Η παχυσαρκία, η θεραπεία της οποίας είναι αρκετά δύσκολη, αποτελεί μια από τις πιο κοινές διαταραχές στην ιατρική. Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα μας, μολονότι δεν έχουν επιτευχθεί σημαντικά βήματα προόδου στη θεραπευτική της αντιμετώπιση, έχουν σημειωθεί αρκετές αλλαγές στην κατανόηση της αιτιολογίας της και στις επιπτώσεις της στην υγεία.
Η παχυσαρκία, η θεραπεία της οποίας είναι αρκετά δύσκολη, αποτελεί μια από τις πιο κοινές διαταραχές στην ιατρική. Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα μας, μολονότι δεν έχουν επιτευχθεί σημαντικά βήματα προόδου στη θεραπευτική της αντιμετώπιση, έχουν σημειωθεί αρκετές αλλαγές στην κατανόηση της αιτιολογίας της και στις επιπτώσεις της στην υγεία.
Ορισμός και μέτρηση
Η παχυσαρκία ορίζεται ως η περίσσεια λιπώδους ιστού στο σώμα. Το ακριβές κριτήριο, όμως, για το τι είναι περίσσεια είναι αμφιλεγόμενο. Η ακριβής μέτρηση του σωματικού λίπους απαιτεί εξειδικευμένες και ακριβές μεθόδους που δεν είναι διαθέσιμες στην καθ’ ημέρα κλινική πράξη. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις η απλή κλινική εξέταση αρκεί για να θέσει τη διάγνωση.
Δύο δείκτες είναι ιατρικά αποδεκτοί για την ποσοτική εκτίμηση της παχυσαρκίας, το σχετικό βάρος (relative weight, RW) και ο δείκτης μάζας σώματος (body mass index, BMI).
Το σχετικό βάρος ορίζεται ως το πηλίκο του σωματικού βάρους προς το ‘επιθυμητό βάρος’. Αν θέλουμε να το εκφράσουμε σε εκατοστιαία αναλογία, πολλαπλασιάζουμε το αποτέλεσμα με τον αριθμό 100. Το επιθυμητό βάρος είναι ο μέσος όρος για ένα άτομο με μέση κατασκευή σκελετού στους πίνακες που εκδίδονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες (π.χ., υπουργείο Υγείας ΗΠΑ). Το σχετικό βάρος δεν διαφοροποιείται για ανθρώπους με υπερβολικό λίπος ή υπερβολική μυϊκή μάζα.
Ο δείκτης μάζας σώματος απεικονίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια την παρουσία περίσσσειας λιπώδους ιστού. Ορίζεται ως το πηλίκο του σωματικού βάρους σε κιλά προς το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα. Οι φυσιολογικές τιμές του κυμαίνονται μεταξύ 20 και 25kg/m2.
Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ ορίζει ως παχυσαρκία την κατάσταση εκείνη κατά την οποία οι παραπάνω δείκτες παίρνουν τις τιμές RW>120% και BMI>27,5kg/m2 και την κατατάσσει ως εξής:
Ήπια 120-140% και 27,5-30kg/m2
Μέτρια 140-200% και 30-40kg/m2
Σοβαρή >200% και >40kg/m2
Υπάρχουν όμως και άλλοι σημαντικοί παράγοντες, όπως η κατανομή του λίπους στο σώμα και η ηλικία.
Πρόσφατες έρευνες καταδεικνύουν ότι η εναπόθεση του λίπους στο ανω ημιμόριο του σώματος (γύρω από τη μέση και τα πλευρά) ενέχει σοβαρότερους κινδύνους για τη υγεία σε σχέση με το κάτω ημιμόριο (μηροί, γλουτοί). Παχύσαρκα άτομα με υψηλή αναλογία περιμέτρου μέσης-ισχίων (>1,0 για τον άνδρα και 0,8 για τη γυναίκα) κινδυνεύουν περισσότερο να νοσήσουν από σακχαρώδη διαβήτη, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, στεφανιαία νόσο και τελικά να αποβιώσουν νωρίτερα από ίδιου βαθμού παχύσαρκους αλλά με μικρότερη αναλογία.
Περαιτέρω διαφοροποίηση μπορεί να γίνει μεταξύ σπλαγχνικού και υποδορίου λίπους στην περιοχή της κοιλιάς, με το πρώτο να είναι πιο επικίνδυνο. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι έμβολα σπλαγχνικού λίπους είναι δυνατόν να εισέλθουν πιο εύκολα στην αιματική κυκλοφορία και να προκαλέσουν αποφρακτικά επεισόδια στο αρτηριακό δένδρο.
