Τηλεόραση και ηλεκτρονικά παιχνίδια οι ασχολίες των υπερκινητικών παιδιών
Λονδίνο: Τα υπερκινητικά παιδιά ξοδεύουν πολύ περισσότερο χρόνο παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια και παρακολουθώντας τηλεόραση σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη, που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Εταιρίας Παιδικής και Εφηβικής Ψυχιατρικής.
Λονδίνο: Τα υπερκινητικά παιδιά ξοδεύουν πολύ περισσότερο χρόνο παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια και παρακολουθώντας τηλεόραση σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη, που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Εταιρίας Παιδικής και Εφηβικής Ψυχιατρικής.
Συγκεκριμένα, ομάδα Αμερικανών ερευνητών πραγματοποίησε συνεντεύξεις με τους γονείς, τους δασκάλους αλλά και τα ίδια τα μέλη μιας ομάδας παιδιών που έπασχαν από το σύνδρομο υπερκινητικότητας και διαταραχής της συγκέντρωσης (ADHD) και διαπίστωσαν ότι τα εν λόγω παιδιά έτειναν να παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια που είχαν ως θέμα τη σωματική βία.
Οι ερευνητές μελέτησαν 24 αγόρια ηλικίας από 8 έως 12 ετών που έπασχαν από το σύνδρομο ADHD και σύγκριναν την εικόνα τους με την αντίστοιχη δυο άλλων ομάδων υγιών και ασθματικών παιδιών, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τα αντληθέντα στοιχεία, τα παιδιά που έπασχαν από το σύνδρομο ξόδευαν κατά μέσο όρο περίπου 11.3 ώρες την εβδομάδα παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια, δηλαδή το διπλάσιο χρόνο από εκείνον που διέθεταν τα παιδιά των υπολοίπων ομάδων της έρευνας.
Εξ αυτών των παιδιών το 1/3 προτιμούσε τα παιχνίδια που είχαν θέμα τη βία και το 59% τα παιχνίδια κινουμένων σχεδίων. Τα αντίστοιχα ποσοστά μεταξύ των παιδιών των άλλων ομάδων ήταν, αντίστοιχα, 10% και 40%.
Επιπλέον, τα υπερκινητικά παιδιά παρακολουθούσαν τηλεοπτικά προγράμματα και ταινίες για 44,1% ώρες την εβδομάδα κατά μέσο όρο, όταν το αντίστοιχο ποσοστό μεταξύ των παιδιών των άλλων δύο ομάδων δεν ξεπερνούσε το 36,4%.
«Αυτό που προκύπτει ως συμπέρασμα είναι ότι τα παιδιά που πάσχουν από το σύνδρομο ADHD έχουν μια ενδόμυχη τάση να ερμηνεύουν με διαφορετικό τρόπο τα μηνύματα που λαμβάνουν από τα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό τόσο οι κοινωνικές δραστηριότητές τους, όσο και ο τρόπος ανταπόκρισής τους σε μια ενδεχόμενη θεραπεία», ανέφερε χαρακτηριστικά ένα από τα βασικά μέλη της επιστημονικής ομάδας.