Κώστας Τουρνάς στο in: «Άλλοι έκαναν τα λεφτά τους οικόπεδα· εγώ τα έριξα στη μουσική»
Εν όψει του Αγοραφοβικού Φεστιβάλ, το in φιλοξενεί μια διαφορετική συζήτηση με τον γνωστό τραγουδοποιό για τον πειραματισμό, τη δημιουργική διαδικασία του και τον ρόλο των τραγουδιών στη ζωή μας.
Άλλοτε hitmaker, άλλοτε πρωτοπορία. Λίγοι μουσικοί στην Ελλάδα έχουν καταφέρει να έχουν μία τόσο πολυσχιδή διαδρομή όσο ο Κώστας Τουρνάς. Πολλώ δε μάλλον όταν είναι οι ίδιες οι επιτυχίες τους που εμπεριέχουν μέσα τους τα πρωτοποριακά στοιχεία και όχι μια δραστηριότητα παράλληλη στην κυρίως δισκογραφία τους.
Γεννημένος στην Τρίπολη το 1949, ήρθε στην Αθήνα με την οικογένειά του στα 11 και εγκαταστάθηκε στην Κυψέλη. Η σχέση του με την κιθάρα θα τον οδηγήσει σιγά-σιγά σε διάφορα συγκροτήματα μέχρι που στα 20 του, μαζί με τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς, τον Σταύρο Λογαρίδη και τον Κώστα Παπαϊωάννου σχηματίζουν τους Poll. Το πρώτο τους LP, Άνθρωπε…, τυλιγμένο στο χαρακτηριστικό ταγάρι, αναδεικνύεται σε τεράστια επιτυχία, παρότι η κοινή τους πορεία θα υπάρξει βραχύβια: Διαλύονται στις αρχές του 1973, περίπου δύο χρόνια μετά τη δημιουργία τους, έχοντας κυκλοφορήσει ισάριθμους δίσκους.
Στα τέλη των Poll, ξεκινάει την ατομική πορεία του με μία εντυπωσιακή χειρονομία. Τα Απέραντα Χωράφια, μία από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές της ελληνικής δισκογραφίας, συνδυάζουν το ψυχεδελικό και prog rock με μία συμφωνική ορχήστρα, ντύνοντας ένα κομμάτι 34 λεπτών στο οποίο ο 23χρονος Τουρνάς αυτοβιογραφεί τις σκέψεις του. Ακολουθούν τα Αστρόνειρα, με μία σφιχτή φουτουριστική αισθητική και κλασσικές επιτυχίες όπως «Η Μηχανή του Χρόνου» και «Ο Πιο Καλός Τραγουδιστής».
Η πειραματική του διάθεση στις ροκ φόρμες ντύνει τον μελαγχολικό, μετεφηβικό λυρισμό των στίχων του και στα επόμενα άλμπουμ της περιόδου, Κυρίες και Κύριοι, Λευκά Φτερά και Στο Σινεμά, ενώ την ίδια περίοδο αρχίζει να καθιερώνεται γράφοντας τραγούδια για την Ελπίδα, τη Μαρίνα και άλλους.
Ένα synthesizer που θα εισάγει με χίλιες δυσκολίες από την Ιαπωνία -ιστορία που ο ίδιος αφηγείται λεπτομερειακά παρακάτω- τον απελευθερώνει συνθετικά. Το Τώρα του 1980 συνδυάζει ντίσκο, τζαμαϊκανή dub και reggae και κάποια πρωτόλεια ηλεκτρονικά στοιχεία με τη μελωδική του ευαισθησία, γεννώντας επιτυχίες όπως το «Δεν Μετανιώνω» και το «Μην Της Το Πεις». Η διάθεση να πειραματιστεί με αυτούς τους ήχους τον εμπνέει και στα τραγούδια που δίνει σε άλλους, τα οποία γνωρίζουν πολύ μεγάλη ανταπόκριση, όπως το «Στην Ντισκοτέκ» με την Ελπίδα και το «Τι Να Μας Κάνει η Νύχτα» με τη Χριστιάνα.
Σταδιακά το synthesizer πλαισιώνουν κι άλλα μηχανήματα της εποχής, οδηγώντας τον σε μία πιο ολιστική συνθετική προσέγγιση που καθιστά και τον ίδιο τον ήχο παράμετρο της δημιουργίας, οδηγώντας τον στη μία καινοτομία μετά την άλλη. Στις Υπερβολές του 1983 παίζει καθαρό synthpop, το σινγκλ «Τώρα, Τώρα, Τώρα» (με το αριστουργηματικό ορχηστρικό «Fantasia 85» στην πίσω πλευρά) είναι η έφοδός του στον κόσμο του Hi-NRG και της Italo-disco, ενώ το Παιχνίδι του 1988 (με το επιτυχημένο «Δεν το Ξανακάνω σε Autobianchi») φέρνει στην Ελλάδα ατόφιο τον ήχο του New Jack Swing που μόλις έχει σημειώσει στην Αμερική τις πρώτες επιτυχίες του, πριν ακόμα από τη μεγάλη έκρηξη του είδους με την Janet και τον Michael Jackson.
Το house mix του «Autobianchi», τα τραγούδια που γράφει για την Ελένη Δήμου και άλλους, η επανεκτέλεση του «Τι Να Μας Κάνει η Νύχτα» μαρτυρούν τη διάθεσή του για διάλογο και παιχνίδι με την ηλεκτρονική χορευτική μουσική που κυριαρχεί τότε, ενώ μετά από κάποιες επιτυχίες («Ξυπόλητη Χορεύω», «Μην Με Συγκρίνεις») που γράφει μέσα σ’ ένα μεσημέρι για την Καίτη Γαρμπή, ανοίγεται απρόσμενα στον κόσμο του λαϊκού – «είχα εκατό αιτήματα για τραγούδια», λέει χαρακτηριστικά στο in.
Photo: Δημήτρης Μιχαλάκης
Η αλλαγή του αιώνα και η απομάκρυνση των εταιρειών από την παραγωγή λόγω της διαδικτυακής πειρατείας κάνουν τον Κώστα Τουρνά να απομακρυνθεί από τη δισκογραφία. Επιστρέφει με το άλμπουμ Αθώος το 2022, ύστερα από την πανδημία του Covid-19 και την ανάγκη του να μιλήσει γι’ αυτή. Φέτος, κυκλοφόρησε το άλμπουμ Με μια Κιθάρα όπου επανεπισκέπτεται κλασικά τραγούδια από το ρεπερτόριο του σε ορχηστρικές εκδοχές, μόνο με κιθάρα – μια ασυνήθιστη προσέγγιση που αναδεικνύει την ικανότητα που έχει επιδείξει για πέντε και πλέον δεκαετίες να γράφει χαρακτηριστικές, ιδιαίτερες μελωδίες.
Την Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου ετοιμάζεται να ανέβει στη σκηνή του Αγοραφοβικού Φεστιβάλ στο Πάρκο ΠΛΥΦΑ σε ένα διαφορετικό σκηνικό, ένα φεστιβάλ σύγχρονης εναλλακτικής μουσικής σε επιμέλεια της ράπερ Sci-Fi River.
Επ’ αφορμή της εμφάνισής του, το in τον συνάντησε στη γειτονιά του, την Άνω Κυψέλη, συζητώντας την πορεία του και αυτά που συνέχουν τα δεκάδες διαφορετικά πράγματα που έχει κάνει σ’ αυτές τις δεκαετίες: τη στιχουργική ευαισθησία, τη λειτουργία των τραγουδιών στους ακροατές και την ατέρμονη χαρά του πειραματισμού.
«Έγινε η Αθήνα το μαύρο της χάλι» («Όλη τη Νύχτα», 1983)
Εδώ μεγαλώσατε λοιπόν;
Όταν ήρθα με την οικογένειά μου από την Τρίπολη μέναμε κάτω, στην Επτανήσου. Το σπίτι που μένω τώρα εδώ ήταν ένα οικόπεδο που ήταν στα δικαστήρια 35 χρόνια.
Ο αδελφός του πατέρα μου, ο Ανδρέας Τουρνάς, θεωρείται ήρωας πολέμου. Ήταν ένας απ’ τους άνδρες που χάθηκαν στο στο Ιόνιο με το «Παπανικολής», το υποβρύχιο που τορπίλισαν οι Ιταλοί.
