«Λούης» ο γαμπρός στα «Παντρολογήματα» και πολλά ψέματα
Το ψέμα πέφτει «βροχή», η νύφη αναποφάσιστη και ο γαμπρός το σκάει την τελευταία στιγμή στα «Παντρολογήματα» του ρώσου συγγραφέα, Νικολάι Γκόγκολ, που σκηνοθετεί ο Γιάννης Μπέζος και περιοδεύουν ανά την Ελλάδα στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ. Μαζί με τον Γιάννη Μπέζο παίζουν, μεταξύ άλλων, η Ναταλία Τσαλίκη και ο Χρήστος Λούλης. Η κωμωδία περιστρέφεται […]
Το ψέμα πέφτει «βροχή», η νύφη αναποφάσιστη και ο γαμπρός το σκάει την τελευταία στιγμή στα «Παντρολογήματα» του ρώσου συγγραφέα, Νικολάι Γκόγκολ, που σκηνοθετεί ο Γιάννης Μπέζος και περιοδεύουν ανά την Ελλάδα στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ.
Μαζί με τον Γιάννη Μπέζο παίζουν, μεταξύ άλλων, η Ναταλία Τσαλίκη και ο Χρήστος Λούλης. Η κωμωδία περιστρέφεται γύρω από έναν αναποφάσιστο, νωθρό και άτολμο εργένη που σκέφτεται να παντρευτεί. Σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής προσλαμβάνει μια πονηρή προξενήτρα και το «παιχνίδι» ξεκινά. Μεταβαίνει στο σπίτι της νύφης, όπου και συναντά και άλλους υποψήφιους γαμπρούς με τα ελαττώματα να δίνουν «ταυτότητα» στον καθένα.
Όταν έρχεται η στιγμή να μείνει μόνος με την υποψήφια νύφη το «κουβάρι» της κενότητας και της ασυνεννοησίας ξεδιπλώνεται. Η νύφη ταξιδεύει σε ψεύτικα πελάγη, ο γαμπρός ζει υπό τη σκιά της αναποφασιστικότητας, ενώ ένας «φίλος» του που έχει πάρει το ρόλο της προξενήτρας τον πιέζει να παντρευτεί. Οι πιέσεις δεν έχουν, όμως, αγαθό σκοπό και ο γάμος τελικά δεν πραγματοποιείται. Η αυλαία πέφτει με απαισιοδοξία, το «σύννεφο» της μοναξιάς κάλύπτει τη νύφη και ο γαμπρός άφαντος.
Στην παράσταση αναδεικνύεται η «αυτοκρατορία» του ψέματος με έναν κωμικό τρόπο που συνορεύει με φάρσα. Ο δόλος, η έλλειψη συναισθημάτων, η ιδιοτέλεια, οι αλλεπάλληλες προσποιήσεις και οι υπερβολές, συνθέτουν ένα κωμικοτραγικό σκηνικό που μέσα από την προοδευτική και προφητική ματιά του Γκόγκολ δεν απέχει πολύ από το σήμερα.
Η χαιρεκακία και το αρρωστημένο πάθος για χρήμα και ικανοποίηση συμφερόντων ξεπροβάλλουν φανερά μέσα από τη σκηνοθεσία που τονίζει τα σκοτεινά σημεία της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Παράλληλα, η έλλειψη ουσιαστικών συναισθημάτων και η αντικειμενοποίηση των ανθρώπων προσεγγίζονται με έναν κωμικό τρόπο.
Η σκηνοθεσία εστιάζει αρκετά στην ανθρώπινη τρέλα και στις αδυναμίες, με χιούμορ που προκαλεί γέλιο, χωρίς να είναι πάντα ποιοτικό.
Νοήματα όπως η υποτιμημένη θέση της γυναίκας στην Πετρούπολη του 19ου αιώνα, με το σεξιοσμό να δεσπόζει, δεν αναδεικνύονται τόσο μέσα από την παράσταση.
Δίνεται, όμως, έμφαση στην ανταγωνιστική ανθρώπινη φύση και στη μάχη για εργασιακή επιβίωση.
Η παράσταση κινείται σε ρυθμούς φάρσας, ρέει γρήγορα με εύπεπτο τρόπο, χωρίς να εμβαθύνει ιδιαίτερα στα μηνύματα. Προκαλεί όμως γέλιο μέσα από ορισμένες καλές ερμηνείες, ενώ με σύγχρονους διαλόγους «βουρτσίζει» με ελληνική πινελιά το έργο.
Ο ερμηνείες που ξεχωρίζουν είναι εκείνες του Τάσου Γιαννόπουλου και του Δημήτρη Δεγαΐτη. Ο Τάσος Γιαννόπουλος μπορεί να μην ξεφεύγει από τους ρόλους που τον έχει συνηθίσει το κοινό στην τηλεόραση, διαθέτει όμως χιουμοριστική σπιρτάδα και μαζί με τον Δημήτρη Δεγαΐτη προκαλούν άφθονο γέλιο.
Από την άλλη, η ερμηνεία της Κατερίνας Λυπηρίδου στο ρόλο της νύφης απέχει από το σκεπτικό του Γκόγκολ, ενώ «χορεύει» στους ρυθμούς του υπερβολικού.
Τα σκηνικά κινούνται σε κλασικούς ρυθμούς σε μια παράσταση που από την αρχή μέχρι το τέλος δεν αφήνει αδιάφορο τον θεατή, έχει όμως ορισμένες αδυναμίες τόσο στις ερμηνείες όσο και στη σκηνοθεσία.