Με τον επίσημο κυβερνητικό λόγο να επενδύει σε μια «σκληρή γραμμή» στο μεταναστευτικό, συμπεριλαμβανομένης της αμφισβητούμενης νομιμότητας αναστολής του δικαιώματος αίτησης ασύλου για όσους εισέρχονται παράνομα στη χώρα από τη Βόρεια Αφρική, και την προσπάθεια να κυριαρχήσει μια ρητορική για τη μετανάστευση που την αντιμετωπίζει ως «απειλή» και «κίνδυνο», είναι σαφές ότι επείγει η επιστροφή σε μια πιο κριτική προσέγγιση.
Αυτή γίνεται ακόμη πιο επείγουσα, εάν αναλογιστούμε ότι η εικόνα που θέλει τη μετανάστευση να είναι μια υποτίθεται «βίαιη εισβολή» προσφύγων και μεταναστών στον Παγκόσμιο Βορρά είναι μία αβάσιμη ιδεολογική κατασκευή. Ακόμη και το 1,2 εκατομμύρια πρόσφυγες που έφτασαν στις ακτές του Αιγαίου το 2015 αντιπροσώπευαν μόλις το 0,24% του συνολικού πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το ποσοστό των προσφύγων στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2021 ήταν μόλις 1,6%. Άλλωστε, τα στοιχεία δείχνουν ότι το 2020 το 86% των προσφύγων μένουν στον Παγκόσμιο Νότο, ενώ την ίδια χρονιά οι μετανάστριες και οι μετανάστες αποτελούσαν το 3,6% του παγκόσμιου πληθυσμού. Επιπλέον, τα στοιχεία για τον πληθυσμό της χώρας μας δείχνουν ότι μάλλον έχει συμβεί το ακριβώς αντίθετο της «εισβολής: στην περίοδο ανάμεσα στο 2011 και το 2021, που περιλαμβάνει την οικονομική χρήση, ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά περίπου 333.000 άτομα σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία, ενώ κατά τη EUROSTAT η μείωση του πληθυσμού ήταν διπλάσια, δηλαδή κοντά στις 660.000.
Όλα αυτά καθιστούν εξαιρετικά ενδιαφέροντα τον συλλογικό τόμο με τίτλο «Οριακές αντιστάσεις. Κριτικές προσεγγίσεις της μετανάστευσης», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αντίποδες σε επιμέλεια της Νέλλης Καμπούρη και της Όλγας Λαφαζάνη. Άλλωστε, τα στοιχεία που μόλις επικαλέστηκα τα άντλησα από την εισαγωγή που έγραψαν οι δύο επιμελήτριες. Αυτό που δίνει ξεχωριστό ενδιαφέρον σε αυτόν τον τόμο δεν είναι απλώς ότι οι συγγραφείς του επιλέγουν μια τοποθέτηση διαφορετική από αυτή του κυρίαρχου λόγου, αλλά και ότι επιλέγουν μια διαθεματική προσέγγιση: «Σε αντίθεση με το βασικό δίπολο “γηγενης” και “ξένος” με βάση το οποίο εννοιολογείται η μετανάστευση στον εθνοκεντρικό λόγο, μια κριτική οπτική προτείνει τη διαθεματική προσέγγιση. Να αντιλαμβανόμαστε δηλαδή τον τρόπο που διαμορφώνονται τα υποκείμενα στις διασταυρώσεις και στα όρια της εθνικότητας, της φυλής, του φύλου, της κοινωνικής τάξης της θρησκείας, της σεξουαλικότητας, της σωματικής ακεραιότητας».
Τα διαφορετικά κείμενα που περιλαμβάνει ο συλλογικός τόμος επιτρέπουν να δούμε τη μετανάστευση με διαφορετικό τρόπο. Ο Δημήτρης Παρσάνογλου επιστρέφει στις αντιπαραθέσεις του 19ου αιώνα γύρω από το ζήτημα των ετεροχθόνων, για να υπενθυμίσει ότι και στο παρελθόν η χώρα αντιμετώπισε με επιφύλαξη μεταναστευτικές εισροές. Η Όλγα Λαφαζάνη υπενθυμίζει ότι τα σύνορα κάθε άλλο παρά αυτονόητα είναι, αλλά πολύ περισσότερο αποτελούν μια μέθοδο και διαμορφώνουν ένα πεδίο πολλαπλών ανασημασιοδοτήσεων και διαπραγματεύσεων, ενώ ο Σάντρο Μετσάντρα μελετώντας τις πρακτικές των ίδιων των μεταναστών, τις αντιστάσεις τους, αλλά και τη σημασία των κινημάτων αλληλεγγύης, υπογραμμίζει ότι για όλους αυτούς τους ανθρώπους η διεκδίκηση της ελευθερίας στη μετακίνηση αποτελεί ένα αίτημα αγώνων. Ο Νικόλας ντε Τζένοβα υπενθυμίζει το καθεστώς στο οποίο υπάγονται οι «παράνομοι» μετανάστες στην πραγματικότητα διευκολύνει το να είναι θύματα εκμετάλλευσης και ότι η «νομική παραγωγή της υποτιθέμενης “παρανομίας” ως μια διακριτής χωρικά ορισμένης και τυπικά φυλετικοποιημένης κοινωνικής συνθήκης για τους μετανάστες και τις μετανάστριες χωρίς χαρτιά παρέχει έναν μηχανισμό για τη διατήρηση της ευαλωτότητας και της διαχειρισιμότητας τους ως εργάτες και εργάτριες».
