Γιάννης Κακλέας: «Το κοινό έχει πολιτική και πολιτιστική υποχρέωση να στηρίξει την τέχνη»
Ο ευρηματικός σκηνοθέτης δημιουργεί τον δικό του «Επιθεωρητή», ένα έργο με νεανική ορμή, μια επιθετική σάτιρα. Μια κωμωδία παρεξηγήσεων που θα κάνει πρεμιέρα στις 7 Απριλίου στο Βασιλικό Θέατρο της Θεσσαλονίκης και περιμένουμε με ανυπομονησία να δούμε.
Για τον Γιάννη Κακλέα η θεατρική σεζόν 2022 – 2023 ήταν απόλυτα δραστήρια και κυρίως απόλυτα επιτυχημένη, αφού οι παραστάσεις που σκηνοθέτησε αγκαλιάστηκαν ένθερμα από το θεατρόφιλο κοινό. Το κλείσιμο της θεατρικής χρονιάς τον βρίσκει στη γένετειρα του τη Θεσσαλονίκη να συνεργάζεται με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ανεβάζοντας τον «Επιθεωρητή» του Νικολάι Γκόγκολ. Μιλήσαμε μαζί του λίγο πριν την πρεμιέρα.
Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με το ΚΘΒΕ;
Όταν ανέλαβε τη διεύθυνση ο Αστέριος Πελτέκης διαπίστωσα μια διάθεση αναβάθμισης του ΚΘΒΕ και ένα άνοιγμα συνεργασίας με σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Και αυτό ακριβώς με έκανε να θέλω να συνεργαστούμε για την αναβάθμιση του θεάτρου. Υπήρχε και ένας ακόμη βασικός λόγος, που ήταν το ίδιο το έργο. Πολλά χρόνια ήθελα να σκηνοθετήσω τον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ. Ένα έργο με πολλές σκηνικές απαιτήσεις, όπου ένα κρατικό θέατρο θα ήταν σε θέση να τις ικανοποιήσει. Και αν προσθέσουμε το γεγονός ότι είμαι από τη Θεσσαλονίκη και θα ήθελα να δουλέψω στην πόλη μου μετά από τόσα χρόνια, να οι λόγοι.
Τι σας ενέπνευσε από το συγκεκριμένο έργο;
Το πρώτο είναι ο ίδιος ο συγγραφέας ο Νικολάι Γκόγκολ. Πρόκειται για έναν ευφυή συγγραφέα, που μέσω του συγκεκριμένου έργου προσπαθεί να συνδυάσει τον ρεαλισμό με τον υπερεαλισμό, τη σάτιρα με την κοινωνική κριτική, διατηρώντας παράλληλα τις ισορροπίες μεταξύ της κοινωνικής κριτικής και της ψυχαγωγίας. Είναι μεγάλος μάστορας ο Γκόγκολ και αυτό με έκανε να θελήσω να ασχοληθώ με το αριστούργημα του που είναι ο «Επιθεωρητής».
Ένα έργο νεανικό που γράφτηκε όταν ο Γκόγκολ ήταν 25 χρόνων, με μια ορμή κριτικής και σάτιρας και με κάποιο τρόπο επιθετικής κωμικής μπροσούρας κατά της γραφειοκρατίας, του καθωσπρεπισμού και όλα αυτά που τυρρανούσαν τότε και βεβαια και τώρα την κοινωνία.
Η διαφθορά, η υπέρβαση καθήκοντος, η εκμετάλλευση σε βαθμό κακουργήματος των πλουσίων κατά των κατώτερων τάξεων, η αδικία, η έλλειψη δικαιοσύνης. Αυτά όλα τα βάζει σε ένα έργο πανέξυπνα, γιατί αυτός ο υποτιθέμενος Επιθεωρητής θέλει να εξετάσει όλα τα ευρύματα. Είναι υπεύθυνος κοινοφελων ιδρυμάτων μιλάει και σατιρίζει την επικοινωνία με τα μέσα ενημέρωσης, την παιδεία και τη δικαστική εξουσία. Είναι σαν ακούμε κριτική του τώρα. Αυτό συμβαίνει βέβαια σε έργα που έχουν μαστορική γραφή να είναι διαχρονικά.
Ο Γκόγκολ χωρίς διδακτισμούς και σοβαροφάνεια με στόχο την ψυχαγωγία αποκαλύπτει την ανθρώπινη βλακεία, όπως σημειώνετε χαρακτηριστικά στο σημείωμα σας;
Η έννοια της βλακείας τελικά είναι μια κοινωνική αρρώστια, η οποία δεν γιατρεύεται εύκολα. Είναι από τις ανιάτες ασθένειες και μας το αποδεικνεύει ο Γκόγκολ σε ένα έργο που γράφτηκε το 1836. Το ίδιο έκαναν με τα έργα τους και ο Μόλλιερος και ο Σέξπηρ.. Και μάλλον χαρακτηρίζει την κοινωνική ζωή.
Ο Γκόγκολ ήρθε πιτσιρικάς από την Ουκρανία στην Πετρούπολη, συνευρέθηκε με τους καλλιτέχνες της εποχής και ήθελε να γράψει για την επαρχία που γνώριζε πολύ καλά. Τα κακώς κείμενα της. Ένας άνθρωπος που λάτρευε τη χώρα του και ήθελε να καταγράψει αυτήν την βλακώδη ανάγκη για εξουσία και για άδικο πλουτισμό. Δημιούργησε ένα βιωματικό έργο με πολλά στοιχεία βιογραφικά του ίδιου. Ήταν τόσο τολμηρή η γραφή του τότε, που κατακρίθηκε έντονα και αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα.