Αυτή η πλαγιά όλη ήταν το πεδίο βολής του στρατού. Δεν υπήρχε κόσμος, τα κτίσματα ζήτημα να έφτανε μέχρι την Πλατεία Κυψέλης. Οπότε πήραν το πρώην πεδίο βολής, το μοίρασαν σε οικόπεδα και τα κλήρωσαν. Έδινες μια αστεία συνδρομή για δύο χρόνια και μετά πήγαινες στο οικόπεδο που σου είχε κληρωθεί κι έκανες χρήση.
Αυτό το έκανε η μάνα μου, γιατί ο πατέρας μου δεν ασχολήθηκε, είχε πολύ πόνο για τον αδερφό του. Κληρώθηκε το οικόπεδο και έστειλε έναν συγγενή της μηχανικό να το ελέγξει – και το βρήκε καταπατημένο. Οπότε έμεινε 35 χρόνια στα δικαστήρια.
Παιδεύτηκαν πολύ. Τη χρονιά που κερδήθηκε, έφυγε ο πατέρας μου. Οπότε τρία αδέρφια που μείναμε και η μάνα μου το κάναμε αντιπαροχή. Πήραμε από κάτι, εγώ αγόρασα και το υπόγειο να το κάνω στούντιο και το ‘91 μετακόμισα από την Αγία Παρασκευή εδώ.
Δηλαδή τη διαλέξατε συγκυριακά την Κυψέλη, αλλά την έχετε δει σε διάφορες εκδοχές της. Πώς σας φαίνεται όπως είναι σήμερα;
Από την Πλατεία Κυψέλης και κάτω, ήταν δομικά άναρχη και έπηξε λίγο και στον κόσμο, παρά τις όποιες περιόδους δόξας που έζησε. Έχει περάσει όμως διάφορες φάσεις: Ξέπεσε η Φωκίωνος, ανέβηκε ξανά, ξαναέπεσε…
Και τώρα πού βρίσκεται;
Νομίζω ότι όλη η Αθήνα είναι σε μια περίοδο που δεν ξέρουμε τι έχουμε, τι είμαστε, πού πάμε, τι θέλουμε. Βγαίνουν και διάφοροι πολιτικοί που λένε θα σας κάνω εκείνο ή το άλλο. Αλλά δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για τον πληθυσμό. Γενικά τα αστικά κέντρα αντιμετωπίζουν δυσκολίες, γιατί και πολλοί είμαστε και έχουμε μια προτίμηση σε αυτά. Για μένα δεν είναι μια Αθήνα όπως ήταν, καμία σχέση.
Θα σκεφτόσασταν να επιστρέψετε στην επαρχία;
Και αυτό μου κάνει δύσκολο. Οι λόγοι είναι πια πρακτικοί. Είναι δηλαδή ότι εδώ έχεις βρει τις άκρες σου με την τροφοδοσία σου, τη δουλειά σου, την περίθαλψη σου… Τουλάχιστον στην ηλικία μου είναι δύσκολο να πεις «φεύγω». Αν ήμουν 35 μπορεί και να μου πέρναγα μια σκέψη όπως είναι τώρα τα πράγματα.
Κοινωνικά η καθημερινότητά σας εδώ πώς είναι;
Όσο μεγαλώνω, τόσο περιορίζεται η έντονη καθημερινή δραστηριότητα πια. Γιατί και ορισμένα πράγματα έχουν απομυθοποιηθεί: Βγήκες, είδες, ήπιες, έφαγες, διασκέδασες, συναντήθηκες. Πόσα χρόνια; Εξάντλησες τους περισσότερους τόπους ενδιαφέροντος. Είναι λίγο πιο ήσυχη η μέρα μου και το επιδιώκω να είναι έτσι. Για να είμαι και πιο ακμαίος και με αντοχές για τις καλλιτεχνικές μου υποχρεώσεις.
Νομίζω και η ζωή της Αθήνας γενικά είναι λίγο σε ύφεση. Πώς λέει το τραγούδι, «από Αυτοκίνηση ως Bora-Bora» – δεν νομίζω ότι υπάρχει αυτό πια.
Όχι, δεν υπάρχει.
«Έχω περάσει από αμφισβήτηση εκατοντάδες φορές»
Αφορμή της κουβέντας μας είναι η εμφάνισή σας στο Αγοραφοβικό. Αυτό είναι ένα φεστιβάλ εναλλακτικής μουσικής. Ακούσατε ή ξέρετε κάτι από το ρόστερ το οποίο να σας έκανε εντύπωση;
Δεν παρακολουθώ τα τεκταινόμενα, από σύμπτωση μόνο μπορεί να ακούσω κάποιο όνομα που έκανε κάτι, που παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον η δουλειά του. Δεν είμαι γενικά ενημερωμένος. Επίσης το περίεργο είναι: τι γύρευω εγώ εκεί; Δεν ξέρω!
Συνέβησαν δύο πράγματα φέτος: με κάλεσαν να παίξω σε φεστιβάλ metal. και με φώναξαν στο Αγοραφοβικό. Και στα δύο αναρωτήθηκα πώς με σκέφτηκαν. Το μεν metal είπε «ξέρετε κάτι; Από εσάς ξεκίνησαν τα πράγματα». Το δε Αγοραφοβικό μου λέει «εμείς τιμάμε ό,τι μας λέει κάτι».
Είναι λίγο οξύμωρο γιατί εγώ έχω ζήσει μια πορεία η οποία έχει περάσει από αμφισβήτηση εκατοντάδες φορές. Οι ροκάδες λέγανε «δεν είναι ροκ», οι ποπάδες λέγανε «σιγά μην είναι ποπ», η ντίσκο «δεν θέλουμε να ξέρουμε», το λαϊκό «αυτοί οι γιεγιέδες». Ό,τι θες έχω ακούσει.
Όμως έκανα κάτι που το θεωρώ υποχρέωση ενός ανθρώπου που κάνει μουσική, που κάνει τραγούδια: επιχειρούσα να εκφράσω το βαθύτερο μέσα το δικό μου, ό,τι του συνέβαινε και ό,τι το απασχολεί. Και αυτή η βουτιά να είναι βαθιά, γιατί οι άνθρωποι έχουν μεγάλη ανάγκη να εκφραστούν. Όταν εκφράζεσαι, είναι όπως το λέμε λαϊκά «πες τα με έναν φίλο σου να σου φύγει το βάρος». Ξέρεις, μια στενοχώρια ας πούμε ή μια σκέψη.
Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να επικοινωνούν. Και συνήθως αυτό που τους δίνεται από τη μουσική είναι μόνο το ερωτικό, η καψούρα, μέχρι εκεί. Για τα πράγματα, τα οποία έχουν περάσει απ’ την ψυχή, που τους έχουν προβληματίσει και ταλαιπωρούνται από αυτά, βασανίζονται από αυτά, δεν υπήρχε ποτέ ρεπερτόριο που να τους ανακουφίζει ή να τους βοηθάει να εκφραστούν οι ίδιοι. Με ποια έννοια το λέω: «δικό σου». Στο χαρίζω, δηλαδή τα λέω εγώ γι’ αυτό το βαθύτερο, το ανομολόγητο, το ανέκφραστο. Να το καταγράψεις ώστε να δώσεις την ευκαιρία στους ανθρώπους που είναι στο ίδιο μήκος κύματος με εσένα ή έχουν τις ίδιες ανησυχίες και αγωνία να εκφραστούν. Και αυτό γινόταν.
Κατά συνέπεια, δεν είχα καμία ταμπέλα ή καμία έννοια στο κεφάλι μου μη και δεν είμαι πολυ ροκ, μήπως και δεν είμαι πολυ λαϊκός, μήπως δεν είμαι πολύ ποπ… δεν με ενδιέφερε ποτέ. Ό, τι μου βγαινε, εκείνο έκανα. Και δεν μετάνιωσα λεπτό.
Είναι όπως όταν πάει καλά ο μήνας στη δουλειά του οικοδόμου, αυτός παίρνει το μεροκάματο και πάει με τη γυναίκα του στον Μαργαρίτη να πιουν ένα μπουκάλι. Και λέει ο Μαργαρίτης σε κάποια δόση «είσαι ο έρωτας της ζωής μου/είσαι η μία και μοναδική». Γυρνάει, τη σκουντάει και της λέει «δικό σου».
