Μεγαλύτερο σε διαστάσεις από τα Sedan και SW, το 407 Coupe δεν διεκδικεί μόνο τον τίτλο του ομορφότερου Coupe αλλά, πολύ περισσότερο, την αναγνώριση που δεν γνώρισε ποτέ ο προκάτοχός του.
Αναλογιζόμενοι το μικρό εμπορικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα μεγάλα Coupe, καθώς και την απήχηση που είχε στο κοινό το αντίστοιχο 406, θα το θεωρούσαμε λογικό αν η Peugeot προχωρούσε σε μία… παύση εργασιών στη συγκεκριμένη κατηγορία. Παρόλα αυτά, η γαλλική εταιρία βρήκε το θάρρος -το κουράγιο αν θέλετε- να μην το βάλει κάτω.
Γνωρίζοντας τις δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος αψήφησε, εν γνώση της, τα απρόσωπα λογιστικά μεγέθη, θεωρώντας ότι θα ήταν κρίμα για ένα όχημα σαν το 407 Coupe να μην δει το φως της παραγωγής. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα γνήσιο πνευματικό τέκνο της Peugeot και όχι για ένα ξένο σώμα του Pininfarina.
Αντίθετα με τη λογική του τι θα πουλήσει ευκολότερα και με το ποιες ανάγκες καλύπτει μία τέτοια πρόταση, οι Γάλλοι όχι μόνο δεν προσπάθησαν να το κάνουν πιο compact και εύπεπτο αλλά, αντιθέτως, αύξησαν το συνολικό του μήκος κατά 14 ολόκληρα εκατοστά -στα 4,81 μέτρα- σε σχέση με τις τετράθυρες εκδόσεις.
Σαν να μην έφτανε αυτό, εξοβέλισαν στο πυρ το εξώτερο όλους τους κινητήρες κάτω των 2,2 λίτρων, αφήνοντας ως επιλογή τον συγκεκριμένο των 163 ίππων, τον γνωστό τρίλιτρο V6 και ένα νέο diesel, 2.720 κ.εκ. Αυτά τα μεγέθη είναι ενδεικτικά ενός γνήσιου Gran Turismo, αυθεντικού όχι μόνο στην όψη αλλά και στην ψυχή, όπως εκ των υστέρων αποδείχτηκε.
Ρίχνοντας μία λεπτομερέστερη ματιά στον… ψυχισμό του, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πλαίσιο, καθώς αποτελεί ο,τι πιο άκαμπτο και στιβαρό έχει να επιδείξει ο όμιλος PSA. Χαμηλότερο κατά 4,4 εκατοστά, με μειωμένο κέντρο βάρους, συνεργάζεται άψογα με τις αναρτήσεις, εξασφαλίζοντας την αίσθηση και το δυναμισμό που αρμόζει στην προκειμένη περίπτωση.
Η χρήση σκληρότερων ελατηρίων και bump stops, σε συνδυασμό με την ενεργή απόσβεση των αμορτισέρ και τη μείωση της διαδρομής των αναρτήσεων κατά 1 εκατοστό εμπρός και 2,3 εκατοστά πίσω έχουν δώσει στο 407 Coupe ένα χαρακτήρα τελείως διαφορετικό από αυτόν των υπολοίπων εκδόσεων. Όχι απόλυτο, για χρήση σε πίστα, αλλά ικανό να προσφέρει την απαραίτητητη οδηγική ευχαρίστηση χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Συνυφασμένο απόλυτα με την φύση του, δεν δείχνει να νιώθει άνετα σε στενούς δρόμους και σφιχτές στροφές. Αντιθέτως, στα ανοιχτά κομμάτια και σε παρατεταμένες καμπές κινείται με πολύ μεγαλύτερη ευκολία, ακόμα και με ταχύτητες άνω των 200 χλμ./ώρα. Σε αυτό βοηθά το βαρύ, καλό σε αίσθηση, τιμόνι καθώς επίσης και η άφθονη πρόσφυση που εξασφαλίζουν τα διαστάσεων 235/45 R18 ελαστικά της Pirelli.
Τα τελευταία περιορίζουν δραστικά την ανάγκη επέμβασης του ESP που, αν και δεν απενεργοποιείται, όποτε εμπλέκεται φροντίζει να το κάνει διακριτικά. Ετσι ο οδηγός έχει κάθε λόγο να αισθάνεται ασφαλής, χωρίς παράλληλα να νιώθει περιορισμένος λόγω των ηλεκτρονικών.
Βολεμένος στο άνετο, με καλή πλευρική στήριξη, ημιμπάκετ κάθισμα, είναι πολύ πιθανό να απορήσει κάποιος με την -μερική- αύξηση των εσωτερικών διαστάσεων, απόρροια της γενικότερης αύξησης του πλάτους του οχήματος. Ωστόσο, οι υπόλοιποι τρεις επιβάτες θα το θεωρήσουν απόλυτα θετικό, καθώς ακόμα και πίσω οι προσφερόμενοι χώροι είναι κάτι παραπάνω από επαρκείς.
Οι αλλαγές στην καμπίνα είναι μικρές, ανάξιες λόγου, με το ταμπλό και τα υπόλοιπα τμήματα να έρχονται απευθείας από τις ήδη υπάρχουσες εκδόσεις. Η ποιότητα κατασκευής και τα χρησιμοποιούμενα υλικά δείχνουν καλά, ενώ ικανοποιητική είναι και η εργονομία.
Τα διαθέσιμα εξοπλιστικά επίπεδα είναι δυο, Sport και Sport Pack, με στάνταρ εφτά αερόσακους, air condition, ηχοσύνολο και διάφορα ηλεκτρονικά βοηθήματα. Για όσους επιθυμούν, μάλιστα, διατίθενται ακόμα κατευθυνόμενοι προβολείς Xenon, σύστημα ανίχνευσης πίεσης ελαστικών και αρκετοί ακόμα αυτοματισμοί που θα διευκολύνουν τη ζωή του ιδιοκτήτη.
Το μεγαλύτερο, πάντως, δίλημμα που άπτεται της διακριτικής του ευχέρειας έχει να κάνει με τους κινητήρες. Πιθανότατα η σοφότερη επιλογή να είναι αυτή του Diesel των 2,7 λίτρων, αφού αποδίδει 204 ίππους -7 λιγότερους από τον V6- με 440 Nm και αρκετά λογική κατανάλωση.
Αυτός, βεβαίως, προσκρούει στη γνωστή ελληνική νομοθεσία, οπότε η επόμενη καλύτερη λύση είναι αυτή του τρίλιτρου μοτέρ που έφερε και ο προκάτοχός του. Είτε με το, μέτριο σε αίσθηση, εξάρι μηχανικό κιβώτιο, είτε με το αντίστοιχων σχέσεων αυτόματο, οι 211 ίπποι του συγκεκριμένου κινητήρα είναι σίγουρα αρκετοί να κινήσουν ικανοποιητικά το βάρους 1.612 κιλών αμάξωμα.
Τρίτη και τελευταία είναι η λύση του τετρακύλινδρου μοτέρ των 2.2 λίτρων και 163 ίππων, πιο οικονομική αλλά και με υποδεέστερες επιδόσεις.
Το Peugeot 407 Coupe αναμένεται να κυκλοφορήσει στην ελληνική αγορά προς τα τέλη του έτους, με τιμές που δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμα. Δίνοντας μία τάξη μεγέθους, στη Γαλλία θα κοστίζει από 30.000 έως 44.000 ευρώ, ανάλογα με την έκδοση, οπότε εδώ υπολογίστε ίσως κάτι παραπάνω. Προβλέψεις, φυσικά, για την εμπορική του πορεία δεν υπάρχουν, όπως όμως όλα δείχνουν, έχει κάθε λόγο να προσδοκεί μία τύχη καλύτερη από αυτή του 406 Coupe.