Ήδη από τα χρόνια της Επανάστασης ακόμη και τα πιο αντιδραστικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας μιμούνταν τις δυτικές πρακτικές και συνήθειες, ήταν δυτικόστροφα
Σε αντίθεση με τα δύο πρώτα μυθιστορήματα της τριλογίας, την «Αναζήτηση» και την «Ανατροπή», στην «Αναλαμπή» ο Θέμελης είναι «δομικά» απαισιόδοξος. Ενώ σε εκείνα, καθώς ένας νέος κόσμος ανατέλλει, οι ήρωες μάχονται, παλεύουν και μετέχουν ενεργά στην οικοδόμησή του, στην «Αναλαμπή» η ανανέωση και η αλλαγή, έτσι τουλάχιστον όπως τις ενσάρκωνε ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά το 1910, εμφανίζονται θνησιγενείς. Όσο για τους ήρωες, όταν δεν την πολεμούν, την παρακολουθούν παθητικά και στέκονται ανήμποροι μπρος στην επερχόμενη κατάρρευσή της. Λες και ο βενιζελισμός δεν ήταν παρά μια μεταρρυθμιστική απόπειρα εκ των άνω, που την επιχείρησαν κάποιοι πεφωτισμένοι άνθρωποι ερήμην των πολιτών, ερήμην και της ίδιας της αστικής τάξης. Με άλλα λόγια, όσο η πλοκή των μυθιστορημάτων του εκτυλισσόταν στη Μανησσά, την Οδησσό και τις άλλες παροικίες, ο Θέμελης ήταν αισιόδοξος. Από τη στιγμή που μετέφερε τη δράση της τριλογίας στην Ελλάδα —τη μίζερη Ελλάδα του διχασμού και της μεμψιμοιρίας— η θέληση για ζωή και δημιουργία λες και εξαφανίσθηκε σχεδόν ολότελα: τη θέση της πήρε μια διάχυτη απαισιοδοξία, η οποία είναι, κατά τη γνώμη μου, ανεξήγητη.
Ανεξήγητη γιατί πρώτ’ απ’ όλα παραβλέπει μιαν αλήθεια που και ο πιο παρωπιδικός αντίπαλος του αστισμού στην Ελλάδα και ο πιο φανατικός υποστηρικτής της μεταμοντέρνας αντίληψης της ιστορίας δεν μπορεί να αγνοήσει. Ότι δηλαδή η ελληνική αστική τάξη όχι μόνο «υπήρξε», αλλά —όπως επίμονα τόνιζε ο Νίκος Σβορώνος— τα κατάφερε εν τέλει πολύ καλύτερα από κάθε άλλη εθνική αστική τάξη στα Βαλκάνια: πραγματώνοντας κατ’ αρχάς σχεδόν πλήρως την εθνική ολοκλήρωση της χώρας αφού, είτε το θέλουμε είτε όχι, η Μεγάλη Ιδέα —παρά το 1922— εν πολλοίς πραγματώθηκε. Τοποθετώντας την, κατά δεύτερο λόγο, με το στρατόπεδο των νικητών σε όλες τις μεγάλες αναμετρήσεις του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένου και του Ψυχρού Πολέμου. Και, τρίτον, επιτυγχάνοντας —με όλες ασφαλώς τις γνωστές αντιφάσεις και τα εξίσου πολυσχολιασμένα πισωγυρίσματα— τον αστικό εκσυγχρονισμό της Ελλάδας, ταυτόχρονα ή και νωρίτερα από κάθε άλλη χώρα της Νότιας Ευρώπης και των Βαλκανίων. Τη διάσταση αυτή της νεώτερης Ιστορίας μας ο Θέμελης μοιάζει όχι απλώς να την υποβαθμίζει, αλλά να την ξεχνά. Και δεν νομίζω ότι το κάνει για τις ανάγκες της μυθοπλασίας, αλλά διότι δεν τη συμμερίζεται. Θα προσπαθήσω να το δείξω με μερικά παραδείγματα, που αντλώ από τις σελίδες της «Αναλαμπής»:
Την αστική τάξη, εν πρώτοις, στη βενιζελική εκδοχή της —ό,τι δηλαδή πιο ζωντανό και δημιουργικό δρούσε στην ελληνική κοινωνία της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα— την εκφράζουν στην «Αναλαμπή» ο Δημητράκης και ο Στέφανος. Δημητράκης και Στέφανος όμως είναι χαρακτήρες όχι απλώς άβουλοι και ανασφαλείς, αλλά συναισθηματικά ασταθείς και πολιτικά εγκλωβισμένοι, οι οποίοι δεν γέλασαν ποτέ με την καρδιά τους, δεν χάρηκαν τη ζωή. Ποιος συνειδητός βενιζελικός, για παράδειγμα, με την παιδεία και τις ιδέες του Δημητράκη, δεν θα είχε τίποτα να απαντήσει —το 1914!— σε έναν Γάλλο (διανοούμενο;) που του ζητούσε τη γνώμη του για την αστική τάξη στην Ελλάδα; Και ποιος τριαντάρης οπαδός του κράτους πρόνοιας και της «σύγχρονης δημοκρατίας» σαν τον Στέφανο θα παρακολουθούσε, σαν ναρκωμένος, μια συζήτηση σκοτεινών παραγόντων στην πατρική εστία, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όπου η προτροπή «Να τελειώνουμε με τον Βενιζέλο!» ήταν μία από τις ηπιότερες που ακούσθηκαν εναντίον του Κρητικού ηγέτη; Ασφαλώς και μπορεί η μυθοπλασία να επέβαλλε Δημητράκης και Στέφανος να είναι τέτοιοι σαν χαρακτήρες. Πώς εξηγείται όμως η παντελής απουσία οποιουδήποτε άλλου ήρωα, στοιχειωδώς «θετικού», από τον πολιτικό χώρο που σημάδεψε την Ιστορία του τόπου στα κρίσιμα χρόνια της βασικής πλοκής; Πόσο μάλλον που τέτοιους ήρωες βρίσκει ο αναγνώστης άφθονους και στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος.
Όσον αφορά τον αντιβενιζελικό κόσμο και τη Δεξιά, τους εκπροσωπεί κατά κύριο λόγο ο Διαμαντής Λέκκας. Γιος και διάδοχος του υφασματέμπορου κυρ-Θοδωρή, γραφικού πολέμιου κάθε μεταρρύθμισης, φανατικός φιλοβασιλικός όπως και ο πατέρας του, δεν αρκέσθηκε ωστόσο στο να επεκτείνει το εμπορικό της οδού Αιόλου: ίδρυσε και εργοστάσιο, το οποίο όχι μόνον επιβίωσε της οικονομικής κρίσης του 1929, αλλά συνέχισε να λειτουργεί επικερδώς. Με σαφείς ενδείξεις για παρακρατική δράση, συμπεριφερόταν βάναυσα στους οικείους του, ενώ είχε και μιαν ασυγκράτητη σεξουαλική βουλιμία την οποία, όσο περνούσαν τα χρόνια, ικανοποιούσε ακόμη και με τη χρήση βίας.