Πώς θα παρουσιάσετε τον «Επιθεωρητή» στην παράσταση σας, ένα έργο που έχει ανέβει αρκετές φορές;
Ανεβαίνει σαν μια κοινωνική παρωδία, σαν ένα κόμικ της εποχής και όλη την τρέλα του Γκόγκολ, ο οποίος ήταν υπερεαλιστής, όχι μόνο ρεαλιστής. Η παράσταση μας έχει μια τρέλα από Μόντι Πάιθον αλλά και τη σκληρότητα των ταινιών του Τιμ Μπάρτον. Είναι χαρακτηριστικά στιλ που αγαπώ και τα μεταφέρω στο θέατρο. Μια κοινωνική σάτιρα και ταυτόχρονα μια καλοκουρδισμένη κωμωδία.
Πώς επιλέχθηκαν οι συντελεστές;
Είναι ένας μεγάλος θιάσος 24 ηθοποιών. Έγιναν δύο ειδών επιλογές. Η μια από το δυναμικό του ΚΘΒΕ και η άλλη από την Αθήνα προσκαλώντας ηθοποιούς που εμπιστεύομαι, όπως η Φαίη Κοκκινοπούλου η οποία υποδύεται την Άννα Αντρέγιεβνα, την γυναίκα του Επάρχου και ένα νέο παιδί που μόλις αποφοίτησε από τον Ωδείο Αθηνών τον Γιάννη Σύριο που με εξέπληξε με το ταλέντο του και του εμπιστεύτηκα τον ρόλο του«Επιθεωρητή». Επιθυμία μου είναι ο «Επιθεωρητής» αυτός, το λαμόγιο να είναι και ένας νέος άνθρωπος. Γιατί είχα στο μυαλό μου ότι ο ιός της διαφθοράς όταν ανανεώνεται γίνεται πιο ισχυρός και δύσκολα καταπολεμείται.
Πώς σχολιάζετε τα πολιτιστικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης;
Η Θεσσαλονίκη, όπως τη ζω τώρα είναι μια πολύ ζωντανή πόλη. Βέβαια την ατμόσφαιρα τη δίνουν οι φοιτητές και οι ανήσυχοι άνθρωποι που κυκλοφορούν. Δυστυχώς όμως η θεατροφιλία δεν έχει μπει εδώ και πολλά χρόνια στην καθημερινή τους συνήθεια των κατοίκων της πόλης. Δεν είναι από τις πόλεις που αγάπησαν πολύ το θέατρο, αλλά πιο πολύ τη μουσική, για αυτό βγαίνουν πολύ ωραία συγκροτήματα και τραγουδιστές από αυτόν τον τόπο. Οι άνθρωποι του θεάτρου προσπαθούν πολλά χρόνια να στήσουν μια θεατρική σκηνή και να επικοινωνήσουν με τον κόσμο.
Το ΚΘΒΕ προσπαθεί φέτος με περίπου 20 παραγωγές να ξεγεννηθεί αυτό το ενδιαφέρον. Καλώς ή κακώς υπάρχει αφαίμαξη του καλλιτεχνικού δυναμικού προς την Αθήνα, γιατί εδώ δεν έχουν χτιστεί υποδομές για να κρατήσουν έναν ηθοποιό, έναν σκηνοθέτη.
Υπάρχουν ελάχιστες ιδιωτικές σκηνές στην πόλη και το κρατικό θέατρο μονοπολεί στην θεατρική πολιτιστική παραγωγή. Αν ένας ηθοποιός θέλει να προχωρήσει η Αθήνα του δίνει πολλές σκηνές, πολλά θέατρα, τηλεόραση, ραδιόφωνο, διαφημίσεις. Άρα είναι «φυσική» η κατηφόρα προς Αθήνα, όπως είμαι και εγώ ένας από αυτούς που κατέβηκα για να βρω αυτό που έψαχνα ανεβάζοντας τον πήχη.
Θέλει μεγάλη προσπάθεια, θεωρώ Δονκιχωτική την προσπάθεια που κάνει ο Αστέριος Πελτέκης και εύχομαι να πετύχει. Πρέπει όμως και ο κόσμος να μάθει να αγαπά το θέατρο. Η ευθύνη για την πολιτιστική ανάπτυξη δεν είναι μόνο των καλλιτεχνών είναι και των θεατών. Οι θεατές στηρίζουν παραστάσεις, καλλιτέχνες και έτσι προχωράει. Το κοινό έχει πολιτική και πολιτιστική υποχρέωση να στηρίξει την τέχνη.
Μετά από πόσα χρόνια δουλεύετε για παράσταση στη Θεσσαλονίκη;
Εκτός από τον τωρινό «Επιθεωρητή», πριν 10 χρόνια είχα παρουσιάσει «Διαμάντια και Μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη, στη Μονή Λαζαριστών.
Θεωρείτε είναι ένα στοίχημα η συγκεκριμένη παράσταση;
Όλες οι παραστάσεις είναι ένα στοίχημα. Εγώ κάνω ότι καλύτερο μπορώ και περιμένουμε τους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης να επιβραβεύσουν την προσπάθεια των καλλιτεχνών μας.
Επόμενα καλλιτεχνικά σχέδια;
Το καλοκαίρι ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού θα κάνει επιλεγμένες παραστάσεις σε κάποια θέατρα και εγώ διακοπές, διότι σκηνοθετώ από τις 17 Αυγούστου ασταμάτητα. Μια πολύ έντονη χρονιά με τον «Ζορμπά», τη «Γη του Πόντου», τον «Αναρχικό», τον «Μισάνθρωπο», τον «Επιθεωρητή», η οποία κλείνει με θετικό πρόσημο και με ευχαριστεί.