Δεν της έχει πει όμως ποτέ «ρε γυναίκα μου, χαίρομαι πολύ που ζούμε μαζί και σε αγαπάω πολύ και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που σε έχω δίπλα μου». Επειδή δεν έχει τα λόγια, τον χαρακτήρα, την ευαισθησία, τον βοηθάει το τραγούδι να το σκεφτεί και να το εκφράσει. Κι αυτό έχει λυτρωτικό χαρακτήρα.
Photo: Δημήτρης Μιχαλάκης
«Δεν περνούσε από το μυαλό μου να το διορθώσω για να γίνει πιο εύληπτο»
Αυτό αφορά όμως τον στιχουργό Τουρνά που έχει κάποια συνοχή στην προσέγγισή του. Ο μουσικός Τουρνάς απ’ την άλλη έχει κάνει δεκάδες διαφορετικά πράγματα.
Ήταν τι με γοήτευε εκείνη τη στιγμή ή τι ένιωθα ότι κολλάει. Άμα πάρεις για παράδειγμα τη μελωδία του «Δεν Μετανιώνω», δεν έχει καμία σχέση με ελληνικές μελωδίες, είναι σαν πειραματική μελωδία. [Τραγουδάει τη μελωδία του κουπλέ χωρίς λόγια]. Τι είναι αυτό, δεν είναι ελληνικό τραγούδι, δεν είναι αυτό το παραδοσιακό που ξέρουμε. Έτσι μου έβγαινε όμως, έτσι το κράταγα. Δεν περνούσε από το μυαλό μου να το διορθώσω για να γίνει πιο εύληπτο και να αρέσει περισσότερο.
Αυτό φαίνεται από την αρχή. Ψυχεδελική σκηνή υπήρχε στην Ελλάδα, αλλά οι Poll έχουν κάτι πιο εγκεφαλικό στην ενορχήστρωση και όχι μόνο. Ας πούμε στο «Έλα Ήλιε μου» βλέπουμε μια δομή του τραγουδιού, η οποία είναι ασυνήθιστη: δύο κουπλέ και στο τέλος κάτι που ενώνεται και ανοίγει.
Ασυνήθιστη, ναι. Όταν ήρθε ο Χάρης Κατσιμίχας να κάνουμε το «Κυρίες και Κύριοι» στα «Ντουέτα», κατέβηκε στο στούντιο στις 6 η ώρα και μπήκε για να τραγουδήσει στο booth στις 12. Έξι ώρες μου μίλαγε για να εξηγήσει πόσο έχει επηρεαστεί από τον τρόπο που έγραφα εγώ, και πώς αυτό του έμαθε να μην κυνηγάει το σουξέ, αλλά το “soft spot” που λέμε. Αυτό είναι μεγάλο κομπλιμέντο.
Αλλά την ώρα που τα κάνεις, δεν τα ξέρεις ρε φίλε. Απλώς έχεις γλιτώσει από το βάσανο του σουξέ. Ο τραγουδιστής σου λέει «έχω καλή φωνή, θέλω να πετύχω, θέλω να αρέσω, να κάνω χρυσούς δίσκους, να έρχονται τα μιλιούνια, να αφήνουν τα εκατομμύρια. Άρα ποιο είναι το ζητούμενο; Σουξέ».
Άμα σου πω ότι εγώ δεν πέρασε από το μυαλό μου σχεδόν ποτέ τι πάει να πει σουξέ και πώς θα γίνει να το φτιάξουμε; Κι όταν μπεις σε αυτή τη φιλοσοφία, να το φτιάξεις, είναι σαν να είσαι πολιτικός. Ψάχνεις ψήφο. Το ίδιο πράγμα είναι. Αρχίζουν τα ψέματα.
Εγώ αυτό το πράγμα από σύμπτωση δεν το έχω. Εγώ έβραζα από παιδάκι για αυτά που είχαν συμβεί στην οικογένεια μου, αυτά που έβλεπα γύρω μου και έλεγα «αυτό έχω να πω, έτσι έχω να το πω». Αρέσει, δεν αρέσει. Και στάθηκα τυχερός, πέντε φορές κάναμε κι επιτυχία.
Πολύ συχνά μέσα στα κομμάτια σας υπάρχουν διαφορετικά στοιχεία που κάνουν διάλογο. Το πρόσεξα πρώτη φορά με το «Στην πηγή μια κοπέλα» των Poll, που ακούμε δύο κιθάρες σε πλήρη απόκλιση. Ή με το «Αυτή που έφυγε», που είναι η φωνή και της απαντάει το γύρισμα.
Αυτά έρχονται πια όταν πας να αποτυπώσεις αυτό που έφτιαξες, όπου πειραματίζεσαι, πού είναι το γούστο σου, πώς το ακούς… Καμιά φορά όταν γράφεις ένα τραγούδι μπορεί με το αυτί σου ν’ ακούς ορχήστρες ολόκληρες.
Όταν έκανα τα «Απέραντα Χωράφια» ας πούμε, εγώ άκουγα μέσα μου μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες. Όταν πήγα στην εταιρία μου είπαν «τι είναι αυτό ρε, 40 λεπτά τραγούδι τι να το κάνω; Πρώτον, ποιος θα το πει;» Λέω «θα το πω εγώ». «Τι είναι αυτό τώρα, δεν είναι τραγούδια αυτά ρε Κώστα, είναι ένα. Όλος ο δίσκος ένα τραγούδι». «Και δεν είναι μόνο αυτό», λέω, «θέλει και συμφωνικό σύνολο μαζί με την μπάντα τη δικιά μου». «Τι συμφωνικό σύνολο δηλαδή;». «Ε, να παίζει και συμφωνικό σύνολο, βιολιά, πνευστά, ιστορίες, φαγκότα, φλάουτα…» «Τι λες ρε Κώστα; Αυτά δεν γίνονται». Πώς να στο πω, αυτοί δεν βάζαν τέτοια λεφτά ούτε για τη Μαρινέλλα.
Μην τα πολυλογώ, φεύγω. Μου έχουν πει «είναι δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο γιατί είναι μεγάλο έξοδο». Την επομένη το πρωί με παίρνουν τηλέφωνο. «Σε θέλει ο διευθυντής». Μάλιστα, πάω εγώ. Συμφωνήσαμε στα πρακτικά, έφεραν 35 όργανα και παίξαμε και κάναμε τα «Απέραντα Χωράφια».
Αυτό μάλιστα από έναν 23χρονο που γράφει αυτοβιογραφικό δίσκο.
Ναι, τρελά πράγματα! Τώρα που τα κοιτάω και ξέροντας τι ίσχυε τότε, λέω ή χτυπημένος ήμουνα και μου έβγαινε ή ήταν αυτή η ορμή, εκεί, παμε! Μάλιστα, σήμερα βλέπω τα παιδιά και στο πρόσωπό τους βλέπεις θυμό. Εμένα υπήρχαν δυο χαρακιές εδώ μέσα [δείχνει στο μέτωπο πάνω από τη μύτη], βαθιές από τον προβληματισμό: τι είναι τούτο που ζούμε, πώς είναι το άλλο, πώς θα ζήσουμε, γιατί φέρεται έτσι ο άνθρωπος; Δεν βαριέσαι. Τώρα τα ψηλαφούμε κοιτώντας προς τα πίσω, έτσι για την καταγραφή του πράγματος.
Όντως, για την καταγραφή. Και μιας και λέγαμε για το «Στην πηγή μια κοπέλα» πριν, αυτό το γνωστό απόσπασμα από την ταινία «Ο άγνωστος εκείνης της νύχτας» με τον Βοσκόπουλο στην οποία είναι οι Poll και παίζουν το τραγούδι, πόσο αντιπροσωπεύει το κλίμα της εποχής;
Αυτό ίσχυε τότε. Μας είπαν πάμε τώρα να παίξετε σε μια ταινία ένα-δύο τραγούδια. Ρωτάμε τι ταινία, μας λένε με τον Βοσκόπουλο. Λέμε «τι δουλειά έχουμε εμείς με αυτό;». Ήδη εγώ ένιωθα ξένος. Αλλά η περισσότερη ελληνική μουσική που ακουγόταν εκείνα τα χρόνια ήταν τα τραγούδια του κινηματογράφου. Από εκεί έβγαιναν οι επιτυχίες. Η Μοσχολιού από εκεί βγήκε, η Μαρινέλλα, πολλοί. Έτσι μας είπαν να το κάνουμε για να βοηθήσει τον δίσκο να τον ακούσουν οι άνθρωποι. Άμα το λέει η εταιρεία, πας.
