Μικρή η συμβολή της διατροφής στην πρόληψη του καρκίνου και των καρδιαγγειακών νοσημάτων
Νέα Υόρκη: Οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες αποκομίζουν μικρό όφελος αναφορικά με τον κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνο του μαστού, του ορθού και καρδιαγγειακού νοσήματος ή εγκεφαλικού επεισοδίου, περιορίζοντας τα λιπαρά στη διατροφή και αυξάνοντας την κατανάλωση φρούτων, λαχανικών και σιτηρών.
Νέα Υόρκη: Οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες αποκομίζουν μικρό όφελος αναφορικά με τον κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνο του μαστού, του ορθού και καρδιαγγειακού νοσήματος ή εγκεφαλικού επεισοδίου, περιορίζοντας τα λιπαρά στη διατροφή και αυξάνοντας την κατανάλωση φρούτων, λαχανικών και σιτηρών.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την ανάλυση στοιχείων της μελέτης Women’s Health Initiative Dietary modification Trial, η οποία δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο JAMA.
Στη μελέτη συμμετείχαν σχεδόν 49.000 γυναίκες την περίοδο 1993-1998 από 40 ιατρικά κέντρα των ΗΠΑ. Οι συμμετέχουσες χωρίστηκαν σε ομάδα ελέγχου και ομάδα διατροφικής παρέμβασης.
Η δεύτερη ομάδα έλαβε οδηγίες για περιορισμό την πρόσληψης του συνολικού λίπους στο 20% της ενεργειακής πρόσληψης και αύξηση της κατανάλωσης λαχανικών και φρούτων σε τουλάχιστον πέντε μερίδες ημερησίως και δημητριακών σε τουλάχιστον έξι μερίδες την ημέρα. Η συγκεκριμένη ομάδα συμμετείχε και σε συνεδρίες τροποποίησης της συμπεριφοράς.
Μετά από έξι χρόνια, οι γυναίκες δεν είχαν πλήρως εκπληρώσει τους διατροφικούς στόχους που είχαν τεθεί, αλλά κατά κάποιο τρόπο τα είχαν καταφέρει καλύτερα από την ομάδα ελέγχου.
Η Δρ Μπάρμπαρα Χάουαρντ του Ερευνητικού Ινστιτούτου MedStar, διαπίστωσε ότι μετά από κατά μέσο όρο οκτώ χρόνια ιατρικής παρακολούθησης, υπήρχε μικρή επίδραση της διατροφικής παρέμβασης στη συχνότητα της στεφανιαίας νόσου, του εγκεφαλικού επεισοδίου ή της καρδιαγγειακής νόσου.
«Για να επιτευχθεί σημαντικό όφελος στη δημόσια υγεία αναφορικά με τα κρούσματα καρδιαγγειακών νοσημάτων, απαιτείται μεγαλύτερης έκτασης αλλαγή σε πολλαπλά απαραίτητα θρεπτικά συστατικά και ιχνοστοιχεία και άλλες συμπεριφορές που επηρεάζουν τους παράγοντες κινδύνου της καρδιαγγειακής νόσου», σημειώνει η Δρ Χάουαρντ.
Εν τω μεταξύ ο Δρ Ρος Πρεντις του Αντικαρκινικού Ερευνητικού Κέντρου Fred Hutchinson έθεσε το ίδιο δείγμα γυναικών υπό ιατρική παρακολούθηση αναφορικά με τον κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου του μαστού. Και πάλι, η διατροφική παρέμβαση δεν τροποποίησε τον κίνδυνο σημαντικά.
Τέλος, επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον με επικεφαλής την Δρ Σίρλεϊ Μπερεσφορντ επίσης διαπίστωσε ότι η διατροφική παρέμβαση δεν είχε σημαντική επίπτωση στην συχνότητα του ορθοκολικού καρκίνου.
Οι Δρ Σέριλ Αντερσον και Λόρενς Αππλ του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς σχολιάζουν ότι «η μελέτη δεν εξέτασε διατροφικές παραμέτρους που ίσως έχουν μεγαλύτερη επίδραση στην μείωση των καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως ο περιορισμός του αλατιού και των κορεσμένων λιπών και η αύξηση του καλίου και των πολυακόρεστων λιπαρών».
Σημειώνουν δε ότι αν και οι περισσότερες συμμετέχουσες ήταν υπέρβαρες, η μελέτη δεν επικεντρώθηκε στις παρεμβάσεις επί του τρόπου ζωής που ίσως να είχαν κάποια επίδραση, περιλαμβανομένης της απώλειας βάρους, της σωματικής άσκησης και την αποφυγή έκθεσης στον καπνό του τσιγάρου.