ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά: Αδύνατες συμμαχίες, αδύναμα κόμματα, ενώ η κυβέρνηση φυλλορροεί
Κόμματα σε δημοσκοπική πτώση αναζητούν και απορρίπτουν συμμαχίες. Ο φαύλος κύκλος της αναζήτησης, η παγίδα των δημοσκοπικών ευρημάτων και μια κοινωνία που γυρίζει την πλάτη, ψάχνοντας με τη σειρά της κάτι λιγότερο βαρετό και σίγουρα δραστικό.
Διάγουμε μάλλον δύσκολους καιρούς για συμμαχίες στον προοδευτικό χώρο. ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά, η τριπλέτα που αντιπροσωπεύει το βασικό κομμάτι του λεγόμενου προοδευτικού χώρου δείχνει εγκλωβισμένη στις επιλογές αλλά ενίοτε και τις αντιφάσεις της. Υπό τις παρούσες συνθήκες όχι μόνο συνεργασία δεν προβλέπεται στον ορίζοντα, αντιθέτως η θερμοκρασία ανεβαίνει επικίνδυνα όπως διαπιστώσαμε πρόσφατα μετά τη νέα, κάθετη άρνηση του ΠΑΣΟΚ στο κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ για ένα κοινό ψηφοδέλτιο απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Το βάσανο των ποσοστών
Βασικό χαρακτηριστικό και των τριών σχηματισμών είναι η πτώση των ποσοστών τους στις δημοσκοπήσεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στο ΠΑΣΟΚ. Μετά από μια άνοδο που αποδείχθηκε πρόσκαιρη, την περίοδο των εσωκομματικών του εκλογών και την ανάληψη της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξαιτίας των διασπάσεων στον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της Χαριλάου Τρικούπη δείχνει να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση.
Κάθε δημοσκόπηση το παρουσιάζει όλο και με χαμηλότερα ποσοστά σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση, σε σημείο να βλέπει πλέον την πλάτη της Πλεύσης Ελευθερίας, ευρισκόμενο στην τρίτη θέση. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι δεν κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει τίποτε από τις κινητοποιήσεις του κόσμου και να αναδειχθεί σε παίκτη με πι κεφαλαίο στο πολιτικό σκηνικό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να σταματήσει την ελεύθερη πτώση στην οποία βρέθηκε πριν από μερικούς μήνες έπειτα απ’ όσα συνέβησαν με την αποπομπή Κασσελάκη. Δείχνει να πελαγοδρομεί σε ποσοστά που στη χειρότερη τον δείχνουν κοντά στο 5% και στην καλύτερη στο 8%.
Η πτώση και η υπαρξιακή κρίση
Δεν το λες και θέση ισχύος για ένα κόμμα που έως το 2019 ήταν κυβέρνηση και υπήρξε αξιωματική αντιπολίτευση του 32%. Ακόμα και το τραγικό ποσοστό του 18% που έλαβε στις εκλογές του 2023 θεωρείται «μυθικό» νούμερο σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα. Για όσους οδύρονταν εκείνη την περίοδο κι θεωρούσαν πως η είχαν υποστεί στρατηγική ήττα, η απάντηση είναι πως το βάθος του βαρελιού αποδεικνύεται μεγαλύτερο απ’ όσο μπορούσαν να φανταστούν.
Η Νέα Αριστερά έσωσε την πολιτική της αξιοπρέπεια αποχωρώντας από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ήρθε αντιμέτωπη με μια υπαρξιακή κρίση, η οποία συνεχίζεται ως σήμερα και δείχνει -τουλάχιστον προς το παρόν- ανήμπορη να την ξεπεράσει.
Τα ποσοστά της στις δημοσκοπήσεις φτάνουν στην καλύτερη περίπτωση κοντά το 2,5 με 2,7%, στη χειρότερη πέφτουν κάτω από το 2. Αντιλαμβάνεται κανείς πως αν επιβεβαιωθούν αυτά τα ποσοστά στην κάλπη, το βασικό ζητούμενό της είναι η πολιτική επιβίωση.