Εμείς τότε παίζαμε σε ένα κλαμπάκι που καθόσουν και άκουγες. Ήταν το μοντέλο της μπουάτ, αλλά δεν ανέβαινε ένας τροβαδούρος σαν παπάς πάνω να σου πει τραγούδια, ανέβαινε μια μικρή μπάντα. Έτσι το κάναμε κι εμείς. Και αυτό το πράγμα λειτούργησε απίστευτα.
Όταν αρχίσαμε, ερχόντουσαν πέντε άνθρωποι. Περνάει κι ένας μήνας, γίναμε επτά. Άντε να το κλείσουμε να φύγουμε. Και λέει ο τύπος που είχε το μαγαζί «άμα έχω εγώ τα ποτά κι ό,τι εισπράττουμε το παίρνετε εσείς, θέλετε να το συνεχίσουμε, να φτάσουμε ως τις γιορτές και να δούμε πώς πάει;». Άντε, να το προσπαθήσουμε. Ξεκινάμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά και μέσα σε δύο εβδομάδες φτάσαμε να έχουμε τριπλή παράσταση το Σάββατο. Τριπλή! Και η ουρά να φτάνει μέχρι την πλατεία Βικτωρίας!
Δεν ξέρεις μωρέ γαμώτο… Είναι ένα επιχείρημά μου για τους αγχώδεις ανθρώπους αυτό: σήμερα είσαι να πέσεις να πεθάνεις, γιατί; Δεν φτάνουν τα λεφτά, θα μου πάρουν το σπίτι, μου έχουν κάνει προσημείωση… Σε πιάνει μια απόγνωση. Ξέρεις όμως τι θα γίνει αύριο το πρωί; Αφού δεν ξέρεις, τι βουλιάζεις μέσα στη λακούβα; Πήγαινε και ό,τι προκύψει. Στη χειρότερη θα σου πάρουν το σπίτι. Αλλά ήδη σε έχει φάει μια αρρώστια μέχρι κάτι να γίνει.
Θα μου πεις, εσύ δεν θα αγωνιούσες, δεν θα αγχωνόσουν; Θα αγχωνόμουν, αλλά με τα χρόνια έμαθα ότι κάθε φορά που αγχώθηκα, απάντηση δεν πήρα. Λύσεις δεν δόθηκαν. Οπότε ποιο το νόημα; Αφού δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο, κάνε ό,τι μπορείς. Πήγαινε σε ένα φίλο σου να σου δανείσει. Κάνε κάτι, μη σκέφτεσαι. Η σκέψη δεν θα σου δώσει απάντηση, γιατί το κεφάλι σου ρωτάς. Άμα το κεφάλι σου ήξερε, θα σου είχε πει.
Photo: Δημήτρης Μιχαλάκης
«Σε έκανε να θυμάσαι τα δικά σου ταξίδια της φαντασίας»
Αν πούμε ότι η ευρύτερη σκηνή της ψυχεδέλειας πιάνει από τον Σαββόπουλο μέχρι εσάς, νομίζω ότι συμβαίνει ένα μικρό διαζύγιο εκείνη την περίοδο. Ένα κομμάτι αυτής της σκηνής πηγαίνει πιο πολύ προς τα παραδοσιακά και ένα άλλο προς πιο πειραματικές οδούς.
Την πρώτη φορά που πήγαμε με τους Poll να δουλέψουμε στο «Ελατήριο», ήρθε μια μέρα ο Σαββόπουλος. Είχε μπει τότε στο στρατιωτικό νοσοκομείο για να μην υπηρετήσει, προφασιζόμενος ψυχολογικές διαταραχές. Στο τέλος τα κατάφερε, δεν υπηρέτησε. Όταν βγήκε λοιπόν, εμείς έχουμε αρχίσει πρόβες και ένα απογευματάκι εκεί που κάναμε πρόβες, μπαίνει μέσα. Έκατσε να πιει καφέ. Αφού είπαμε διάφορα, μας λέει στο τέλος: «να σας πω ρε εσείς, επειδή αυτό που κάνετε έχει και λίγη αμερικανιά, φορέστε κανα ζιγκουνάκι να έχετε και κάτι πιο ελληνικό».
Εμένα αν με ρώταγες δεν πήγαινε ποτέ το κεφάλι μου. Τι λέει ο ποιητής; Να βάλω ζιγκουνάκι να το παίξω Έλληνας δηλαδή; Έτσι θα είμαι ο Έλληνας; Αυτή η υπολογιστική σκέψη ήταν μόνιμα απούσα από εμένα. Υπήρξαν όντως αυτοί που υιοθέτησαν κάποιος τέτοιες γραμμές, έλα να το ελληνοφέρουμε, να το έχουμε λίγο πιο κοντά σε αυτό που ξέρει ο κόσμος.
Αυτό δεν πέρασε από το μυαλό μου ποτέ, είναι όπως σου είπα πριν. Ό,τι ένιωθα, αυτό έγραφα.. Και σήμερα, μετά από πενήντα πέντε χρόνια, αν με ρωτάς, καλά έκανα. Δεν μετανιώνω δευτερόλεπτο. Είχα εύκολη ζωή; Όχι! Είχα μια-δυο περιόδους επιτυχίας στις οποίες ήρθαν και πέντε δεκάρες παραπάνω. Και είχα και πολλά χρόνια δύσκολα.
Γιατί το δικό μου το είδος δεν ήταν ποτέ καλοπληρωμένο. Οπότε στη στραβή έπεφτες στον λάκκο. Δεν με ένοιαζε. Είναι η ορμή του ερασιτέχνη μάλλον – που παρεμπιπτόντως είναι ο εραστής της τέχνης.
Έχει σχολιαστεί πολύ, από τα «Αστρόνειρα» μέχρι το «UFO» το πώς παίξατε με μια φουτουριστική, διαστημική αισθητική της εποχής. Τι θεωρείτε ότι συμβόλιζε αυτή;
Ήρθε και με ρώτησε κάποια στιγμή ο πατέρας μου όταν ήμουν 15 χρονών «τι θα κανεις ρε παιδάκι μου στη ζωή σου, πανεπιστήμια και τέτοια δεν γίνεται», δεν υπήρχαν λεφτά για σπουδές. Του λέω «θα γίνω μουσικός». Μου λέει «τι μουσικός, τους μουσικούς του θάβουμε με έρανο». Του απαντάω «θα κοιτάξω να μη με θάψουν με έρανο, τι να σου πω».
Το σχολείο το φόρτωσα τελικά για χάρη της μουσικής, παρότι θα μπορούσα να είμαι εξαιρετικός ίσως, αλλά με ενδιέφερε πάντα να διαβάζω ό,τι μου κινούσε το ενδιαφέρον. Αν είχα είκοσι δραχμές, οι δέκα θα πήγαιναν σε βιβλίο.
Ήταν η περίοδος που άρχισαν να βγαίνουν στα ελληνικά τα βιβλία του Έριχ Φον Νταίνικεν και διαφόρων αντίστοιχων συγγραφέων. Το ένα έλεγε ότι τη Γη την έχουν επισκεφτεί εξωγήινοι, ότι αυτοί έφτιαξαν τις πυραμίδες στην Αίγυπτο, ο καθένας έλεγε κι από κάτι. Όμως μ’ αυτά, η φαντασία ενός παιδιού 22-23 χρονών οργιάζει. Διαβάζεις αυτό κι έχεις φύγει, έχεις ταξιδέψει. Στο όργιο της φαντασίας λοιπόν, ήρθαν και τα «Αστρόνειρα».
Με όλη αυτή την εξημμένη φαντασία, όταν τελικά στα τέλη της δεκαετίας του ’70 βγήκε ο «Πόλεμος των Άστρων», τον είδατε;
Ε, βέβαια!
