Σε μια περιήγηση στην «μπλογκόσφαιρα» βρήκα τον χώρο της κυρίας Ιουστίνης Φραγκούλη. Μετά οκτώ βιβλία ήδη στο ενεργητικό της («Ψηλά τακούνια για πάντα», «Μια πεταλούδα στη ζωή μας», «Η παρακαταθήκη»,
Και δεν μπόρεσα να αντισταθώ στην πρόκληση να της ζητήσω την προδημοσίευση ενός αποσπάσματος του. Και εκείνη απλόχερα μού έδωσε την άδεια. Την ευχαριστώ θερμά και σάς καλώ να ταξιδέψετε και εσείς στην Αβάνα με την πένα και τον φωτογραφικό φακό της Ιουστίνης Φραγκούλη:
«Πήρα το λεωφορειάκι του ξενοδοχείου μαζί με άλλους ευγενείς κι αθόρυβους τουρίστες που μας κατέβασε στο κέντρο της πόλης, στην πλατεία Σεν Μιγκουέλ. Είπα να πλανηθώ έτσι χωρίς πρόγραμμα για να χορτάσει το μάτι μου αυτή την απίστευτη αρχιτεκτονική της Αβάνας, που μοιάζει μ’ ένα ατέλειωτο εργόχειρο, Kι ανάμεσα στα στολίδια να λείπουν χάντρες, ανάμεσα στα υπέροχα σπίτια να βρίσκονται σκόρπια τα άλλα, αχρωμάτιστα, εγκατελελειμένα, ελεεινά. (…)
» Προχωράω στο δρόμο, όπου οι Κουβάνοι και οι Κουβάνες ντυμένοι στην τρίχα και βαρειά αρωματισμένοι προσπαθούν να ψαρέψουν τουρίστες για την πραμάτεια τους. Αλλοι με προσκαλούν στις τιέντες τους να αγοράσω κανένα σουβενίρ, άλλοι μου λένε δήθεν μυστικά να μου προσφέρουν φτηνά πούρα Αβάννας. Λέω διαρκώς όχι και νιώθω επιεικώς άβολα.
» Ένας νεαρός μελαμψός Αδωνις με ακολουθάει συνεχώς. Αρχίζω να φοβάμαι πως θα μου επιτεθεί, αν και η εγκληματικότητα είναι ελεγχόμενη στους κεντρικούς δρόμους, όπου κυκλοφορούν αστυνομικοί και χαφιέδες.
» Ο νεαρός με πλησιάζει, σχεδόν με στριμώχνει στο πεζοδρόμιο: Πούρα; με ρωτάει. Όχι, του κάνω νόημα. Έρωτα; Δηλαδή αγοραίο έρωτα; Τρέχω αλαφιασμένη στην κεντρική πλατεία, όπου είναι αναμειγμένοι Κουβάνοι και τουρίστες. Νιώθω περισσότερο ασφαλής. Το μάτι μου πιάνει όμορφα κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά να στήνουν παγίδα έρωτα σε άντρες τουρίστες. Με πιάνει μια μελαγχολία για την κατάντια της Κούβας του αγαπημένου μου Φιντέλ Κάστρο.
» Ξαφνικά πέφτω σε ένα τρελλό πάρτυ. Εδώ έχουν στήσει χορό σάλσα και τάνγκο και όλα, κάτω απο τους μαγικούς ήχους μιας τετραμελούς ορχήστρας. Η ορχήστρα παίζει και οι άνθρωποι στροβιλίζονται στους ρυθμούς της ξενοιασιάς,που αγοράζεται φτηνά στο κέντρο της Αβάννας.
» Φωτογραφίζω με πραγματική μανία τα κτίρια της ισπανικής αποικιοκρατίας, μεγαλεπήβολα και αρχοντικά. Η αστυνομία κρατάει ένα ολάκερο κάστρο για πάρτη της. Ολες οι κρατικές υπηρεσίες στεγάζονται στα ομορφότερα και πιό ανακαινισμένα κτίρια της πόλης. Οι Κουβάνοι ζούν στα ισόγεια και τους ορόφους των στριμωγμένων σπιτιών, που είναι σχεδόν ερέιπια. Στα ξεφτισμένα νεοκλασικά μπαλκόνια φιγουράρουν τα απλωμένα ρούχα της λερής μπουγάδας.
» Στο ιστορικό κέντρο οι Κουβάνοι για να βγάλουν λεφτά έχουν μετατρέψει τα σπίτια τους σε μαγαζάκια με είδη σουβενίρ. Πουλάνε χοντροκομμένες δαντέλες, ξύλινα αγαλματάκια και ναϊφ ζωγραφικούς πίνακες. Στο παράθυρό τους έχουν βγάλει την πραμάτεια για τους τουρίστες. Όλη η ζωή κινείται γύρω απο τους τουρίστες, απο τα λεφτά, απο την κρυφή συναλλαγή. Το όνειρο των Κουβάνων είναι να βρεθεί ένα ξένο χέρι να τους τραβήξει μακριά απο την ονειρεμένη χώρα τους.
Κατηφορίζω προς την παραλία, όπου είναι απλωμένο το μεγάλο επίσημο παζάρι της Αβάννας. Διάφορα σκούρα χέρια με τραβάνε προς το δικό τους μαγαζί. Αγοράζω ξύλινα αγαλματάκια (όπως σε κάθε ταξίδι μου) απο μια όμορφη κοπέλα. Σταματάω σε ένα παππού και αγοράζω τους μικρούς πίνακές του. Με συγκινεί η διαφορετικότητα της ζωγραφικής του. Ενώ είναι ναϊφ, η γραφή του αποπνέει ένα αβίαστο εξπρεσιονισμό. Πληρώνω μόνο 3 δολάρια για τον κάθε πίνακα αυτού του γεραμσένου ταλέντου, που χάθηκε για πάντα στην ανωνυμία της υπεροπροσφοράς της κομμουνιστικής κουλτούρας. (…)
» Αναζητώ την πλατεία με το λεωφορείο που θα με γυρίσει στο ξενοδοχείο μου. Εχω μισή ώρα καιρό. Κάθομαι σε ένα συνηθισμένο καφενείο περιτριγυρισμένη απο Κουβάνους. Ακριβώς δίπλα μου παρατηρώ ένα πλήθος ανθρώπων να περιμένουν στην ουρά έξω απο ένα μαγαζί. Η μουσική στο καφενείο είναι ηχηρή, οι Κουβάνοι δε χωράνε στις καρέκλες τους, χορεύουν στο ρυθμό των μοντέρνων ήχων της μπιτάτης σάλσα Εναρμονίζομαι ενστικτώδικα μαζί τους.
» Σηκώνομαι να πάρω το λεωφορείο. Το μαγαζί δίπλα μου ήταν τελικά ένα μπακάλικο που έφερε απόψε εκτάκτως γάλα και ρύζι. Έπεσε σύρμα και μαζεύτηκε η γειτονιά. Γι αυτό περίμεναν στην ουρά οι Κουβάνοι, για να προλάβουν να ψωνίσουν.
» Μπαίνω στο λεωφορείο. Έξω έχει απλωθεί το λυκόφως και τα πρώτα φώτα ανάβουν στην καρδιά της Αβάννας. Παίρνουμε την παραλιακή λεωφόρο. Απο το μώλο κρέμονται οι μελαψοί κάτοικοι της πόλης. Άλλοι έχουν βγει ζευγάρια για τη βραδινή τους βόλτα κι άλλοι ψαρεύουν με το καλαμίδι!»
Το αυθεντικό απόσπασμα μπορεί να το απολαύσετε,εδώ.