Πρόκειται για έναν χαρακτήρα χρωματισμένο μονοσήμαντα, σχεδόν ολότελα αρνητικά. Κάποιες —ελάχιστες σημειωτέον— ανθρώπινες στιγμές είναι αυτές που εμποδίζουν τον αναγνώστη να δει στον τύπο του Διαμαντή μιαν απλή καρικατούρα. Και αυτό όχι μόνο στο καθαρά ατομικό επίπεδο, κάτι που οι ανάγκες της πλοκής θα μπορούσαν ίσως να δικαιολογήσουν, αλλά σε όλες τις εκφάνσεις της προσωπικότητάς του. Άξεστος, απαίδευτος, σχεδόν αγράμματος, δεν εξηγείται παρ’ όλα αυτά πώς πήρε το ρίσκο να ανοίξει βιομηχανία και, κυρίως, πώς πέτυχε όχι μόνον ως έμπορος, αλλά και ως βιομήχανος. Να είναι άραγε αυτό η ένδειξη μιας πρώτης αντινομίας;
Γιατί, σε δεύτερο επίπεδο, ο αναγνώστης διερωτάται πώς, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, με τέτοιας ποιότητας πρόσωπα, με επιχειρηματίες τέτοιας ηθικής, η ιθύνουσα τάξη της χώρας μας δεν προσχώρησε πλησίστια, αν όχι στο εθνικόφρον κράτος της απριλιανής χούντας, τουλάχιστον στο τεταρτοαυγουστιανό «Νέον Κράτος» και τον φασισμό (σε μια περίοδο που ο τελευταίος ήταν της μόδας απ’ άκρου εις άκρον της Ευρώπης). Με άλλα λόγια, μήπως ο συγγραφέας παραβλέπει ότι στο μικρό ελληνικό βασίλειο, ήδη από τα χρόνια της Επανάστασης, ακόμη και τα πιο αντιδραστικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας μιμούνταν τις δυτικές πρακτικές και συνήθειες, ήταν δυτικόστροφα για να μη φανούν και, κυρίως, για να μην τα πουν καθυστερημένα; Ότι, για λόγους που δεν είχαν τόσο να κάνουν με τις ιδεολογικές τους προτιμήσεις αλλά με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, ακόμη και οι πιο απομονωμένοι κοτζαμπάσηδες είχαν μια καταπληκτική ικανότητα να προσαρμόζονται στα μηνύματα των νέων καιρών, να αφομοιώνουν τους Φαναριώτες και τους πάσης φύσεως «εκσυγχρονιστές», να αποδέχονται (και ενδεχομένως να διαστρεβλώνουν) τους θεσμούς του δυτικού τύπου κράτους που οι τελευταίοι επαγγέλλονταν προκειμένου, χειραγωγώντας τις μάζες, να τους χρησιμοποιούν δι’ ίδιον όφελος;
[…]
Δεν είναι συμπτωματικό ότι στην «Αναλαμπή» —αν όχι και σε ολόκληρη την τριλογία— το μοναδικό πρόσωπο με αστική συνείδηση, με επιχειρήματα και θέσεις, δεν είχε παρά μια φευγαλέα παρουσία. Και, το κυριότερο, δεν ήταν Έλληνας αλλά Γάλλος: πρόκειται για τον Βαλερύ Λαρμπώ, τον μάλλον μυστηριώδη επιβάτη της αμαξοστοιχίας που μετέφερε τους ήρωές μας στο Βερολίνο, ο οποίος, σε έναν από τους πιο απολαυστικούς διαλόγους της «Αναλαμπής», αμφισβητούσε πειστικά την ύπαρξη πραγματικών αστών —αστών με ταξική συνείδηση— στη Γερμανία των παραμονών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
*Κριτικό κείμενο του διαπρεπούς συνταγματολόγου και συγγραφέα Νίκου Αλιβιζάτου, που έφερε τον τίτλο «Απαισιόδοξη ανάγνωση της Ιστορίας» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» το Σαββατοκύριακο 11-12 Οκτωβρίου 2003.
Ο Νίκος Αλιβιζάτος
Το μυθιστόρημα του Θέμελη που τιτλοφορείται «Η αναλαμπή» (κομμάτι της τριλογίας του που περιλαμβάνει ακόμα την «Αναζήτηση», 1998, και την «Ανατροπή», 2000) είχε κυκλοφορήσει το 2003 από τις εκδόσεις «Κέδρος».
Ο Νίκος Θέμελης, νομικός, πολιτικός και πεζογράφος, έφυγε από τη ζωή το Σάββατο 20 Αυγούστου 2011, σε ηλικία 64 ετών.