Και πώς σας φάνηκε;
Σε έκανε να θυμάσαι τα δικά σου ταξίδια της φαντασίας. Και ήταν και γοητευτικό, γιατί ήταν καλοφτιαγμένα όλα αυτά τα παραμύθια. Ήταν ωραία.
«Δόξα να ‘χει το ένστικτο»
Την ίδια περίοδο με τον Πόλεμο των Άστρων βγαίνει κάτι άλλο, το οποίο είναι τρομερά φουτουριστικό: το synthesizer στο «I Feel Love» της Donna Summer. Αυτό πώς σας ακούστηκε;
Δεν θυμάμαι αν έχει προηγηθεί ή αν έπεται, αλλά όταν ανακάλυψα ότι κυκλοφορεί μονοφωνικό συνθεσάιζερ στο εμπόριο, πήρα τους δρόμους να βρω εδώ. Δεν είχαν φέρει, δεν υπήρχε. Πέρασε όμως τότε ένα τραγούδι μου σε ένα φεστιβάλ στο Τόκιο. Ερμηνεύτρια η Βίσση. Οπότε θα πηγαίναμε να το παίξουμε, ο δημιουργός και η ερμηνεύτρια.
Μόλις είναι να φύγουμε για Τόκιο, πάω στην εταιρεία και ζητάω ένα δάνειο να αγοράσω ένα συνθεσάιζερ στην Ιαπωνία να το φέρω πίσω – σημειωτέον ότι τα περισσότερα synth ήταν γιαπωνέζικα. Μου λένε και να σου δώσουμε τα λεφτά, δεν μπορείς να τα βγάλεις εξώ. Τότε ήταν μετρημένο το συνάλλαγμα, μπορούσες να βγεις με 300 δολάρια ας πούμε, εγώ χρειαζόμουν 4000. Τελικά κανόνισε η Universal Ολλανδίας να στείλει τα λεφτά στην Universal Ιαπωνίας και να τα πάρω από εκεί. «Και με το τελωνείο;» ρωτάω. «Ό,τι σου κόψει».
Παίρνω εγώ λοιπόν ένα πενταλάκι κιθάρας για εφέ και του βάζω μια ταμπελίτσα στην οποία γράφω επάνω το όνομα του synth που ήθελα να αγοράσω και την ένδειξη «για επανεισαγωγή». Όταν βγαίνω από την Ελλάδα, πάω στο τελωνείο και τους λέω «βγάζω κι αυτό, είναι για επισκευή, θα το ξαναφέρω, αν θέλετε το σημειώνετε». Πάμε Ιαπωνία, παίρνω ένα ταξί την τρίτη μέρα να πάω να πάρω τα λεφτά από την Universal Tokyo και το αγοράζω.
Το ταξί εν τω μεταξύ μου έκανε εντύπωση. Πρώτον, δεν άνοιγες την πόρτα, άνοιγε μόνη της. Δεύτερο, μέσα ήταν πάλλευκο, σαν σεντόνι, η πλάτη, το κάθισμα, το προσκέφαλο. Και τρίτον, δεν άλλαξε λωρίδα από την ώρα που με πήρε, μέχρι που φτάσαμε – αριστερά ελεύθερες οι άλλες δύο λωρίδες. Έμεινα χαζός. Πώς ζουν αυτοί οι άνθρωποι; Εμείς ούτε στον ύπνο μας, θα είχαμε πηδήξει και το διαχωριστικό.
Εγώ ήμουν κάπου 29 χρονών, η Βίσση κάπου 20-21 – η οποία έκανε μεγάλη εντύπωση εκεί πέρα στο φεστιβάλ τραγουδιού της Yamaha. Οι Ιάπωνες επίσης είχαν πλάκα: της δώσανε το βραβείο ειρωνικά της έγκαιρης προσέλευσης στις πρόβες – πάντα ερχόταν μισή ώρα αργότερα! (Γέλια).
Τέλος πάντων, έφερα το synthesizer και ήταν από τα πρώτα που βρέθηκαν εδώ στην Ελλάδα. Το οποίο ήταν και τετ-ρα-φω-νι-κο σε παρακαλώ πολύ! Τεχνολογία που έσκιζε. Και το έχω βάλει σε πολλά πράγματα εκείνα τα χρόνια.
Είχατε ξεκινήσει ήδη χρόνια πριν να παίζετε με ένα mellotron.
Ναι ναι, με ό, τι έβρισκα μπροστά μου που να φέρνει κάτι καινούργιο.
Αλλά το mellotron απ’ ό,τι ξέρω, κολλούσε…
Άσ’ τα, άσ’ τα. Ήταν πολύ πρωτόγονο ως τεχνολογία.
Πάντως με το που παίρνετε το synth, αρχίζετε να ξεσαλώνετε μ’ αυτό. Αν ακούσει κανείς το «Τώρα» ή το «Τι Να Μας Κάνει η Νύχτα» της Χριστιάνας…
Αυτό είναι όλο synth! Αλλά ναι, το χρησιμοποιώ παντού.
Είχε ακουστεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα τότε;
Νομίζω πως όχι. Ήρθε η Χριστιάνα κι εγώ είχα δύο τραγούδια, το «Τι Να Μας Κάνει η Νύχτα» και ένα άλλο, το «Δεν Έχει Άλλη Λύση» που είναι η ζωή μιας πόρνης, το λέει πεντακάθαρα μέσα. «Δεν έχει άλλη λύση» είναι ότι στο τέλος γίνεται πόρνη, αφού δεν έχει να πάρει γάλα στο παιδί της. Το βλέπει η Χριστιάνα αυτό τώρα -στο Θεό σου- και λέει «το θέλω». «Μωρή», της λέω, «είναι λίγο τρελό αυτό, λίγο τολμηρό». «Όχι, το θέλω!».
Θέλω να πω ότι όλοι οι καλλιτέχνες έχουν και τη δική τους ποιότητα και αντίληψη για τα πράγματα. Η Χριστιάνα ήθελε κάτι κοντά σ’ αυτό που έκανα εγώ – που δεν ήξερα τι κάνω, αλλά ήταν αυτό που σου είπα πριν: να βγάλω το σώψυχό μου, να βγάλω αυτό που έχω σκεφτεί, αυτό που με απασχολεί. Πριν προλάβω να σκεφτώ ότι θέλω να κάνω επιτυχία. Γιατί αν σκεφτώ ότι θέλω να κάνω επιτυχία, αυτά απορρίπτονται όλα, πάνε περίπατο!
Πάρε σήμερα ξέρω ‘γω τον Αργυρό, τον Βέρτη, τον Νίκο τον Οικονομόπουλο. Και οι τρεις δεν πρόκειται να βγάλουν τραγούδι για τον βασανισμένο Γιάννη – λέω τώρα. Θα βγάλουν «μ’ αφήσες, σ’ άφησα, έφυγες, μου την κοπάνησες, πονάω…».
Είναι αυτό που λένε οι αμερικάνοι όταν κάνουν ταινίες, «τα πέντε λεπτά που γαμάνε την καρδιά». Χτύπα τους στο συναίσθημα όσο γίνεται. Θέλουμε ένα πεντάλεπτο τέτοιο και μετά το δίλεπτο της ερωτικής σκηνής κ.ο.κ.. Γιατί εκεί τώρα είναι όλα μετρημένα και υπολογισμένα. Τι χρειάζεται; Τι πρέπει; Εδώ δεν αποτυγχάνουμε. Θέλουμε λεφτά εδώ.
Ως προς το ηχητικό εκείνης της περίοδου επίσης, παίζετε πολύ dub και reggae. Και μάλιστα, ο ήχος δεν είναι λευκή reggae, δεν είναι UB40.
Όχι, είναι Τζαμάικα. Οι Τζαμαϊκανοί τι κάνουν: άμα παίξει ο ντράμερ και τονίζει το 2 και το 4, δεν θα πέσει κανείς άλλος μαζί του. Ενώ η νοοτροπία στον δυτικό κόσμο ήταν ότι το μπάσο θα πάει με την κάσα, η κιθάρα θα παίξει με το ταμπούρο… Ενώνονταν λίγο τα πράγματα και αυτό έβγαινε από τη συμφωνική κληρονομιά. Έβαζες κάποια πράγματα μαζί για να τονίσεις αυτό που ήθελε να τονίσεις.