Περιορισμένη ορατότητα
Ενάμιση χρόνο μετά τη διάσταση η πολιτική της ορατότητα παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη, σε σημείο πολλές φορές ο απλός, μη κομματικοποιημένος κόσμος να θεωρεί ότι η διάσπαση ουδέποτε συνέβη ως γεγονός και πως στελέχη όπως ο Αλέξης Χαρίτσης, ο Νάσος Ηλιόπουλος, ο Νίκος Φίλης κλπ. βρίσκονται ακόμα εντός ΣΥΡΙΖΑ και αποτελούν κάτι ενιαίο. Με απλά λόγια η πλειονότητα του κόσμου δεν κατάφερε ποτέ να ξεχωρίσει τα στελέχη που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ με αυτά που έμειναν πίσω. Αυτό σημαίνει ότι το κόμμα δεν έκανε καμία διαφορά, δεν κατάφερε να χαράξει εκείνη την ορατή διαχωριστική γραμμή από το παρελθόν του. Μπορεί να προσπάθησε, αλλά εν τέλει το αποτέλεσμα είναι εκείνο που μετράει.
Το οξύμωρο και η παγίδα
Πλέον συμβαίνει το εξής οξύμωρο που ταυτόχρονα αποτελεί και παγίδα για τα ανωτέρω κόμματα αναφορικά με το πως βλέπουν το μέλλον τους. Απ’ τη μια παρατηρούν τα ποσοστά τους είτε να πέφτουν, είτε να μην φτάνουν στο άθροισμά τους εκείνα της ΝΔ και από την άλλη ακούνε τις έρευνες που λένε ότι η πλειονότητα του κόσμου επιθυμεί αλλαγή διακυβέρνησης και σε κάποιες περιπτώσεις την επιθυμία όπως η επόμενη κυβέρνηση να έχει προοδευτικό πρόσημο. Θεωρούν λοιπόν ότι αυτή είναι η δική τους ευκαιρία.
Η οποία όμως ευκαιρία χάνεται στις μετρήσεις που δείχνουν ότι ο κόσμος επιθυμεί μεν κυβερνητική αλλαγή αλλά δεν επενδύει σε αυτούς. Και κάπως έτσι μπαίνουν σε έναν φαύλο κύκλο αναζήτησης, θεωρώντας ότι οι συμμαχίες είναι εκείνες που θα τους σηκώσουν ψηλά και θα τους δώσουν πολιτικό ανάστημα ικανό να αντιπαρατεθεί με την κυβέρνηση.
Ζήτημα αξιοπιστίας
«Μάλλον δεν έχει σκεφτεί κανείς ότι τα πρόσωπα είναι το πρόβλημα», μας λέει πολιτικός επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τον κεντροαριστερό χώρο αρκετά χρόνια, προσθέτοντας ότι υπάρχει εμφανές «ζήτημα αξιοπιστίας».
Η αλήθεια είναι πως σε ανάλογες διαπιστώσεις έχουν προχωρήσει στελέχη του χώρου της Αριστεράς σε δημόσιες τοποθετήσεις τους το τελευταίο διάστημα, μιλώντας για τα δικά τους πεπραγμένα. Το γεγονός δηλαδή ότι το ζήτημα αξιοπιστίας είναι ουσιαστικό και δεν το έχει λησμονήσει η κοινωνία. Η παραδοχή αυτή έρχεται να ταιριάξει με τα δημοσκοπικά ευρήματα που αναδεικνύουν την κρίση που βιώνει το πολιτικό σύστημα γενικότερα, γεγονός που οδήγησε πολύ κόσμο απ’ το να απέχει από τις τελευταίες κάλπες.
Αν επανέλθουμε στο θέμα των προσώπων, η αλήθεια είναι πως όσοι ηγούνται αυτή τη στιγμή των κομμάτων σίγουρα δεν αποτελούν τις πιο «άφθαρτες» επιλογές. Βρίσκονται στην πολιτική επικαιρότητα τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, με θέσεις ευθύνης, είτε στους κομματικούς σχηματισμούς είτε σε υπουργεία κλπ.
