Σάββατο 04 Μαϊου 2024
weather-icon 21o
Μαρκησία ντε Πομπαντούρ: «Καλλονή των Παρισίων» ή «γύναιο»;

Μαρκησία ντε Πομπαντούρ: «Καλλονή των Παρισίων» ή «γύναιο»;

«Τι απαίσιο καιρό διάλεξε η μαρκησία για να μας αφήσει!»

Όταν ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος 15ος κυνηγούσε ελάφια στα πυκνά δάση γύρω από το Παρίσι, οι πυργοδεσπότες της περιοχής αλλά και οι απλοί αστοί ζητούσαν και έπαιρναν την άδεια να παρακολουθήσουν το βασιλικό κυνήγι. Κατέφθαναν με αμάξια κάθε λογής ένα πλήθος γεμάτο περιέργεια, περήφανοι γιατί μπορούσαν έστω και από μακριά να δουν ένα θέαμα τόσο εξαιρετικό.

Τα άλογα, που τα κρατούσαν απ’ το χαλινάρι οι υπηρέτες, ποδοπατούσαν τη γη ανυπόμονα περιμένοντας τους καβαλάρηδες και τα χλιμιντρίσματά τους ανακατεύονταν με τα γαβγίσματα των άσπρων και καφέ σκυλιών του βασιλιά. Από τον σκουπισμένο δρόμο, που τον φώτιζε ο φθινοπωρινός ήλιος όπως περνούσε ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων, εμφανίζονταν οι καρότσες με τους αριστοκράτες και τις κυρίες της Αυλής. Ο βασιλιάς και οι προσκεκλημένοι του έφθαναν τελευταίοι, καβάλα στ’ άλογά τους, με κοστούμια γαλάζια, με τα μαχαίρια περασμένα στη ζώνη τους και τα τρικαντό καπέλα τους πάνω στις πουδραρισμένες περούκες.

«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 8.8.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Καμαρωτός στη σέλα του ο Λουδοβίκος 15ος περνούσε μπροστά στα αμάξια απ’ όπου οι κυρίες της Αυλής τον χαιρετούσαν με προκλητικά χαμόγελα και έψαχναν με το βλέμμα την ευνοουμένη της εποχής εκείνης, τη δούκισσα του Σατωρού.

Ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις όμορφες γυναίκες ξεχώριζε μια κυρία που οδηγούσε μόνη της ένα γαλάζιο αμαξάκι. Έμοιαζε σαν Αφροδίτη πάνω σ’ ένα κοχύλι της θάλασσας. Όταν περνούσε μπροστά της ο βασιλιάς, εκείνη του έριξε ένα βλέμμα χωρίς ίχνος σεμνοτυφίας. Τον κοίταξε ίσια στα μάτια, μ’ ένα ύφος που δεν ήξερες αν ήταν ερωτικό ή αλαζονικό.

«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 8.8.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η κυρία αυτή ήταν η Ιωάννα Αντουανέττα Πουασσόν, ένα όνομα δυστυχώς πολύ κοινό, μια και Πουασσόν σημαίνει στα γαλλικά ψάρι. Ήταν κόρη ενός εμπόρου που πουλούσε τρόφιμα στον γαλλικό στρατό και μιας κυρίας που ήταν διάσημη για τις κατακτήσεις της.

Η τύχη της κοπέλας άνοιξε όταν ένας θαυμαστής της μητέρας της, ο Νορμάν ντε Τουρνάμ, που νόμιζε πως ήταν πατέρας της, αποφάσισε ν’ αναλάβει την ανατροφή της. Η Ιωάννα έδειξε απ’ την πρώτη στιγμή πως είχε κλίση για τη μουσική, τη ζωγραφική και όλα τα ωραία πράγματα. Ήταν συγχρόνως πολύ όμορφη, κι έτσι η μητέρα της κατέστρωσε αμέσως μεγάλα σχέδια για την κόρη της. Λέγεται μάλιστα ότι οι φιλοδοξίες της έφθασαν ως το Παλάτι και ότι διέδιδε ότι η κόρη της ήταν «μπουκιά για τον βασιλιά». Στο μεταξύ όμως πάντρεψε την Ιωάννα μ’ έναν ανεψιό του Νορμάν ντε Τουρνάμ, τον Νορμάν ντ’Ετιόλ, έναν τραπεζίτη. Αυτό ήταν ήδη μια μεγάλη επιτυχία και ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Πράγματι ο Νορμάν, που ήταν ερωτευμένος με τη γυναίκα του και πλούσιος, όχι μόνο δεν της στερούσε τίποτα, μα φρόντιζε να έχει η Ιωάννα τα πάντα, ώστε να διασκεδάζει και να διακρίνεται στο Παρίσι.