Από τη μεριά του ο Μπερντ Κάσπαρεκ υπενθυμίζει πώς διαμορφώθηκε το καθεστώς για το άσυλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και τη σημασία των αγώνων που οργανώθηκαν για τα δικαιώματα των μεταναστών και των προσφύγων, ενώ η Ρεγγίνα Μαντανίκα εξετάζει το πώς διαμορφώθηκε σταδιακά το καθεστώς υποδοχής και οι αντίστοιχοι θεσμοί. Ο Κώστας Γούσης επιστρέφει στους αγώνες γύρω από τη μεταναστευτική εργασία, συμπεριλαμβανομένων των αγώνων των ίδιων των μεταναστών, υπογραμμίζοντας ότι γύρω από αυτές τις κινητοποιήσεις διαμορφώθηκε μια «εθνοτικά και γλωσσικά ετερογενής μορφή κοινότητας». Εξετάζοντας την έμφυλη διάσταση της μετανάστευσης η Νέλλη Καμπούρη υπογραμμίζει ότι το βασικό ερώτημα «είναι πώς θα αποφύγουμε την αποπολιτικοποίηση του φύλου και τον περιορισμό του σε ευρέως αναγνωρίσιμες ταυτότητες του θύματος ή εκείνου/ης που εξαπατά το σύστημα υποδυόμενος/η/ο το θύμα». Ο Βασίλης Τσιάνος εξετάζει τον σύνθετο και συχνά απρόβλεπτο χαρακτήρα που μπορεί να έχει η μετανάστευση και το πώς η δυναμική της μπορεί ενίοτε να εξουδετερώνει την πολιτική των συνοριακών καθεστώτων. Ο Χάρης Τσαβδάρογλου εξετάζει το πώς οι νεοφερμένοι επιδιώκουν να απαντήσουν στις ανάγκες για στέγαση και το πώς μέσα από αυτές τις διεκδικήσεις στην πραγματικότητα τελικά παράγονται διεθνικά στεγαστικά κοινά, που με τη σειρά τους δείχνουν πώς μπορούμε συνολικότερα να υπερασπιστούμε και να διευρύνουμε τη συνολικότερη διεκδίκηση των σύγχρονων κοινών. Τέλος ο Ραναμπίρ Σαμαντάρ εξετάζει διαφορετικές προσεγγίσεις στην πανδημία για να υπογραμμίσει τις μεγάλες ανισότητες που καταγράφηκαν, τη σημασία που έχει η επισφαλής μεταναστευτική εργασία για την κάλυψη των αναγκών σε φροντίδα και νοσηλεία, αλλά και την συνολικότερη ανάγκη να διεκδικήσουμε την υλική υποδομή που θα διευκολύνει να γίνει πράξη η αναγκαία ηθική της φροντίδας, ιδίως όταν η κατά Αγκάμπεν «γυμνή ζωή» σήμερα είναι πιο κοντά στον συνταξιούχο που βρίσκεται στη λίστα αναμονής για ένα μηχάνημα υποστήριξης της αναπνοής ή ένα κρεβάτι εντατικής θεραπείας εξαιτίας ενός καταρρέοντος συστήματος υγείας.
Οι εμπειρίες από το κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και τους μετανάστες δείχνουν τα όρια μιας προσέγγισης που θα συνδύαζε φιλανθρωπία και τεχνοκρατική διαχείριση. Μέσα από πρωτότυπα πειράματα αλληλεγγύης όπως οι καταλήψεις στέγης για πρόσφυγες προέκυψαν μορφές κοινής δράσης που υπογράμμιζαν τη διεκδίκηση αυτονομίας των μεταναστριών και των προσφύγων αλλά και νέες μορφές χειραφετητικής ενότητας και διεκδίκησης. Ουσιαστικά, η κατεύθυνση «ζούμε μαζί – αγωνιζόμαστε μαζί» παράγει ετεροτοπίες στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή του κυρίαρχου αντιμεταναστευτικού λόγου.