Το βιβλίο του καθηγητή Πολιτειολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρη Χριστόπουλου που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι από τις εκδόσεις Πόλις τιτλοφορείται «Χρόνια δοκιμασίας» και αποτελείται από επιφυλλίδες που έγραψε ο συγγραφέας τα τελευταία δέκα χρόνια. Ο Χριστόπουλος έχει δίκιο όταν παρατηρεί ότι «από το 2015 ως σήμερα, η ιστορία έχει ξεδιπλώσει τον πλουσιότερό της εαυτό: από το αποκορύφωμα του ελληνικού δράματος το καλοκαίρι της χρονιάς εκείνης ως την πανδημία, την προσφυγική κρίση, την ενεργειακή και την κλιματική καταστροφή και εσχάτως πολέμους, τον ένα μετά τον άλλο, να πλησιάζουν».
Το βιβλίο θέτει το στίγμα των παρεμβάσεων ενός δημόσιου διανοούμενου. Αυτή είναι η βασική ταυτότητα του Χριστόπουλου, που εμπεριέχει, αλλά και υπερβαίνει, τις επιμέρους ιδιότητές του ως πανεπιστημιακού, στελέχους της κοινωνίας των πολιτών και ανθρώπου της Αριστεράς. Η επιμονή του να γράφει όλα αυτά τα χρόνια τα άρθρα των χιλίων λέξεων που απαρτίζουν το βιβλίο δείχνουν ότι έχει πλήρη επίγνωση αυτής της ταυτότητας και την υπηρετεί συνειδητά. Τούτο, εξάλλου, μαρτυρεί και η επιλογή των θεματικών του βιβλίου, που έχουν ένα εντυπωσιακό εύρος καθώς εκτείνονται από το θεσμικό πλαίσιο της πολιτικής κηδείας ως τις αλλαγές στις διεθνείς σχέσεις. Με άλλες λέξεις, ο συγγραφέας τοποθετείται σχεδόν για κάθε σημαντικό θέμα που τέθηκε στον δημόσιο διάλογο την τελευταία δεκαετία.
Στο επίκεντρο της σκέψης του συγγραφέα είναι ο άνθρωπος. Όχι επειδή δεν δέχεται τη σημασία των δομών ή των θεσμών, κάθε άλλο μάλιστα. Ο Χριστόπουλος μιλά για τους ανθρώπους θέτοντάς τους στο πλαίσιο της κοινωνίας και της εποχής τους, μοιράζει αφειδώς επαίνους και κριτικές εκεί που θεωρεί ότι χρειάζεται αλλά, πάνω απ’ όλα, φαίνεται ότι παίρνει στα σοβαρά τη θέση ότι οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους. Αυτή η ιστορία είναι με τη σειρά της ριζωμένη στους τόπους των ανθρώπων. Μπορεί να εντοπίσει κανείς το χνάρι της από το Γεντί Κουλέ των εκτελεσμένων κομμουνιστών ως τη λίμνη Πρέσπα, για να μνημονεύσω δύο μόνο από τους τόπους που έδωσαν στον συγγραφέα την αφορμή να μιλήσει για την κληρονομιά του εμφυλίου πολέμου και την κατοπινή διαχείρισή της.
Από τις πιο ωραίες ενότητες του βιβλίου είναι αυτές που αφορούν το μακεδονικό, τα ελληνοτουρκικά και την ιθαγένεια. Δεν είναι τυχαίο. Πρόκειται για ζητήματα που πυροδότησαν μάχες στις οποίες ο συγγραφέας έχει πρωταγωνιστήσει, προσπαθώντας να μην ηγεμονεύσει η μισαλλοδοξία αλλά η συνύπαρξη των λαών, με πρώτη και καλύτερη τη συνύπαρξη Ελλήνων με Αλβανούς («Και Ελ και Αλ»). Οι Αλβανοί που όχι πολλά χρόνια πίσω υφίσταντο το «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ» ως κεντρική επιλογή, έμειναν, έκαναν αυτόν τον τόπο και δικό τους, ενώ η ηγεσία της Χρυσής Αυγής που οργάνωνε πογκρόμ σε βάρος τους βρέθηκε στη φυλακή. Για να γίνει αυτό χρειάστηκε να αναπτυχθεί ένα μεγάλο αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα, στον ιδεολογικό εξοπλισμό του οποίου ο Χριστόπουλος συνέβαλλε όσο λίγοι.
Ιδιαίτερη προσοχή όμως αξίζει να δοθεί και στην ενότητα που αφορά τη Μέση Ανατολή. Είναι φανερό ότι το Παλαιστινιακό ζήτημα αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές του συγγραφέα, ο οποίος έχει γράψει πολλά για την εβραϊκή παρουσία στην Ελλάδα σε μια εποχή που κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου της μόδας. Έτσι, είναι προσεκτικός όταν μιλάει για το Ισραήλ, προσπαθώντας να μη δώσει οποιαδήποτε λαβή στον αντισημιτισμό. Παίρνει όμως θέση. Έχει τη διανοητική εντιμότητα να μιλήσει ανοιχτά για τα αδιανόητα εγκλήματα του Ισραήλ και μάλιστα με ένα ιστορικό βάθος που δεν μένει στη σημερινή ακροδεξιά κυβέρνηση του Νετανιάχου. Όπως μας θυμίζει χαρακτηριστικά, «η ιδέα του “φυτέματος” των Εβραίων στην Παλαιστίνη δεν είναι κυρίως έμπνευση των δεξιών σιωνιστών, αλλά των χριστιανών Ευρωπαίων – και δη των Βρετανών – αποικιοκρατών».