Οι reggae μπάντες τι κάνανε: ό, τι έπαιζε ο ντράμερ, δεν το έπαιζε κανένας άλλος. Και έτσι γέμιζε ο ένας τον άλλον και άκουγες έναν ρυθμό και έλεγες «τι είναι αυτό;». Τρελό πράγμα, αλλά ωραίο.
Την ίδια ώρα όμως, όταν παίζεις και γράφεις τραγούδι με μια κιθάρα, το πιο πιθανό είναι ότι έτσι όπως γρατζουνάς, αυτή θα είναι και η ταχύτητα, αυτός θα είναι κι ο ρυθμός. Τα περισσότερα κομμάτια που γράφουμε με κιθάρα είναι μπαλαντοειδή, μπαλαντίτσες. Το reggae είναι πολύ κοντά στην μπαλάντα γιατί είναι χαλαρό [μιμείται τον ρυθμό].
Είναι σαν να παίζει μια κιθάρα. Εμένα μου ήρθε λοιπόν πολύ βολικό γιατί έφευγα από το τετριμμένο: «βάλε ρε τις κάσες και το μπάσο του ρέγκε, όπως το κάνουν». Και άρχισα να βγάζω και τέτοια κομμάτια: «Μην με Τυραννάς», «Πίσω Μην Ξαναγυρνάς», «Δεν Μετανιώνω», κάμποσα.
Και αργότερα, ο ήχος και η αισθητική του δίσκου «Υπερβολές» (1983) είναι καθαρόαιμο synthpop. Και βγαίνει πριν έρθουν στην ελληνική τηλεόραση «Οι Σκληροί του Μαϊάμι» π.χ.
Γινόντουσαν πράγματα σου λέω και δόξα νά ‘χει το ένστικτο. Έψαχνες, γύρευες, έλεγες «πως το κάνει αυτός», αλλά στην ουσία σε βοήθαγε το ένστικτο. Εγώ δεν είχα στο κεφάλι μου ποτέ στρατηγική.
Για να καταλάβεις, όταν πούλαγε ένας δίσκος έμπαινα στην εταιρία και ήταν «καλησπέρα Κωστάκη, τι έγινε; Ωραία πάει ο δίσκος, ε!». Άμα ο δίσκος δεν πήγαινε καλά, έμπαινα στην εταιρεία και ήταν «α, ήρθες Κώστα, ε» – με είχαν χεσμένο τελείως. Καταλάβαινα λοιπόν πότε τα πράγματα πάνε καλά από το πώς με δεχόντουσαν μέσα στην εταιρεία.
Τι έτρεμα μόνο: μη μου κόψουν το δικαίωμα να κάνω δίσκο. Οπότε στο πίσω μέρος του μυαλού μου έλεγα «ας πάει καλά γαμώτο» — γι’ αυτούς! Άλλωστε από την εταιρία τι να πάρεις; Άμα γινόταν χρυσός ο δίσκος άντε να είχες πάρει ένα εκατομμύριο δραχμές: καλά λεφτά, πολλά λεφτά. Αλλά αυτοί είχαν πάρει έντεκα!
«Αντί να κάνουν τη δική τους μουσική και να την ντύσουν με τα εργαλεία, κάνουν τα εργαλεία μουσική γι’ αυτούς»
Το οπισθόφυλλο του «Κλισέ» (1986). Κάτω αριστερά γράφει: «Ηχογραφήθηκε Στο Home Studio 7 Απο Τον Κώστα Τουρνά Που Χρησιμοποίησε: FOSTEX B-16, FOSTEX 4050, AUTOLOCATOR, RSD 16-16-2 DESK, OTARI 5050 II, FOSTEX 3070, KORG DDL 1000, PCM 60 LEXICON, RSD 500, MARTIN AUDIO MONITORS, PANSCAN, VALLEY PEOPLE DYNAMITE, 400. Προγραμμάτισε Τα: DS -1, OBERHEIM DX, MSQ – 700, KORG DDM 220, SDD 2000, SIMMONS SDS-ERB & Έπαιξε Τα: DX-7, KORG-8000, EX 800, JX-8P, ROCKMAN, GIBSON, »THE PAUL» VOXEL, TAKAMINE EL, AC, KORG VOCODER.» (Πηγή: Discogs)
Εν τω μεταξύ κοίταγα τις σημειώσεις στο «Κλισέ» (1986) και έχει μέσα ένα κάρο μηχανήματα. Όλα αυτά που βρέθηκαν;
Έχω ένα φίλο και συνάδελφο, παλιός κι αυτός. Αυτός ό,τι λεφτά βγάζει τα κάνει οικόπεδα, διαμερίσματα και μαγαζιά. Άλλος λέει «θα τα ρίξουμε στη δουλειά, να αυγατίσουν». Ο καθένας έχει μια φιλοσοφία. Εγώ δεν είχα φιλοσοφία, αλλά είχα έναν καημό: μην και δεν κάνω τη δουλειά μου καλά.
Δύο φορές το χρόνο πήγαινα Αγγλία και έφερνα όργανα, ό, τι δεν υπήρχε εδώ. Πήγαινα στα καταστήματα και ρώταγα, το έχετε φέρει αυτό; «Δεν το έχουμε φέρει, το περιμένουμε στο εξάμηνο». Αγγλία κατευθείαν, φέρ’ το.
Όλα αυτά τα είχατε και λίγο σαν παιχνίδια δηλαδή.
Δεν ήταν παιχνίδι ήταν πράγματα που μου άρεσαν. Ας πούμε, πήγα και πήρα ένα ηχείο, ένα κουτί με το οποίο έπαιζε ο Πίτερ Φράμπτον, το οποίο είχε έναν σωλήνα. Έβαζες τον σωλήνα στο στόμα και ό,τι έλεγες το «μίλαγε» η κιθάρα.
Αυτό τώρα, τι είναι; Τρέλα είναι. Φέρ το ρε παιδί μου να το έχουμε να παίξουμε! Θυμάμαι κάποια στιγμή που παίζω εδώ στη Νέα Φιλαδέλφεια, σε έναν ανοιχτό χώρο και έχουν χαζέψει. Γιατί μιλάω, αλλά δεν μιλάω με τη φωνή μου, μιλάω με τον ήχο της κιθάρας και λέω λέξεις κανονικά: «ευχαριστούμε που ήρθατε» κλπ.
Σου δίνω ένα παράδειγμα. Πόσο μάλλον τώρα πράγματα που ήταν κλασικά: synth, κιθάρες… Τα κυνηγούσες. Όπως οι άλλοι λοιπόν έκαναν τα λεφτά οικόπεδα, εγώ ό,τι έβγαζα το έριξα στη μουσική.
Έτσι έφτιαξα κι ένα στούντιο το ‘80 μέσα σε ένα δωμάτιο και έκανα εκεί το «Autobianchi» [σημ.: το άλμπουμ «Παιχνίδι» του 1988]. Η παραγωγή είναι μέσα σε ένα δωμάτιο, έχω ένα μικρό στούντιο εκεί. Δεύτερης-τρίτης κατηγορίας, δεν είναι όπως τα μεγάλα στούντιο, με φθηνά πράγματα σχετικά μέσα, αλλά το έκανα.
Photo: Δημήτρης Μιχαλάκης
Μα στην ουσία στη δεκαετία του ’80 η μουσική μεταφέρεται στο στούντιο. Είναι πια το στούντιο όργανο.
Ε βέβαια! Πριν τι γινότανε: οταν γράψαμε εμείς με τους Poll για να καταλάβεις, το μάξιμουμ καναλιών που έχεις για να γράψεις είναι τέσσερα. Δηλαδή έγραφες ένα στερεοφωνικό ντραμς-μπάσο-δυο κιθάρες και τραγούδαγες μετά μαζί να γράψεις τις φωνές ή να παίξει ένας κιθαρίστας από πάνω. Δεν έχει παραπάνω, τόσα είναι τα κανάλια. Στον ένα χρόνο το τετρακάναλο γίνεται οχτακάναλο. Στα δύο χρόνια γίνεται δεκαεξακάναλο. Στα τέσσερα χρόνια γίνεται εικοσιτετρακάναλο, το εικοσιτετρακάναλο γίνεται δύο συγχρονισμένα — 48 κανάλια, δηλαδή. Ε, μετά από εκεί αρχίζουμε και περνάμε δειλά-δειλά στα κομπιούτερ, όπου σήμερα μπορείς να γράψεις 100 πλέιμπακ σε ένα τραγούδι.