«Ο κόσμος τούς γνωρίζει, δεν περιμένει κάποια έκπληξη απ’ αυτούς. Κι αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα των κομμάτων σήμερα», λέει ο συνομιλητής μου. «Είναι απίστευτα βαρετά και οι κινήσεις τους τετριμμένες και αναμενόμενες. Και αυτό ο κόσμος το ξέρει, το αναγνωρίζει. Αν η κυβέρνηση όφειλε να πάρει ένα μήνυμα από τις συγκεντρώσεις, η αντιπολίτευση έπρεπε να πάρει δέκα. Αυτή θέλει να κυβερνήσει εξάλλου. Αλλά ο κόσμος με τη στάση του δείχνει ότι δεν την εμπιστεύεται».
Η έλλειψη εναλλακτικής
Αναρωτιέμαι αν έχει υπάρξει ανάλογο φαινόμενο στη νεότερη πολιτική ιστορία. Μια κυβέρνηση με την πλάτη στον τοίχο, με απίστευτη φθορά, σε συνεχιζόμενη πτώση και την ίδια ώρα μια αντιπολίτευση σε χειρότερη κατάσταση.
«Όχι κι αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα της εποχής», είναι η απάντηση. «Πάντα υπήρχε εναλλακτική σε περιόδους κρίσης ή ακόμα και μη κρίσης. Π.χ. την περίοδο των Μνημονίων η εναλλακτική ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ και κατάφερε να πάρει την εξουσία».
»Παλαιότερα υπήρχε ο δικομματισμός και η εναλλαγή της διακυβέρνησης μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Σήμερα δεν βλέπουμε να υπάρχει εναλλακτική, το μόνο που παρατηρούμε -τουλάχιστον προς το παρόν- είναι να ξεπετάγεται η Πλεύση Ελευθερίας επειδή ακριβώς «πουλάει» κάτι που ένα κομμάτι του κόσμου θέλει ν΄αγοράσει και που δεν το βρίσκει στο ΠΑΣΟΚ ή στον ΣΥΡΙΖΑ».
Δεν μαθαίνουν από τα λάθη
Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι τα κόμματα δείχνουν να μην μαθαίνουν απ’ τα λάθη του παρελθόντος και μάλιστα του πρόσφατου. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβηκε στις εκλογές του 2023 με το αίτημα της συμμαχίας με το ΠΑΣΟΚ γνωρίζοντας ότι πολύ δύσκολα θα κέρδιζε τη ΝΔ που ερχόταν καβάλα στις δημοσκοπήσεις. Το εγχείρημα απέτυχε παταγωδώς και τώρα η Κουμουνδούρου επαναλαμβάνει το ίδιο αίτημα.
Οι όροι όμως δεν είναι οι ίδιοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ούτε κατά διάνοια τα ποσοστά του παρελθόντος και καλεί με τους ίδιους όρους σε συμπόρευση το ΠΑΣΟΚ και σε «κοινό ψηφοδέλτιο κατά του Μητσοτάκη».
Ώρες, ώρες δίνεται η εντύπωση πως το κάλεσμα έχει άλλα αίτια και δεν αφορά σε συμπόρευση αλλά στο να καταδείξει στην κοινωνία τον «καλό» ΣΥΡΙΖΑ που παλεύει για το κοινό καλό, αλλά βρίσκει πάνω στις επαναλαμβανόμενες αρνήσεις του «κακού» ΠΑΣΟΚ.
Ο στόχος
Ο στόχος είναι προφανής, η διαρροή ψηφοφόρων απ’ το ΠΑΣΟΚ στην Κουμουνδούρου. Αυτό όμως δεν το είδαμε να συμβαίνει το 2023, γιατί να συμβεί τώρα και μάλιστα σ’ έναν ΣΥΡΙΖΑ εξαιρετικά ταλαιπωρημένο από τα εσωκομματικά και τις διασπάσεις και με μια δημόσια εικόνα βαριά τραυματισμένη απ’ την περίοδο Κασσελάκη;
Από την άλλη είναι τουλάχιστον περίεργο ν’ ακούς απ’ το ΠΑΣΟΚ ότι το κόμμα θα προχωρήσει «αυτόνομα», αφήνοντας να εννοηθεί πως το ενδεχόμενο να προχωρήσει σε συμμαχίες είναι κάτι που θα το εξετάσει μετά τις κάλπες.
Ακολουθεί δηλαδή την ίδια «γραμμή» από το 2023, η οποία έως ώρας τουλάχιστον δεν έχει αποδώσει τα προσδοκώμενα. Μοιραία, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι παρ΄όλη την πρόσφατη νίκη του ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν δείχνει να είναι απόλυτα κυρίαρχος στο κόμμα.
Κι ενώ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ ανταλλάσσουν βέλη και ανακοινώσεις με κατηγορίες -όπως συνέβη πάλι πρόσφατα με αφορμή μια δήλωση του Νίκου Παππά για τον Νίκο Ανδρουλάκη- ο κόσμος απομακρύνεται και το βροντοφωνάζει ότι δεν τους εμπιστεύεται. Και δεν είναι μόνο τα δημοσκοπικά ποσοστά των κομμάτων που προκαλούν προβληματισμό, είναι και ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των αναποφάσιστων.
Σωσίβιο
Σε αυτή τη συγκυρία, το μοναδικό σωσίβιο του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να είναι η Νέα Αριστερά, στο πλαίσιο μιας συνθήκης που θα συσπειρώσει και πάλι ένα κοινό που κάποτε πίστεψε στο όραμα της Πρώτης Φοράς Αριστερά. Αξίζει να σημειωθεί όμως πως και σ’ αυτή την περίπτωση οι όροι δεν είναι ίδιοι με το σχετικά κοντινό παρελθόν.
Ακόμα και στην επιβεβαίωση του καλύτερου σεναρίου, αυτού της επιστροφής, θα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον -όχι για την πλειονότητα της κοινωνίας σίγουρα- αλλά για τους παρατηρητές και το κομματικό ακροατήριο, πώς ακριβώς θα συμπράξουν η Έφη Αχτσιόγλου και ο Αλέξης Χαρίτσης, ο Δημήτρης Τζανακόπουλος και ο Νάσος Ηλιόπουλος, με τον Παύλο Πολάκη ή τον Νίκο Παππά.
Πολιτικές και συμμαχίες
Και για να μην μείνουμε στα πρόσωπα, ας μιλήσουμε για πολιτικές. Για παράδειγμα οι θέσεις Νέας Αριστεράς και ΣΥΡΙΖΑ για κομβικά ζητήματα είναι εντελώς αντίθετες. Ας δούμε το θέμα των εξοπλισμών, το οποίο προτάσσουν ως βασικό επίδικο στελέχη της Νέας Αριστεράς προκειμένου ν΄αποδείξουν ότι με την Κουμουνδούρου τους χωρίζει χάος.
Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που αρκετοί στο συγκεκριμένο χώρο ονειρεύονται και επιθυμούν την επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα σε ηγετικό ρόλο. Απίθανο; Όχι, στην πολιτική τίποτε δεν αποκλείεται. Κάποιες δημοσκοπήσεις έχουν ήδη καταγράψει το όνομά του ως επικεφαλής ενός νέου κεντροαριστερού φορέα που θα βασίζεται στις συμμαχίες.
Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος και δη ο πολιτικός σε τέτοιες εποχές αποδεικνύεται πυκνός και οι εξελίξεις μπορεί να είναι ραγδαίες. Με τις σημερινές συνθήκες οι συμμαχίες στον προοδευτικό χώρο μοιάζουν αδύνατες, την ώρα που τα ίδια τα κόμματα που τον απαρτίζουν μοιάζουν αδύναμα ή στη χειρότερη περίπτωση ανίκανα, να αντιληφθούν ότι πρέπει ν’ αλλάξουν μυαλά.