Η ρηξικέλευθη ματιά του Χριστόπουλου, ιδίως στα «εθνικά θέματα», συνδυάζεται με μια συγκρατημένη προσέγγιση σε άλλα ζητήματα, που αφήνει περισσότερα περιθώρια για ενστάσεις. Ο συγγραφέας δικαίως επικρίνει την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για ιδεαλιστική θεώρηση των διεθνών σχέσεων στη διαπραγμάτευσή της με τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν νομίζω όμως ότι αποφεύγει και εκείνος τον ίδιο κίνδυνο όταν ισχυρίζεται ότι μια πολιτική άμεσων αλλαγών στο κράτος, πχ με την άμεση κατάργηση των πρόωρων συντάξεων, θα έδειχνε στην ΕΕ ότι η νέα κυβέρνηση ήταν διατεθειμένη να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τις χρόνιες παθογένειες της χώρας. Είναι γνωστό ότι η ΕΕ δεν συγκινήθηκε ούτε όταν ο Γιάνης Βαρουφάκης δήλωσε ότι συμφωνεί με το 70% των μνημονιακών «μεταρρυθμίσεων», ούτε όταν ο Αλέξης Τσίπρας παρουσίασε τον Ιούνιο του 2015 τη δική του εκδοχή προγράμματος λιτότητας. Μια εναλλακτική προοπτική είναι βέβαιο ότι θα σηματοδοτούσε την ανάληψη ενός τεράστιου ρίσκου και την αρχή ενός ταξιδιού σε αχαρτογράφητα νερά, θα αποτελούσε όμως και μια έμπρακτη αμφισβήτηση της θατσερικής ΤΙΝΑ σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Σε κάθε περίπτωση, οι κρίσεις δεν βρίσκονται (μόνο) πίσω μας, αλλά μπροστά μας. Με τα λόγια του συγγραφέα στο επίμετρο του βιβλίου, «χρόνια δοκιμασίας φεύγουν, χρόνια μεγαλύτερης δοκιμασίας έρχονται». Ο Τραμπ και ο τραμπισμός εγκυμονούν κινδύνους που φάνταζαν ξεπερασμένοι αλλά επανεμφανίζονται πλέον ανοιχτά, έστω και με διαφορετικό προσωπείο. Ο ρατσισμός έχει εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη των ίδιων των συστημικών πολιτικών δυνάμεων και η φασιστική απειλή θεριεύει. Αυτή η ανατριχιαστική ατζέντα «δεν θα ηττηθεί από τα φαντάσματα των Μπλερ, Κλίντον, Μακρόν και Φον Ντερ Λάιεν», όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας, αλλά από μια ενωτική και ριζοσπαστική κινητοποίηση που είναι σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ.
Με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης, είναι βέβαιο ότι τα τελευταία δέκα χρόνια ήταν όντως χρόνια δοκιμασίας· για όλους μας, σίγουρα και για τον συγγραφέα. Ευτυχώς, όμως, φαίνεται ότι για τον Χριστόπουλο υπήρξαν ταυτόχρονα χρόνια εγρήγορσης. Η αξία των παρεμβάσεών του βρίσκεται όχι μόνο στο περιεχόμενό τους αλλά και στο ότι προσπάθησαν να συνομιλήσουν με τον κόσμο, να πείσουν, να διαμορφώσουν συνειδήσεις. Έχει δίκιο ο Στρατής Μπουρνάζος όταν επισημαίνει στον πρόλογό του ότι η κατανόηση και η ερμηνεία αποτελούν στη σκέψη του συγγραφέα την κύρια οδό για να αλλάξουμε τα πράγματα. Από αυτήν την άποψη, είτε συμφωνούμε είτε έχουμε ενστάσεις ως προς το περιεχόμενο αυτών των παρεμβάσεων, πρέπει να αναγνωρίσουμε στον συγγραφέα ότι έπιασε τη διαλεκτική της κοινωνίας: ότι ο λόγος ενός διανοούμενου καθορίζεται προφανώς από την κοινωνία στην οποία ζει, αλλά ταυτόχρονα τη συγκροτεί και παίζει ρόλο στην κατεύθυνσή της. Το βιβλίο του Χριστόπουλου είναι, με αυτήν την έννοια, στρατευμένο. Στέκεται στο πλευρό των αδύνατων, των πολέμιων του φασισμού, του ρατσισμού, του εθνικισμού και του πολέμου, «έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τους κανίβαλους αυτού του κόσμου» που λέει κι ένα σύνθημα. Και καλά κάνει.
Στον κόσμο του έργου «Η Λέλα και η Λέλα» το μικρό τους δωμάτιο είναι η σκηνή τους, η σκηνή της διασκέδασης, της φθοράς, της αντίθεσης και της πλήρους ταύτισης.