Και δεν είναι μόνο αυτό, είναι και η επεξεργασία του ήχου. Με ένα πρόγραμμα μπορείς να έχεις 5.000 εφέ αντίστοιχα αυτού που έκανε ο Φράμπτον με τον σωλήνα.
Ότι θες, ό,τι θες. Εγώ δεν κάνω τελική επεξεργασία στο σπίτι, αλλά μ’ αρέσει να ακούω αυτό που έχω γράψει. Έχω λοιπόν μια βιβλιοθήκη ήχων που έχει ό, τι όργανο υπάρχει στον πλανήτη, σε σόλο ή σε σύνολο. Έχω ξέρω ‘γω τη Συμφωνική του Βερολίνου. Μπορώ να παίζω με μια κιθάρα και μια φωνή και να παίζει η Συμφωνική του Βερολίνου από πίσω. Ό,τι μπορείς να διανοηθείς: ανατολικά όργανα, δυτικά όργανα, παραδοσιακά όργανα, ιρλανδική γκάιντα, ό,τι θες. Αυτό, την ίδια ώρα που είναι μεγάλη ευκολία, είναι και κατάρα. Διότι οι πολλοί άνθρωποι ζαλίζονται και αντί να κάνουν τη δική τους μουσική και να την ντύσουν με τα εργαλεία, κάνουν τα εργαλεία μουσική γι’ αυτούς. Και τώρα και με το ΑΙ… άσ’ τα.
Στο «Autobianchi» ας πούμε είχα έναν στίχο που έλεγε «δεν το ξανακάνω σε Volkswagen». Το γράφω μια φορά, έβγαινε πρόστυχο. Πάω να το ξαναγράψω, έβγαινε χοντροκομμένο. Την άλλη φορά ούτε χιούμορ δεν είχε. Τρία χρόνια το έπιανα και το άφηνα. Μου άρεσε η ιδέα όμως, γιατί ήταν κάτι που το είχαμε ζήσει όλοι. Μια μέρα παίρνω τον Γιάννη Καλαμίτση και του λέω να μου γράψει στίχους, «να γίνει δεκατρισύλλαβο, ομηρικό» – ραπ δεν είχαμε ακόμα τότε. «Άμα θες Autobianchi, Volkswagen δεν ξέρω. Από Autobianchi έχω την εμπειρία να σου γράψω».
Μου στέλνει επτά σελίδες, του λέω λείπει αυτό που σε ενοχλεί ο λεβιές. Μου στέλνει άλλες πέντε σελίδες. «Ναι, αλλά ο μπανιστιρτζής που έρχεται και παίρνει μάτι;». Μου στέλνει άλλες πέντε. Τον παίρνω να του πω ευχαριστώ, μου λέει κατευθείαν «μη μου πεις ότι λείπει τίποτα, ράψ’ τα, κόψ’ τα, κάνε ό,τι θες, αυτά είναι».
Πας να ντύσεις τώρα ένα πράγμα μιλητό, όπως κάνουμε σήμερα. Για ρυθμό παίρνουν τις λούπες έτοιμες τα παιδιά. Λούπες δεν δεν είχαμε τότε, έπρεπε να του βάλεις μια υπόκρουση ή να πας να το τραγουδήσεις, να το μιλήσεις. Εκεί αρχίζουν και βγαίνουν οι επιρροές.
Το μπάσο του «Autobianchi» είναι ας πούμε συνεισφορά ενός μαέστρου που είχαμε, του Σαρόγλου του Γιάννη – μαέστρος του Πάριου. Μαζί παίξαμε καμιά δεκαριά χρόνια, εξαιρετικά ταλαντούχος μουσικός. Μου λέει «αυτό θα βάλουμε, τώρα να βρούμε και τα τύμπανα κλπ». Και το σκαρώσαμε μαζί.
Ξέρεις, είναι μια διαδικασία που δεν διαφέρει πολύ από τον τυροκόμο ή τον φούρναρη. Λες να βάλω και λίγο σουσάμι μέσα; Να βάλω και λίγο γλυκάνισο; Το ίδιο πράγμα είναι. Με άλλα υλικά και με άλλους ανθρώπους.
Τώρα, κάποια από αυτά πιάνανε τον κόσμο. Εγώ λέω ότι για να σε πιάσει πρέπει να σε αφορά και μουσικά και στιχουργικά. Αλλιώς δεν πρόκειται να σε πιάσει ποτέ.
Είναι ας πούμε προχτές μέσα στην κερκίδα ένας με ένα τηλέφωνο και το έχει ανάψει όταν λέμε το «Όπου Φυσάει ο Άνεμος». Αυτουνού τώρα κάτι του λέει. Κατά κανόνα, είναι ένας άνθρωπος που έχει καταπιεστεί. Το «Όπου φυσάει ο άνεμος πάω/είμαι καλάμι, γέρνω, δεν σπάω» είναι το σώψυχό του. Με το που βρήκε να το πει -αυτό που σου έλεγα πριν-, να εκφραστεί, το χάρηκε.
Άμα το τραγούδι δεν βρει καρδιές και περιεχόμενο στους ανθρώπους είναι άχρηστο. Δεν έχει κανένα ρόλο.
Πηγή: KOSTAS TOURNAS / Pinterest
«Είχα εκατό αιτήματα για τραγούδια – θα έπρεπε ν’ αλλάξω δουλειά»
Υπάρχει βασική διαφορά που βλέπω στιχουργικά σε εσάς ανάμεσα στο ‘70 και ‘80. Δηλαδή δίσκοι όπως είναι το «Κυρίες και Κύριοι» (1974), τα «Λευκά Φτερά» (1975), το «Στο Σινεμά» (1976) είναι λίγο νοσταλγικά και συνεσταλμένα. Είναι κάπως σαν να νιώθετε εκτός εποχής.
Μα πάντα ένιωθα εκτός εποχής!
Ίσως λίγο περισσότερο εκεί.
Πάντα έτσι ήμουν. Το έλεγα σε μια ιδιωτική κουβέντα ότι στην Ελλάδα, όπως και παντού, οι άνθρωποι επιχειρούμε όλα τα πράγματα να τα κατηγοριοποιήσουμε. Το χρωστάμε στον εαυτό μας, γιατί με την κατηγοριοποίηση ξέρεις που πας, τι είναι αυτό, τι είναι το άλλο, ξέρεις που πατάς. «Η διαφορά», του λέω, «είναι ότι υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν χωράνε σε κατηγορίες».
Για παράδειγμα, αυτό που κάνω εγώ. Δεν έχω μια κατηγορία στην οποία με βάζεις και τελειωσαμε, να με ταξινομήσεις δηλαδή. Ρωτούσαν γιατί δεν έκανα λαϊκό — έκανα τελικά και λαϊκό!
Πηγή: Discogs
Αυτό είναι το άλλο που ήθελα να ρωτήσω: τη δεκαετία του ‘90 πια γράφετε λαϊκά για την Γαρμπή και τον Κοντολάζο, αλλά και ζεϊμπέκικο για τον Μπονάτσο.
Καλά, αυτά είναι πιέσεις. Την Καιτούλα τη Γαρμπή εγώ τη γνώρισα 15 χρονών. Είμαστε σ’ ένα κέντρο, ο Μητροπάνος επικεφαλής, μαζί του η Ελπίδα κι εγώ. Και έχουν φέρει τις αδερφές Γαρμπή κι άλλα δύο κορίτσια με εφτά άτομα μπαλέτο κοριτσιών. Ήταν η νοοτροπία «βάλε και κορίτσια να υπάρχουν στο χώρο». Δεκαπέντε χρονών τότε και ήταν ένα αγγελούδι. Περάσαμε έναν χειμώνα μαζί εκεί, πέρασαν τα χρόνια και την πήραν οι δισκογραφικές.
