Ο Κρέοντας καταδικάζει την Αντιγόνη σε θάνατο, κι αυτή είναι η αφετηρία του δρόμου που θα οδηγήσει στην καταστροφή του.
Ο γιος του, ο Αίμονας, ο μνηστήρας της Αντιγόνης, είναι ο πρώτος που τον αποδοκιμάζει και προσπαθεί μάταια να τον μεταπείσει, κινούμενος ανάμεσα στην υιική παράκληση και την κραυγή της απελπισίας.
Όμως, και οι θεοί αποδοκιμάζουν τον Κρέοντα.
Ο μάντης Τειρεσίας μιλά για τα φρικτά σημάδια που προδίδουν τη μόλυνση της πόλης από το πτώμα που λιώνει.
Ο Κρέοντας, αλαζόνας και τυφλωμένος από την πίστη προς την απεριόριστη δύναμη της πολιτείας, φαντάζεται ότι ο μάντης τον απατά και εμμένει στην απόφασή του.
Ο Τειρεσίας αποσύρεται με τη φοβερή κατάρα ότι ο Κρέοντας θα πληρώσει με τη δική του σάρκα και με το δικό του αίμα το έγκλημά του εναντίον του δικαιώματος του νεκρού.
Μόνον τότε ο Κρέοντας ξεφεύγει από τον κλοιό της τύφλωσης, της αλαζονείας και της παραίσθησης, και επιχειρεί να εξιλεωθεί για το έγκλημά του.
Δυστυχώς για εκείνον, η Αντιγόνη είναι ήδη νεκρή.
Πάνω στο πτώμα της, ύστερα από μια έκρηξη μίσους εναντίον του πατέρα του, αυτοκτονεί ο γιος του, ο Αίμονας.
Η μητέρα του, Ευρυδίκη, τον ακολουθεί στο θάνατο με μια κατάρα εναντίον του άνδρα της, του Κρέοντα.
Έρημος και τσακισμένος, απομένει ζωντανός ο Κρέοντας, έχοντας αναγνωρίσει καθυστερημένα το σφάλμα του.
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Κοσμάς Φοντούκης (Τειρεσίας) και ο Σοφοκλής Πέππας (Κρέων) στο υπαίθριο θέατρο του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών («Αντιγόνη» 2002 – Αρχείο Εθνικού Θεάτρου).