Γερμανικό μέτωπο κατά της συμμετοχής στον μόνιμο μηχανισμό ευρω-στήριξης
Εντείνονται οι πιέσεις στη Γερμανία προς την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, ενόψει της επικείμενης επικύρωσης των αποφάσεων που ελήφθησαν στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 25ης Μαρτίου για τη θέσπιση του μόνιμου μηχανισμού στήριξης (ESM).
Εντείνονται οι πιέσεις στη Γερμανία προς την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, ενόψει της επικείμενης επικύρωσης των αποφάσεων που ελήφθησαν στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 25ης Μαρτίου για τη θέσπιση του μόνιμου μηχανισμού στήριξης (ESM).
Η συμμετοχή της Γερμανίας στον ESM (που θα λειτουργήσει μετά το 2013 και θα διαδεχθεί τoν προσωρινό μηχανισμό EFSF) είναι από οικονομική άποψη άκρως αμφιλεγόμενη και από νομική άποψη ενδεχομένως αντισυναγματική, υποστηρίζουν 12 επιφανείς οικονομολόγοι και νομικοί της Γερμανίας σε έρευνα της οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt.
Ο Μάνφρεντ Νόιμαν, καθηγητής στο Ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομικής Πολιτικής στη Βόννη, υποστηρίζει ότι «επειδή η πολιτική ηγεσία της Γερμανίας δεν μπορεί να πει όχι, με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ESM εμφυτεύεται στην ΟΝΕ ο πυρήνας της Ένωσης μεταφοράς πόρων. Ήδη η θέσπιση του προσωρινού ταμείου βοήθειας EFSF καταδεικνύει πόσο γρήγορα επιταχύνονται τα μεγέθη».
Ο Μπερντ Λούκε, καθηγητής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, σημειώνει ότι η βοήθεια προς την Ελλάδα αποσκοπούσε στην αποτροπή του κινδύνου μετάδοσης της κρίσης και σε άλλες χώρες.
«Αυτό απέτυχε, διότι η κρίση πέρασε στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Την ώρα που η Γερμανία πρέπει να δίνει εγγυήσεις, αυτές οι χώρες δεν αναλαμβάνουν υποχρεώσεις. Εάν πάψουν να αποδέχονται τους όρους αναδιάρθρωσης της οικονομίας, κανείς δεν μπορεί να τις εμποδίσει να κηρύξουν μονομερώς πτώχευση».
Ο Τσαρλς Μπλανκαρτ, μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του υπουργείου Οικονομίας, υποστηρίζει ότι «η γερμανική βουλή θα διαπιστώσει ότι οι απόψεις της Μέρκελ και του Σόιμπλε σημαίνουν συνεχώς νέα βάρη για το Γερμανό φορολογούμενο, χωρίς να μπορεί να αντιμετωπιστεί η κρίση. Μόνον μία αξιόπιστη διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να βάλει σε αυτό ένα τέλος».
Ο Γκούσταβ Χορν από το Ινστιτούτο Μακροοικονομίας που πρόσκειται στα συνδικάτα, διαπιστώνει ότι οι κυβερνήσεις της ΕΕ βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα, αν θα αντιμετωπίσουν τα χρέη των χωρών-μελών ως εσωτερικό ή ως εξωτερικό χρέος.
Στην πρώτη περίπτωση θα έπρεπε να αποφασίσουν την κοινή εγγύηση των κρατικών χρεών με κάλυψη της ΕΚΤ. «Έτσι», λέει, «θα διασκέδαζαν τους φόβους των αγορών και θα έπεφταν τα ασφάλιστρα κινδύνου».
Προέκριναν όμως τη δεύτερη εκδοχή αντιμετωπίζοντας τα ως εξωτερικό χρέος. Κατά τον κ. Χορν, «οι πολιτικοί δεν είχαν καθαρή εικόνα για το τίμημα των ενεργειών τους. Ο κίνδυνος είναι ότι στο μέλλον τα κρατικά ομόλογα σε ευρώ, με το χρέος να διατηρείται στο ίδιο ύψος, θα έχουν συνεχώς υψηλότερα επιτόκια από τα ομόλογα των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Καθόλου καλές προοπτικές για την Ευρωζώνη».
Ο Ντίτερ Σπέτμαν πρόεδρος του ομίλου Thyssen, ο οποίος ανήκει στην ομάδα που έχει προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας κατά της βοήθειας στην Ελλάδα, υποστηρίζει ότι «με την πολιτική της Μέρκελ οι Έλληνες δεν θα γιατρευτούν. Αλλά αυτή η πολιτική αποδυναμώνει τη Γερμανία. Όταν οι γερμανικές τράπεζες και ασφάλειες θα χρειαστούν αύξηση των ίδιων κεφαλαίων που μόνο από το φορολογούμενο μπορεί να προέλθει, θα το καταλάβουν και οι πολίτες. Αλλά λεφτά των Γερμανών πολιτών για του ξένους πιστωτές της Ελλάδας, Ιρλανδίας, Πορτογαλίας, Ισπανίας και Ιταλίας, αυτό δεν το καταλαβαίνει ο πολίτης».