«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 8.8.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο σπίτι της συναντιόνταν τα «καλύτερα μυαλά» της Γαλλίας, από τον Βολταίρο ως τον Φοντενέλ και από τον Μοντεσκιέ ως τον Μοπερτουί. Αυτό βέβαια δεν αποδεικνύει ότι η Ιωάννα Αντουανέττα ήταν καμιά ιδιοφυΐα. Οι διανοούμενοι της εποχής εκείνης χαίρονταν να δέχονται προσκλήσεις από όμορφες και πλούσιες κυρίες, που στα σαλόνια τους έφερναν οι ίδιοι το λεπτό πνεύμα και την εξυπνάδα.

Η κυρία ντ’Ετιόλ είχε εντούτοις ένα μεγάλο χάρισμα. Ήξερε να κάνει «συζήτηση», να κουβεντιάζει δηλαδή με τις ώρες χωρίς δυσκολία, χαριτωμένα, και δίχως να ζαλίζει τον συνομιλητή της με διάφορα σοβαρά θέματα.

Η Ιωάννα Αντουανέττα χαιρόταν τη ζωή της, αλλά εξακολουθούσε να έχει και τις φιλόδοξες βλέψεις της. Γι’ αυτό επαναλάμβανε διαρκώς σ’ έναν συγγενή της, που ήταν καμαριέρης του Λουδοβίκου 15ου, ότι είχε ορκισθεί αιωνία πίστη στον σύζυγό της και μόνο για χάρη του βασιλιά θα παρέβαινε τον όρκο της. Τα λόγια της αυτά διαδόθηκαν σαν αστραπή και έφθασαν και στ’ αφτιά του καλού ντ’Ετιόλ, που γέλασε καλόκαρδα.

Όσο για τον Λουδοβίκο τον 15ο, σίγουρα κάτι θα είχε μάθει κι αυτός, αλλά ήταν πολύ δύσκολο ν’ ανακαλύψει κανείς τι σκεπτόταν ο μονάρχης. Το πρόσωπό του ήταν όμορφο, αλλά το σημάδευαν ήδη τα μεγάλα βάρη της ευθύνης του για τη διακυβέρνηση του βασιλείου. Τα μεγάλα μαύρα μάτια του δεν είχαν καμιά λάμψη και δεν πρόδιδαν κανένα συναίσθημα.

Εκείνη όμως που δεν γέλασε καθόλου ούτε έκρυψε τα συναισθήματά της ήταν η δούκισσα του Σατωρού. Ενοχλήθηκε πολύ απ’ αυτήν την επίδοξη αντίπαλό της και κατάφερε να της απαγορέψουν να παρίσταται στο Βασιλικό Κυνήγι. Προς μεγάλη κατάπληξη όλων, η κυρία ντ’Ετιόλ συμμορφώθηκε χωρίς καμιά διαμαρτυρία. Η Ιωάννα Αντουανέττα είχε μεγάλα σχέδια, και στα σχέδιά της μέσα συμπεριλαμβανόταν και η ήττα. Εκείνο που είχε σημασία ήταν η «τελική νίκη».

Η βασιλεία της μαρκησίας ντε Πομπαντούρ μ’ αυτό το όνομα πέρασε στην ιστορία η Ιωάννα Αντουανέττα Πουασσόν ήταν εξασφαλισμένη. Πράγματι, ο Λουδοβίκος 15ος υπέφερε τρομερά από ανία και πλήξη. Είχε συνδεθεί ερωτικά με τη Λωραγκέ, με τη Βιντιμίλ, με τη Μαιλύ και με τη Σατωρού, αλλά καμιά τους δεν τον είχε συναρπάσει. Μια μέρα είπε στον έμπιστο καμαριέρη του, τον συγγενή της Ιωάννας Αντουανέττας: «Κουράστηκα να βλέπω τόσα νέα πρόσωπα και να μη βρίσκω κανένα άξιο να το κοιτάζεις». Ο καμαριέρης άρπαξε αμέσως την ευκαιρία και του θύμισε τη νεαρή Αφροδίτη με το γαλάζιο αμάξι της.

