Η ουτοπία έχει αντιμετωπιστεί με διαφορετικούς τρόπους στην ιστορία της σκέψης. Παρότι αποτελεί έναν από τους τρόπους με τους οποίος καταγράφηκε η διεκδίκηση, έστω και ως φαντασιωτική προβολή, μιας πιο αξιοβίωτης ζωής, ένα ευρύ φάσμα από στοχαστές και ρεύματα σκέψης, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που αναφέρονται στην κοινωνική χειραφέτηση, αντιμετώπισαν την ουτοπία με έναν αρνητικό τρόπο.
Από τη μια, ήταν οι ίδιοι οι Μαρξ και Ένγκελς που επέμειναν ότι η δική τους σύλληψη για έναν κομμουνισμό που μπορούσε να προκύψει ως ένα από τα ενδεχόμενα των αντικειμενικών δυναμικών που ξεδιπλώνονται μέσα στην εγγενή (και εμμονή) αντιφατικότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ήταν, κατά συνέπεια, ευθέως ανταγωνιστική προς κάθε αντίληψη του κομμουνισμούς ενός ουτοπικού στοχασμού.
Από την άλλη, μια ολόκληρη παράδοση, που διεκδίκησε να είναι η αυθεντική ερμηνεία και εκδοχή του φιλελευθερισμού, υποστήριξε ότι η ουτοπία, ως επιλογή στοχασμού ή οραματισμού μιας συνολικά διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης πολύ πέρα από τα όρια του καπιταλισμού, κατατείνει στον ολοκληρωτισμό, διεκδικώντας ανελεύθερα να επιβληθεί αυτή η εναλλακτική κοινωνική οργάνωση. Αρκεί να θυμηθούμε την τοποθέτηση του Καρλ Πόπερ στο βιβλίο του «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της». Είναι ως να συναντιούνται εδώ ο μαρξιστής με τον φιλελεύθερο, αλλά και με τον συντηρητικό, την ώρα που ακόμη και πιο σύγχρονα κριτικά ρεύματα σκέψης τοποθετήθηκαν αρνητικά απέναντι στην ουτοπία ως αρμό μιας σκέψης της χειραφέτησης.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη παράδοση, ένα «υπόγειο ρεύμα» μέσα στην ιστορία του κριτικού στοχασμού που είδε την ουτοπία όχι ως αρνητικό σύμπτωμα, αλλά ως αναπόσπαστο στοιχείο οποιουδήποτε στοχασμού μιας έλλογης και χειραφετημένης κοινωνίας. Αυτό ακριβώς το νήμα σκέψης θέλει να ψηλαφίσει η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Βίκυ Ιακώβου στο βιβλίο της «Ουτοπία και Χειραφέτηση. Αμπενσούρ, Ρικέρ, Μπλοχ, Μπέγνιαμιν», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εκκρεμές.
Η Ιακώβου ξεκινά υπενθυμίζοντας τη βασική κριτική των Μαρξ και Ένγκελς στους «ουτοπικούς σοσιαλιστές», σε κείμενα όπως το Κομμουνιστικό Μανιφέστο που έγραψαν από κοινού, ή την «Εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη» που έγραψε ο Ένγκελς. Μια κριτική που επικεντρώνει στο ότι μια ουτοπική σκέψη υπονομεύει αυτό που όρισαν ως υλιστική αντίληψη. Αντίστοιχα, ακόμη και o Σορέλ που επένδυσε στον «μύθο» (π.χ. της γενικής απεργίας) ως την αναπαράσταση που κατεξοχήν κινητοποιεί τις μάζες, εν τέλει διαχωρίζεται από μια σκέψη της ουτοπίας. Από την άλλη στην περίπτωση του Μανχάιμ και το κλασικό βιβλίο του «Ιδεολογία και ουτοπία», έχουμε ένα πρώτο θεωρητικό άνοιγμα που επιτρέπει το συνδυασμό της ιδεολογίας με μια θετική έννοια της ουτοπίας.
Στη σκέψη του Μιγκέλ Αμπενσούρ η Ιακώβου βρίσκει έναν τρόπο να στοχαστούμε θετικά την ουτοπία, ακριβώς επειδή ο Αμπενσούρ επιμένει ότι η ουτοπία είναι η επινόηση μέσω της επιθυμίας μιας νέας κοινωνίας και επιστρέφει στους ουτοπικούς στοχαστές με τρόπο θετικό σε αντίθεση με τους Μαρξ και Ένγκελς, την ώρα που προσπάθησε να αντιστρέψει την άποψη ότι η ουτοπία είναι ένας κόμβος στη διαδρομή προς τον ολοκληρωτισμό. Γι’ αυτό η Ιακώβου να υπογραμμίζει τη θέση του ότι ήταν ο σταλινισμός αυτός που στην πράξη συγκροτήθηκε ενάντια στις ουτοπικές δυναμικές της Ρωσικής Επανάστασης, ενώ δεν παραλείπει να σημειώσει τη συσχέτιση ανάμεσα σε δημοκρατία και ουτοπία στην οποία επιμένει ο Αμπενσούρ και την θέση του ότι οι ισχυρές δημοκρατικές δυναμικές είναι συνάμα και ουτοπικές.
