παχαίνουν» ή «Όταν γευματίζω με κάποιον που τρώει μεγάλες ποσότητες κάνω και εγώ το ίδιο».
Η επιστημονική ομάδα ασχολήθηκε με τρεις κύριες διατροφικές πρακτικές: πρώτον την εγκράτεια, δηλαδή την ικανότητα ενός ατόμου να αρνηθεί να φάει κάτι το οποίο πιθανόν θα του προσθέσει βάρος, δεύτερον την αποχή από συγκεκριμένες τροφές και τρίτον το αίσθημα της πείνας. Τέθηκαν υπόψη της ομάδας και τα επίπεδα του σακχάρου του αίματος των συμμετεχόντων καθώς επίσης και στοιχεία αναφορικά με τα επίπεδα χοληστερόλης του αίματος και το δείκτη μάζας σώματος.
Η μελέτη των στοιχείων έδειξε ότι η εγκράτεια, η αποχή και το αίσθημα του κορεσμού της πείνας, δηλαδή παράγοντες που σχετίζονται άμεσα με την παχυσαρκία, εμφάνιζαν συγκεκριμένο μοντέλο τουλάχιστον σε ορισμένες οικογένειες. Στη συνέχεια, εξετάστηκε το γονιδίωμα των οικογενειών αυτών για να διαπιστωθεί αν υπήρχαν κοινά στοιχεία στο DNA τους. Οι επιστήμονες απομόνωσαν περιοχές συγκεκριμένων χρωμοσωμάτων που φαινομενικά σχετίζονταν με το αίσθημα της εγκράτειας και της αποχής.
Η περιοχή του χρωμοσώματος 3 έδειξε ότι σχετίζεται με την επιθυμία ενός ατόμου να καταναλώνει και δεύτερη μερίδα φαγητού. Αυτό οφείλεται σε ένα γονίδιο που κωδικοποιεί για έναν υποδοχέα που εντοπίζεται σε μεγάλες ποσότητες στο λιπώδη ιστό.
Μιλώντας στο Reuters, o Δρ Σούλντινερ εξέφρασε την ελπίδα η έρευνά του να βοηθήσει τους επιστήμονες στην ανεύρεση καλύτερων θεραπευτικών αγωγών για την παχυσαρκία. Η αναγνώριση των γονιδίων που επηρεάζουν τη διατροφική συμπεριφορά μπορεί να συμβάλλει στην πρώιμη διάγνωση της ατομικής προδιάθεσης για την εμφάνιση παχυσαρκίας.