Η ηλικία είναι ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας. Με την πάροδο του χρόνου μικρές έως μέτριες αυξήσεις του βάρους έχουν όλο και πιο μικρή επίδραση στη θνησιμότητα.
Με βάση τους παραπάνω ορισμούς και αρκετές στατιστικές μελέτες, περίπου το ένα τέταρο του πληθυσμού στις δυτικές κοινωνίες χαρακτηρίζεται παχύσαρκο.
Επιπτώσεις στην υγεία
Εκτός από την αισθητική πλευρά του θέματος, όπου οι κρίσεις παραμένουν υποκειμενικές και διαφέρουν ανάλογα και με κοινωνικές αντιλήψεις αλλά και από εποχή σε εποχή, στον τομέα της υγείας η κατάσταση αντικειμενοποιείται.
Η παχυσαρκία έχει συσχετιστεί με σημαντική αύξηση στη νοσηρότητα και, αναπόφευκτα, στη θνησιμότητα του πληθυσμού. Ένα ευρύ και ετερόκλητο σύνολο παθήσεων έχει αποδειχθεί ότι ‘προτιμούν’ τους παχύσαρκους.
Τα πιο σημαντικά αλλά και συχνά είναι η αρτηριακή υπέρταση, o σακχαρώδης διαβήτης, η υπερλιπιδαιμία, η στεφανιαία νόσος, οι εκφυλιστικές αρθρίτιδες, το βρογχικό άσθμα και διάφορα ψυχικά νοσήματα. Πολλές κακοήθειες έχουν συσχετιστεί με την παχυσαρκία με διαφορετική κατανομή στον άνδρα (παχέoς εντέρου, ορθού και προστάτη) και στη γυναίκα (μήτρας, χοληφόρων οδών, μαστού, ωοθηκών). Θρομβοεμβολικά επεισόδια, νοσήματα του πεπτικού συστήματος (χολολιθίαση, οισοφαγίτιδα από παλινδρόμηση) και δερματικά νοσήματα παρουσιάζονται με μεγαλύτερη συχνότητα στους παχύσαρκους. Οι κίνδυνοι κατά τη διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων αλλά και του τοκετού είναι μεγαλύτεροι.
Η θνησιμότητα αυξάνεται ανάλογα με το βαθμό της παχυσαρκίας. Έτσι, όσοι έχουν RW γύρω στο 130% έχουν ποσοστό θνησιμότητας κατά 35% μεγαλύτερο σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Αν το RW κυμαίνεται περίπου στο 150%, τότε το ποσοστό είναι σχεδόν διπλάσιο και για τιμές του RW>200% το ποσοστό δεκαπλασιάζεται.
Αν και τα παχύσαρκα παιδιά δεν εξελίσσονται απαραίτητα σε παχύσαρκους ενηλίκους, εν τούτοις η παιδική παχυσαρκία, φαινόμενο αρκετά συχνό στην εποχή μας, έχει άμεσες επιπτώσεις στην ψυχολογία τους. Ευνόητο είναι ότι οι παραπάνω κίνδυνοι είναι ακόμα μεγαλύτεροι για κάποιον που διάγει την παιδική του ηλικία με περίσσεια λίπους και συνεχίζει έτσι και ως ενήλικος.
Αιτιολογία
Μέχρι πρόσφατα η παχυσαρκία θεωρούνταν ένα συνδυασμένο αποτέλεσμα της καθιστικής ζωής και της υπερβολικής πρόσληψης θερμίδων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι παχύσαρκοι να μπαίνουν στη θέση του ‘κατηγορούμενου’ ως οι μοναδικοί υπεύθυνοι για την κατάστασή τους.
Αν και οι δύο προαναφερθέντες παράγοντες θεωρούνται αδιαμφησβήτητα αίτια παχυσαρκίας, εντούτοις έρευνες των τελευταίων ετών καταδεικνύουν ότι η γενετική βάση του φαινομένου είναι αρκετά ισχυρή. Από μελέτες που έγιναν σε υιοθετημένα παιδιά προέκυψε στενή συσχέτιση του BMI τους με αυτόν των βιολογικών τους γονέων και καμία με αυτόν των θετών τους γονέων. Επίσης, έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε δίδυμα έδειξαν ουσιαστικές γενετικές επιδράσεις στον ΒΜΙ, ενώ οι περιβαλλοντικοί παράγοντες φάνηκε να έχουν μικρό ρόλο στη διαμόρφωσή του. Μολονότι τα ευρήματα των πολυάριθμων μελετών διαφέρουν ελαφρά μεταξύ τους, η παχυσαρκία ελάχιστα αποδίδεται σε γενετικούς παράγοντες σε ποσοστό που κυμαίνεται από 50 ως 75%.
Οι ακριβείς μηχανισμοί με τους οποίους συμβαίνει αυτό δεν έχουν γίνει ακόμα πλήρως κατανοητοί, όμως η επικέντρωση αρκετών επιστημόνων στη μελέτη του γονιδιώματος υπόσχεται εξελίξεις και σε αυτό τον τομέα.
Ιατρική εκτίμηση του παχύσαρκου ασθενούς
Η λήψη του ιατρικού ιστορικού και η κλινική εξέταση είναι τα βασικά σημεία στα οποία θα επικεντρωθεί ο ιατρός.
Το ιστορικό θα πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες για την ηλικία έναρξης της παχυσαρκίας, πρόσφατες μεταβολές του σωματικού βάρους, οικογενειακό ιστορικό, περιβαλλοντικούς παράγοντες, διατροφικές συνήθειες, σωματική άσκηση, κατανάλωση αλκοολούχων ποτών, κάπνισμα, παλαιότερες προσπάθειες απώλειας βάρους και ψυχοσωματικούς παράγοντες. Σημαντική πληροφορία αποτελεί επίσης η λήψη φαρμακευτικών ή παραφαρμακευτικών προϊόντων.
Η κλινική εξέταση χρησιμεύει στον ποσοτικό προσδιορισμό του σωματικού λίπους και της κατανομής του αλλά και στον εντοπισμό πιθανών αιτίων που οδηγούν σε δευτεροπαθή παχυσαρκία.
Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι σε λιγότερο από 1% των παχύσαρκων ασθενών ανιχνεύεται κάποιο αίτιο που συνήθως αφορά σε ορμονική διαταραχή, όπως ο υποθυρεοειδισμός και το σύνδρομο Cushing. Αυτές εμφανίζονται με απότομη αύξηση του σωματικού βάρους σε ένα άτομο έως τότε υγιές.
Θεωρώντας δεδομένη την προδιάθεση των παχύσαρκων για συγκεκριμένα νοσήματα, είναι απαραίτητος ένας βιοχημικός έλεγχος που θα περιέχει οπωσδήποτε επίπεδα σακχάρου νηστείας, χοληστερόλη και τριγλυκερίδια.
Θεραπεία
Η θεραπεία της παχυσαρκίας είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει ένα συνδυασμό μεθόδων και προσεγγίσεων του θέματος. Για την αποφυγή αποτυχίας και δημιουργίας αισθήματος απογοήτευσης στον ασθενή αλλά και στον ιατρό χρειάζεται να τηρούνται κάποιες προϋποθέσεις, όπως:
Ειλικρινής πρόθεση του ασθενούς να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο πρόγραμμα και συνειδητοποίηση ότι η πορεία θα είναι μακροχρόνια.
Να τεθούν ρεαλιστικοί στόχοι και να σχεδιαστεί ένα ευέλικτο χρονοδιάγραμμα.
Στενή και συνεχής παρακολούθηση του ασθενούς.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να τονιστεί ότι το δυσκολότερο κομμάτι δεν είναι η αρχική απώλεια βάρους αλλά η διατήρησή του στα νέα χαμηλότερα επίπεδα.
Τα μέσα που χρησιμοποιούνται συνδυαστικά σε μια τέτοια προσπάθεια είναι: υποθερμιδική δίαιτα, αλλαγές στον τρόπο συμπεριφοράς του ατόμου, αεροβική γυμναστική και υποστηρικτική δράση του κοινωνικού περίγυρου.
Για δυσκολότερες περιπτώσεις προτείνονται η φαρμακευτική και η χειρουργική προσέγγιση, οι οποίες όμως δεν υπόσχονται απόλυτα ποσοστά επιτυχίας και δεν είναι απαλλαγμένες από ανεπιθύμητες ενέργειες και επιπλοκές.
Επιπλέον, θα πρέπει να αποφευχθούν οι μεγάλες διακυμάνσεις του σωματικού βάρους που προκύπτουν από την εφαρμογή, τη διακοπή και τη συνέχιση προγραμμάτων απώλειας βάρους. Υπάρχουν σαφείς υπόνοιες ότι αυτό μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις στην υγεία.
Έχει καταστεί σαφές ότι ανεξάρτητα από την αιτιολογία της, η παχυσαρκία ενδέχεται να έχει σοβαρές συνέπειες για όποιον πάσχει από αυτή. Η συνειδητοποίηση του προβλήματος αρχικά και η υπεύθυνη επιλογή κάποιου προγράμματος για την αντιμετώπισή της στη συνέχεια είναι τα απαραίτητα βήματα για να απαλλαχθείτε από αυτή. Οποιαδήποτε κίνηση είναι καλό να γίνει σε συνεργασία με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, του οποίου η επιλογή χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.