Γονιδιακή βάση έχει η μητρότητα σε προχωρημένη ηλικία
Κοπεγχάγη: Η απόκτηση παιδιού με φυσιολογικό τρόπο σε προχωρημένη ηλικία μπορεί να έχει γονιδιακή βάση, υποστηρίζουν Ισραηλινοί επιστήμονες σε ανακοίνωση που έκαναν στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας.
Κοπεγχάγη: Η απόκτηση παιδιού με φυσιολογικό τρόπο σε προχωρημένη ηλικία μπορεί να έχει γονιδιακή βάση, υποστηρίζουν Ισραηλινοί επιστήμονες σε ανακοίνωση που έκαναν στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας.
Συγκεκριμένα ο Δρ Neri Laufer του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Haddassah της Ιερουσαλήμ με τη χρήση τεχνολογίας γονιδιακών τσιπ συνέκρινε το γενετικό προφίλ οκτώ γυναικών που είχαν επιλεχθεί από μια ομάδα 250 γυναικών που είχαν αποκτήσει παιδιά μετά την ηλικία των 45 ετών και έξι γυναίκες που είχαν ολοκληρώσει την οικογένειά τους μέχρι την ηλικία των 30 ετών.
«Οι οκτώ αυτές γυναίκες διαπιστώθηκε ότι διέφεραν από τον γενικό πληθυσμό λόγω μια μοναδικής γενετικής προδιάθεσης που τις προστάτευε από την γονιδιακή βλάβη και την κυτταρική γήρανση που επηρεάζει τις ωοθήκες», εξηγεί ο Δρ Laufer.
Όλες οι «υπερ-γόνιμες» γυναίκες ήταν Ασκενάζι Εβραίες, καταγόμενες από εβραϊκές κοινότητες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Οι περισσότερες είχαν έξι ή και περισσότερα παιδιά, δεν χρησιμοποιούσαν καμιά μέθοδο αντισύλληψης και είχαν χαμηλό ποσοστό αποβολών.
Όμοιο γενετικό προφίλ εντοπίστηκε και στις γυναίκες που ανήκουν στην φυλή των Βεδουίνων, οι οποίες αποκτούν παιδιά επίσης σε μεγάλη ηλικία.
«Το ξεχωριστό αυτό μοντέλο των υπερ-γόνιμων γυναικών, ίσως αποτελέσει τη βάση ενός μοντέλου για την κατανόηση του τι συμβαίνει στον γυναικείο οργανισμό αναφορικά με τη γονιμότητα.
Ωστόσο δεν γνωρίζουμε αν η κυοφορία σε προχωρημένη ηλικία σχετίζεται με την καθυστερημένη εμμηνόπαυση ή την μακροζωία. Σε μελλοντικές μελέτες θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε και στα δυο αυτά ερωτήματα», τόνισε ο Δρ Laufer.
Και συμπλήρωσε «καλύτερη διερεύνηση των 50 αυτών γονιδίων που παίζουν σημαντικό ρόλο στη γήρανση των ωοθηκών, στον κυτταρικό θάνατο και την ανάπλαση του DNA θα μας βοηθήσει να αναπτύξουμε καλύτερους παράγοντες γονιμότητας ή θεραπεία για την υπογονιμότητα σε γυναίκες άνω των 40 ετών. Επίσης ίσως μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα προγνωστικό τεστ για να καθορίσουμε ποιες γυναίκες έχουν πιθανότητα να κυοφορήσουν μετά τα 40 τους».