Πάω μια μέρα στη δισκογραφική της να πάρω κάτι δικαιώματα για μια δουλειά που είχα κάνει. Και μου λέει ο παραγωγός της, «ρε Κώστα, η Καιτούλα είναι αστέρι. Φιλαράκι σου είναι, γράψ’ της τίποτα». Αυτό μου το λέει δυόμιση η ώρα που φεύγω. Του λέω «εντάξει, άμα μου βγει θα κάνω».
Έξι η ώρα τον παίρνω τηλέφωνο, «έλα, έχω πέντε τραγούδια». Μου λέει «τα έχεις συρτάρι». Του λέω «όχι, τώρα τα έκανα». «Αποκλείεται» λέει, «σου ορκίζομαι στη μάνα μου», του λέω.
Έρχεται και μένει ξερός: «Μη Με Συγκρίνεις Μάτια Μου», «Ή Αγαπάς ή Φεύγεις», «Ξυπόλητη Χορεύω». Παίρνει τηλέφωνο την Καίτη, η οποία δουλεύει πάνω στη Θεσσαλονίκη σε ένα μαγαζί και της λέει «έχουμε έτοιμη τη μια πλευρά του δίσκου, ο Κώστας». «Α, ο Κώστας!», λέει. «Διάβασε μου ένα στίχο».
Διαβάζει έναν στίχο, δεν τον καταλαβαίνει. «Δηλαδή εκεί τι θες να πεις;». «Άσ’το, άσ’το, όταν έρθεις. Αυτό που δεν καταλαβαίνεις τώρα, θα το τραγουδάς μέχρι να πεθάνεις» — ήταν το «Μη Με Συγκρίνεις Μάτια Μου».
Έγινε αυτό, το οποίο ήταν μια σύμπτωση. Εγώ το μόνο που ήξερα είναι ότι άμα γράψεις λαϊκό σε θάβουν οι καρεκλάδες, σε θάβουν και οι ροκάδες και το φοβόμουνα. Γι’ αυτό και κάποια λαϊκά τα έκανα με ψευδώνυμο και σε περίοδο που είχα ανάγκη.
Γίνεται όμως αυτό, οπότε πλακώνει ο Μάτσας, «έλα ρε να κάνουμε τον Κοντολάζο να τον βοηθήσουμε, θα κάνεις κάτι καλό κλπ» — και γίνανε και δυο-τρία πραγματάκια εκείνη την περίοδο με αφορμή την Καίτη. Τότε είχα εκατό αιτήματα για τραγούδια. Θα έπρεπε να αλλάξω δουλειά δηλαδή.
Το είπα ίσως επειδή μέχρι τότε δείχνετε να μη βλέπετε πολύ θετικά την ελληνική μουσική.
Δεν είναι ότι δεν την έβλεπα θετικά. Πρώτα απ’ όλα θέλει μία εκπαίδευση. Το λαϊκό τραγούδι έχει τη δική του ιστορία και τους δικούς του δρόμους. Το μπουζούκι τους δικούς του δρόμους και τους δικούς του ρυθμούς. Εγώ δεν είχα καμία παιδεία σ’ αυτά. Είχα ξεκινήσει από Beatles, Stones κι αυτά που παίζαμε στα κλαμπ: ιταλικά, γαλλικά… Το ήξερα το λαϊκό τραγούδι, αλλά δεν είχα εντρυφήσει, μου φαινόταν ότι είναι πιο απόμακρο από εκεί που ξέρω. Κατά συνέπεια, δεν ήταν σ’ αυτά που έκανα. Μακάρι να ήταν, αλλά δεν ήταν.
Μετά το 2000 είναι που σταματάτε και να γράφετε.
Ναι, γιατί δεν έχει εταιρείες πια. Εγώ είχα μάθει να λέει η εταιρία «θέλω ένα δίσκο μέχρι τον Δεκέμβρη». Έβαζαν τα λεφτά, κάναμε ό,τι κάναμε και τον παρέδιδα. Όταν τέλειωσαν οι εταιρίες, τι κάνεις; Έχω εγώ τα λεφτά να βάλω να κάνω το δίσκο; Και μετά να τον κυκλοφορήσω πού;
Είχε αρχίσει να ανεβαίνει το ίντερνετ, οπότε ήταν και η πειρατεία στο έπακρο· η ιντερνετική πειρατεία, όχι της κασέτας, αυτή αντιμετωπιζόταν. Έβγαζα εγώ έναν δίσκο τώρα, σε πέντε λεπτά τον είχε η μισή Ελλάδα τζάμπα. Ποιος πληρώνει το έξοδο να το φτιάξεις; Που είναι έξοδο, είναι λεφτά: οι μουσικοί που θα παίξουν, οι άνθρωποι που θα δουλέψουν. Κώλωσα. Και κώλωσα περισσότερο -παρόλο που δεν δείλιαζα ποτέ στη ζωή μου- κυρίως γιατί δεν είχα και λεφτά! Για να κάνεις ένα δίσκο ήθελες 4-6 χιλιάρικα ευρώ από το 2000 και μετά. Δεν τα είχες. Στο μεταξύ στις παραστάσεις είχα πολύ ρεπερτόριο να παίξω και τραγούδια να ακούγονται. Οπότε ξέμεινα.
Επανήλθατε με άλμπουμ πρώτη φορά με τον «Αθώο» το 2022, μετά την πανδημία. Ακούγοντας το άλμπουμ μάλιστα, έχω την αίσθηση ότι έχει σχέση και με την πανδημία.
Ε, βέβαια! Πρώτα απ’ όλα, ο Covid ήταν και ένα μέσο ελέγχου των μαζών — ανεξαρτήτως σκοπιμότητας, δεν με ενδιαφέρει να μπω στη συνωμοσιολογία. Αλλά είναι αντικειμενικά έλεγχος των μαζών, όταν παίρνεις άδεια για να βγεις από το σπίτι. Μιλάμε για εκατομμύρια ανθρώπους με δουλειές, με υποχρεώσεις, με παραγωγικότητα.
Δεύτερον: αν με κλειδώσεις στο σπίτι, πόσο αντέχω να μην φάω μια κατάθλιψη στο κεφάλι; Διότι μπορεί με τη γυναίκα μου να μην τα πηγαίνω καλά ή μπορεί να είμαι μόνος. Έγιναν πολλά: τσακωμοί, διαζύγια…
Θέλω να πω ότι όλα αυτό το πράγμα είναι στο τέλος ένα πείραμα κοινωνικό. Ανεξάρτητα τι έκανε ο Covid, αν έπρεπε ή δεν έπρεπε. Και άλλες φορές έχουμε γίνει επιδημίες και τότε θεωρούνταν πιο αυταρχικές οι ηγεσίες. Ενώ τώρα φοράνε έναν δημοκρατικό μανδύα, αλλά σου λένε σπίτι – άδεια – φιρμάνι – πρόστιμο.
Αυτό λοιπόν, λίγο-πολύ χτυπάει στο θυμικό σου. Θες κάπου, κάτι να βγάλεις, να αντιδράσεις, κάτι να πεις, να εκφράσεις για να λυτρωθείς κι ο ίδιος. Επειδή το είπα. Το έβγαλα.
Και τελευταία ερώτηση: πρόσφατα κυκλοφορήσατε το άλμπουμ «Με μια κιθάρα». Γιατί θέλατε να βγάλετε τα παλαιότερα τραγούδια σας σε ορχηστρικές, λιτές εκδοχές;
Καμιά φορά μια φωνή μπορεί να σε τραβάει να ακούσεις και καμιά φορά να σ’ απωθεί. Επειδή κάποιες μουσικές από τα τραγούδια που έχω κάνει έχουν ενδιαφέρον, είναι ωραίες μελωδίες, είπα να αφαιρέσω τη φωνή γι’ αυτούς που δεν θα ήθελαν να την ακούσουν.
Κάποια στιγμή κάθεσαι στο μπαλκόνι, έχεις φτιάξει ένα ουισκάκι. Λέει κάποιος «βάλε ρε εκείνο με τις κιθάρες να παίζει». Και παίζουν οι κιθάρες ωραία τραγουδάκια. Είπα να είναι κάτι ακόμα. Ας υπάρχει.
Ο Κώστας Τουρνάς εμφανίζεται στο Αγοραφοβικό Φεστιβάλ στο ΠΛΥΦΑ (Κορυτσάς 39, Αθήνα) την Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου.