Η εκπληκτική ζωή ενός διασήμου ανθρώπου αποτελεί το αντικείμενον μιας νέας λαμπράς βιογραφίας. «Ρούντυαρντ Κίπλινγκ, η ζωή και το έργο του» είναι ο τίτλος της εργασίας αυτής του Τσαρλς Κάρρινγκτον (σ.σ. Rudyard Kipling: His Life and Work, έργο του Charles Carrington, 1955), ο οποίος βάλθηκε να περιγράψη και να αναλύση έναν άνθρωπον που εξεκίνησεν από τίποτε, έφθασεν εις τα ύψη και πέθανε μόνος και ξεχασμένος. Το 1890 ο Κίπλινγκ εγνώρισε την πρώτη του δόξα. Τα διηγήματα και τα ποιήματα που είχε γράψει κατά την παραμονήν του εις τας Ινδίας προεκάλεσαν έναν ενθουσιασμό που σπάνια παρατηρήθηκε εις την ιστορίαν των αγγλικών γραμμάτων και κανείς δεν αμφισβήτησε, έστω και διά μίαν στιγμήν, ότι ο συγγραφεύς των ανήκεν εις την σειράν των ολίγων αληθινά μεγάλων δημιουργών της λογοτεχνίας. «Μόνον ο Κίπλινγκ», έγραφε τότε ο λόρδος Τέννυσον, «έχει την αληθινή ποιητική φωτιά μέσα του». «Μόνον ο Κίπλινγκ», έγραφαν αι εφημερίδες, «ημπορεί σήμερον να θεωρηθή ισάξιος του Ντίκενς».
Ο σημερινός βιογράφος κ. Κάρρινγκτον δεν θαμπώθηκε από την θριαμβολογίαν όλων αυτών των θαυμαστών, όπως και δεν αισθάνθηκε κανέναν περιορισμόν από το γεγονός ότι οι συγγενείς του ποιητού τού προσέφεραν πρόθυμα την βοήθειάν των. Την ποικιλίαν, την έλλειψιν κάθε μονομερείας που εχαρακτήριζε την φαντασίαν του Κίπλινγκ, ο νέος βιογράφος του δεν την αγνοεί. Όπως και δεν αγνοεί ότι η φύσις του είχε τις σκοτεινές πτυχές της. Ένα από τα πιο περίεργα σημεία της ζωής του είναι οι δεσμοί του με την Αμερικήν. Αυτός, ο τόσο φανατικά και ανένδοτα, ο τόσο επιθετικά πατριώτης, που δεν εδίσταζε συνεχώς να επιτίθεται κατά των Αμερικανών, είχεν ως καλύτερόν του φίλον έναν Αμερικανό, τον χαριτωμένον και προικισμένον Γούλκωτ Μπαλεστιέ (σ.σ. Wolcott Balestier), του οποίου την αδελφή, την αφοσιωμένη, πιστή αλλά και κάπως δύσκολη Καρολίνα, πανδρεύθηκε και εκράτησε πλάι του επί μισόν σχεδόν αιώνα.
Αυτός που ελάτρευε την πατρίδα του επέρασε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του εις την Αμερικήν, εις το Βέρμοντ, και μόνο όταν διέκοψε τας σχέσεις του με τον γυναικάδελφόν του, διά λόγους που δεν φαίνεται να ετιμούσαν ούτε τον έναν ούτε τον άλλον, ο Κίπλινγκ απεφάσισε να επιστρέψη εις την Αγγλία. Και εις την Αμερικήν, όπου εγνώρισε τόσες χαρές, ο Κίπλινγκ εγνώρισε και την μεγαλυτέραν του λύπην, όταν το 1899, εις το Λονγκ Άιλαντ, απέθανεν η μεγάλη του κόρη Ζοζεφίν. Η πληγή που του προεκλήθη τότε ποτέ δεν φαίνεται να επουλώθηκε.
Από τότε η σκοτεινή όψις της φαντασίας του κάνει την εμφάνισίν της. Το θάρρος, η αυτοπεποίθησίς του, η επιμονή του εις την σκληρήν εργασίαν τού επέτρεψαν επί έτη να αντισταθή κατά του πειρασμού των μακαβρίων θεμάτων. Ως πότε όμως; Δέκα, είκοσι έτη και ύστερα υπεχώρησε. Το 1926 αρχίζει να δημοσιεύη βιβλία με θέματα τον θάνατο, την μαγεία, την ανισορροπία, την κατάπτωσιν του ανθρώπου. Τα θέματα αυτά θα καταστούν βαθμιαίως οι μόνιμοι εφιάλται του, από τους οποίους ο Κίπλινγκ δεν ημπορεί να λυτρωθή. Αυτός που ύμνησε την αυτοκρατορία, την καλή δουλειά, που εκήρυσσε την αισιοδοξία και την πίστιν εις την ζωήν, αυτός ο άνθρωπος εις τα γεράματά του δεν παύει να ζη με φόβους και φαντάσματα.
Το τέλος του Κίπλινγκ δεν ήταν και τόσο ευχάριστο. Άφησε την εποχή του να τον προσπεράση, ή καλύτερα έζησε μετά την εποχή του και συνέχισε να υπάρχη όταν ο κόσμος τον οποίον είχε περιγράψει είχεν ήδη πεθάνει. «Ο ξεχασμένος άνθρωπος των γραμμάτων μας» τον απεκάλεσαν ολίγον προ του τέλους του οι «Τάιμς». Η βιογραφία του Κάρρινγκτον τώρα επιτρέπει να ζήσουμε και πάλι κοντά του και να αντιληφθούμε καλύτερα τους λόγους τόσον της δόξας του όσον και της παρακμής του.
*Άρθρο της εφημερίδας «Το Βήμα» για το διάσημο βρετανό λογοτέχνη Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, για τη ζωή και το έργο του. Το κείμενο είχε δημοσιευτεί στο φύλλο της 18ης Νοεμβρίου 1955, υπό τον τίτλο «Μια βιογραφία του Κίπλινγκ – Από την δόξαν εις την παρακμήν».
Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (Joseph Rudyard Kipling) γεννήθηκε στη Βομβάη της Ινδίας στις 30 Δεκεμβρίου 1865.
Ο πολυγραφότατος Κίπλινγκ καταπιάστηκε με τη δημοσιογραφία, την πεζογραφία (διηγήματα, μυθιστορήματα) και την ποίηση, ενώ έγινε ευρέως γνωστός χάρη κυρίως στις παιδικές ιστορίες του και τα έργα του που ήταν αφιερωμένα στην υπό βρετανική κατοχή Ινδία.
Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, ένας από τους πλέον εμπνευσμένους αφηγητές-παραμυθάδες όλων των εποχών, τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1907, απεβίωσε δε στο Λονδίνο στις 18 Ιανουαρίου 1936.
Αφετηρία της παράστασης «Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτόν» είναι η προσέγγιση του ρόλου του πατέρα και του αποτυπώματος που αφήνει στις επόμενες γενιές.