Αυξημένες οι πιθανότητες επιβίωσης έπειτα από διάγνωση πρώιμου καρκίνου του μαστού
Αμβούργο: Οι πάσχουσες από καρκίνο του μαστού σε πρώιμο στάδιο διαθέτουν μεγάλες πιθανότητες να επιβιώσουν της νόσου, ακόμη και αν η τελευταία υποτροπιάσει έπειτα από την αρχική θεραπεία, σύμφωνα με ανακοίνωση που έγινε στο 4ο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο για τον Καρκίνο του Μαστού.
Αμβούργο: Οι πάσχουσες από καρκίνο του μαστού σε πρώιμο στάδιο διαθέτουν μεγάλες πιθανότητες να επιβιώσουν της νόσου, ακόμη και αν η τελευταία υποτροπιάσει έπειτα από την αρχική θεραπεία, σύμφωνα με ανακοίνωση που έγινε στο 4ο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο για τον Καρκίνο του Μαστού.
Επιστημονική ομάδα της Ιατρικής Σχολής Κεκ του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας με επικεφαλής τον καθηγητή Ντένις Χολμς επισημαίνει πως οι γυναίκες που πάσχουν από μη διηθητικό καρκίνωμα του γαλακτοφόρου πόρου έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά το γεγονός ότι οι πιθανότητες επανεμφάνισης της νόσου έπειτα από μερική μαστεκτομή είναι περισσότερες.
Το διηθητικό καρκίνωμα του γαλακτοφόρου πόρου είναι μια μη-επιθετική μορφή καρκίνου του μαστού, η οποία ωστόσο, αν καταλάβει μεγάλη έκταση, είναι πιθανόν να χρήζει μερικής ή ολικής μαστεκτομής και παράλληλης ακτινοθεραπείας.
Στο πλαίσιο της μελέτης, οι επιστήμονες έθεσαν υπό ιατρική παρακολούθηση 1.136 πάσχουσες και διαπίστωσαν πως το 30% εξ όσων υποβλήθηκαν σε ογκεκτομή επλήγησαν από μετάσταση έπειτα από δέκα χρόνια, όταν το αντίστοιχο ποσοστό μεταξύ των γυναικών που υποβλήθηκαν σε ογκεκτομή και παράλληλη ακτινοθεραπεία ήταν 18% και μόλις 1,85 μεταξύ όσων υποβλήθηκαν σε μαστεκτομή.
Ωστόσο, παρατηρήθηκε επίσης πως τα ποσοστά θνησιμότητας από τη νόσο μεταξύ των τριών κατηγοριών σε χρονικό ορίζοντα δεκαετίας παρέμεναν παρόμοια. Μάλιστα, ακόμη και σε μια μικρή ομάδα γυναικών στις οποίες ο καρκίνος επέστρεψε με πιο επιθετική μορφή, το ποσοστό επιβίωσης από τη νόσο ξεπερνούσε το 90%.
«Αυτό που συνιστούμε στις γυναίκες είναι να προβαίνουν τακτικά σε μαστογραφικό έλεγχο προκειμένου η οποιαδήποτε ανωμαλία να εντοπιστεί και να αντιμετωπιστεί έγκαιρα», συμβουλεύει ο Δρ Χολμς.