Η Ιακώβου στέκεται στον τρόπο που ο Πολ Ρικέρ στο έργο του και ιδίως στις «Διαλέξεις για την ιδεολογία και την ουτοπία» προσφέρει μια τοποθέτηση που βλέπει την ιδεολογία ως έκφανση της αναπλαστικής φαντασίας, και την ουτοπία ως έκφανση μιας δημιουργικής φαντασίας. Όπως επισημαίνει: «η ουτοπία δεν αποτελεί συνεπώς μόνο την άρνηση μια υφιστάμενης τάξης πραγμάτων·είναι η εκκίνηση εκείνη που δημιουργώντας έναν άλλο τόπο, δεν επιτρέπει την παγίωση της ταυτότητας της εκάστοτε κοινωνίας».
Στη σκέψη του Ερνστ Μπλοχ η Ιακώβου θεωρεί ότι βρίσκει τον τρόπο να στοχαστούμε ότι η ουτοπία δεν αντιπροσωπεύει έναν μη τόπο, ένα «πουθενά». Αντίθετα, αποτελεί την υπόγεια πλευρά της ανθρώπινης ιστορίας, παραπέμποντας σε αυτό που λείπει από την εκάστοτε επικρατούσα διαρρύθμιση των πραγμάτων και άρα υπερβαίνει τον απλό οραματισμό μιας ιδανικής κοινωνίας και πολιτείας. Υπενθυμίζει πώς το σχήμα του Μπλοχ για το «θερμό» και το «ψυχρό» ρεύμα του μαρξισμού συνδυάζεται με τη διάκριση ανάμεσα στην αφηρημένη και τη συγκεκριμένη ουτοπία. Υπογραμμίζει ότι ο Μπλοχ διασώζει ένα πραγματικό ουτοπικό στοιχείο που υπάρχει στον ίδιο τον Μαρξ, αλλά αποσιωπάται από μια ορισμένη μαρξιστική παράδοση που διαβάζει στρεβλά την αναφορά στον μαρξισμό ως κατεξοχήν επιστημονική σκέψη. Από την άλλη, στα γραπτά του Μπενγιαμιν η Ιακώβου εντοπίζει έναν πολύ ενδιαφέροντα διάλογο με τους ουτοπιστές και ιδίως τον Φουριέρ, αναδεικνύοντας ένα ακόμη σημείο συνάντηση της μαρξιστικής παράδοσης και της ουτοπικής σκέψης.
Με αυτό τον τρόπο η Ιακώβου κατορθώνει να δείξει πειστικά ότι η ουτοπία είναι μια έννοια που εξακολουθεί να έχει θέση στον κριτικό στοχασμό, ακριβώς επειδή αποτυπώνει τον τρόπο που μέσα στον ίδιο τον κοινωνικό ανταγωνισμό οι διεκδικήσεις, οι αναζητήσεις, οι επιθυμίες των υποτελών εν τέλει βρίσκουν έναν τρόπο να εκφραστούν και ως ουτοπίες. Κάτι που σε τελική ανάλυση αποδεικνύει ότι το πραγματικό αίτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού παραμένει ισχυρό.
Το βιβλίο της Ιακώβου δείχνει ότι σε πείσμα μιας ορισμένης παράδοσης –και μέσα στον μαρξισμό– δεν μπορούμε να αρνηθούμε πλήρως την ουτοπία. Όχι μόνο γιατί με αυτόν τον τρόπο θα ήταν σαν να υποχωρούσαμε απέναντι στη φιλελεύθερη και συντηρητική τοποθέτηση ότι είναι επικίνδυνο να στοχαζόμαστε τον κοινωνικό μετασχηματισμό, αλλά και γιατί η ουτοπία πάνω από όλα κάνει πράξη ένα άνοιγμα του ορίζοντα της σκέψης, άρα και του ίδιου του ιστορικού ορίζοντα.
Στον κόσμο του έργου «Η Λέλα και η Λέλα» το μικρό τους δωμάτιο είναι η σκηνή τους, η σκηνή της διασκέδασης, της φθοράς, της αντίθεσης και της πλήρους ταύτισης.