Αναμονή με γλυκιά αγωνία. Σε μια σειρά άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας και επαγγέλματος περίμεναν. Περίμεναν μια διαφορετική έλευση που θα τους ταξίδευε νοερά σε άγνωστους τόπους, μονοπάτια και συνήθειες. Με ένα καρτελάκι στο χέρι, που έγραφε το όνομα του μετανάστη – οδηγού ξεκίνησε το «No Man’s Land», ενώ ο βαθμός της περιέργειας ανέβηκε όταν ο οδηγός […]
Αναμονή με γλυκιά αγωνία. Σε μια σειρά άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας και επαγγέλματος περίμεναν. Περίμεναν μια διαφορετική έλευση που θα τους ταξίδευε νοερά σε άγνωστους τόπους, μονοπάτια και συνήθειες. Με ένα καρτελάκι στο χέρι, που έγραφε το όνομα του μετανάστη – οδηγού ξεκίνησε το «No Man’s Land», ενώ ο βαθμός της περιέργειας ανέβηκε όταν ο οδηγός με ευγενικό νεύμα καλούσε τον καθένα από τη σειρά να τον ακολουθήσει ξεκινώντας από τον σταθμό του μετρό στο Μοναστηράκι.
Το «No Man’s Land» μια παράσταση – περίπατος από το Μοναστηράκι μέχρι τον Κεραμεικό, που εντάσσεται στο Fast Forward Festival και έλαβε τέλος την Κυριακή 11 Μαΐου, θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν κάτι το πρωτοποριακό, ίσως και ρηξικέλευθο για τα ελληνικά δεδομένα.
Μετά την Ολλανδία, την Ισπανία και τη Γερμανία «ήρθε» στην Αθήνα, σε σκηνοθεσία του διακεκριμένου Ολλανδού Ντρις Φερχόφεν, για να ανοίξει το δρόμο μιας διαφορετικής επικοινωνίας. Να συμβάλλει στην εμπέδωση της ανοχής και του σεβασμού απέναντι στο ξένο με αντιρατσιστική και εξομολογητική χροιά.
Έχοντας ένα iPod στο χέρι και ακουστικά, ένα κείμενο – συλλογή ποικίλων αληθινών ιστοριών και μουσικές άλλοτε νοσταλγικές και άλλοτε εύθυμες να ηχούν στα αυτιά μου, η περιήγηση ξεκίνησε με οδηγό τον Σαΐντ από την Τανζανία.
Μπορεί να μην υπήρχε άμεση επικοινωνία με τον Σαίντ και ο δίαυλος να ήταν τα ακουστικά, ο πάγος όμως έσπασε με το βλέμμα, τη μουσική που γεφυρώνει την οποιαδήποτε απόσταση και τον περίπατο που αναπλάθει φορτωμένες συνειδήσεις.
«Αυτά είναι τα χέρια μου, τα πόδια μου, τα παπούτσια μου». «Θα μπορούσα να σου μιλήσω στα ελληνικά και να γελάσεις». «Θα μπορούσα να σου πω για τις φυλακές». «Θα μπορούσα να σου πω ότι είδα να κακοποιούν και να καίνε την αδερφή μου μπροστά μου». «Θα μπορούσα να σου πω ότι του έφαγα πέντε δόντια, αλλά δεν ξέρεις τι έγινε, τι κάνει κανείς για να προστατεύσει την οικογένειά του». «Νόμιζα πως Ελλάδα σήμαινε Περικλής». «Θα μπορούσα να σου πω ότι στο σχολείο κάναμε Καβάφη». «Θα μπορούσα να σε καλέσω σπίτι μου να φάμε, να λέμε ατάκες και να μη μας καταλαβαίνει κανείς», ήταν μερικά από τα λόγια που συνέθεσαν το κείμενο.
Ο ρατσισμός, ο πόνος, το θάρρος του να ονειρεύεται κανείς και η εισβολή του δυτικού προτύπου ζωής σε κάθε γωνιά της γης, ήταν μερικά από τα μηνύματα που επεδίωκε να αναδείξει η εξωτερική παράσταση. Παράλληλα, το κείμενο που ακουγόταν από το iPod είχε σκοπό να τονίσει τη δύναμη της ενότητας και της αλληλεγγύης και να οικοδομήσει ένα οχυρό ανθρωπιάς και σεβασμού με στυλοβάτη την ισότητα.
Το λυρικό, το συγκινησιακό και το συναισθηματικό στοιχείο είχαν έντονη παρουσία, όπως θα μπορούσε να έχει και η ζωή του ίδιου του μετανάστη, μεγάλο ενδιαφέρον και σημασία.
Κατά τη διάρκεια διαδρομής υπήρχαν στιγμές που ο Σαΐντ σταματούσε και στεκόμενος απέναντι μου μού μιλούσε με το βλέμμα του. Άλλες φορές χορεύοντας διέσχιζε το δρόμο, ενώ προς το τέλος της διαδρομής μου έδωσε ένα πορτοκάλι.
Η αυλαία έπεσε όταν βρεθήκαμε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη γλώσσα του μου τραγουδούσε. Όταν έφυγε από το δωμάτιο στον τοίχο σχηματίστηκε η εικόνα του. Χαμογελούσε, ενώ κρατούσε ένα καρτελάκι με το όνομά μου, όπως ακριβώς τον γνώρισα.