Το ίδιο βράδυ κιόλας ο τετραπέρατος καμαριέρης πήγε στην ξαδέλφη του, της διηγήθηκε τον διάλογό του με τον ηγεμόνα και την έφερε στο Βασιλικό Παλάτι. Ο Λουδοβίκος πέρασε όλη τη νύχτα μαζί της, αλλά την επομένη την έστειλε πίσω σπίτι της μάλλον ψυχρά. Η κυρία ντ’Ετιόλ και ο καμαριέρης πέρασαν τις χειρότερες ημέρες της ζωής τους. Είχαν δουλέψει χρόνια ολόκληρα για να προετοιμάσουν μια ευκαιρία. Και η ευκαιρία αυτή αποδείχθηκε σαπουνόφουσκα!

Μόνο ύστερα από ένα μήνα ο βασιλιάς ρώτησε τον καμαριέρη του τι γινόταν η κυρία ντ’Ετιόλ. Εκείνος τότε του είπε ότι είχε κλειστεί σπίτι της και έκλαιγε την κακή της τύχη. «Κλαίει την αμαρτία της; Να σου πω την αλήθεια, φοβόμουν ότι ήταν σαν τις άλλες, φιλόδοξη και συμφεροντολόγα, ότι είχε πάθη πολύ λιγότερο ευγενή και πολύ πιο αξιοκατάκριτα από τη φλόγα του έρωτος. Εξάλλου, μπορώ να σου πω ότι μου αρέσει και ότι την κράτησα μακριά μόνο για να δω τι αποτέλεσμα θα είχε επάνω της η ψυχρότης μου».

Μ’ άλλα λόγια, ο Λουδοβίκος 15ος δεν έκανε μόνο τον ηθικολόγο, ενώ ήταν ένας από τους πιο έκλυτους άνδρες σε μια εποχή ήδη πολύ έκλυτη, αλλά γύρευε και να αγοράσει μια ερωμένη που να ήταν τίμια, σεμνή και ενάρετη. Η Ιωάννα δεν ήταν ούτε τίμια ούτε σεμνή ούτε ενάρετη. Μα για να πετύχει τον σκοπό της θα γινόταν και καλόγρια ακόμη. Κι έτσι η Αυλή άρχισε σιγά-σιγά να παρακολουθεί το θέαμα της κυρίας ντ’Ετιόλ, που κυκλοφορούσε δίπλα στον βασιλιά με το βλέμμα κατεβασμένο και έβγαινε απ’ την κρεβατοκάμαρά του τα χαράματα με ύφος συντετριμμένο. Στο μεταξύ, της έβγαλαν το παρατσούκλι «η μικρή βασίλισσα» ή «η καλλονή των Παρισίων».

Ο βασιλιάς την έκανε μαρκησία ντε Πομπαντούρ. Εκείνη πάλι ήξερε ότι στην Αυλή θα την τριγύριζαν εχθροί ζηλόφθονοι και γυναίκες που παραμόνευαν την ευκαιρία να πάρουν τη θέση της. Η μάχη συνεχιζόταν. Το φρούριο είχε καταληφθεί, αλλά τώρα έπρεπε να το κρατήσει. Η ευχαρίστηση του βασιλιά και η μελέτη του χαρακτήρα του έγιναν οι κύριοι στόχοι της ευνοουμένης, που από το 1745 ήταν πια η πραγματική βασίλισσα της Γαλλίας, ενώ η δύστυχη Μαρία Λεζίνσκα, η νόμιμη σύζυγος του μονάρχη, είχε πια τελείως παραγκωνισθεί.

Η Ιωάννα κατάλαβε αμέσως ότι για ν’ αρέσει στον βασιλιά έπρεπε να τον διασκεδάζει και να απομακρύνει από κοντά του τη χειρότερη αρρώστιά του, την ανία. Όταν, λοιπόν, δεν είχε κανένα κουτσομπολιό να του διηγηθεί ή δεν είχε καμιά ιστορία σε βάρος των άτυχων αυλικών, η Πομπαντούρ έπαιζε πιάνο, τραγουδούσε και χόρευε για τον ερωμένο της. Είχε ένα χάρισμα μοναδικό να καταλαβαίνει την ψυχική κατάσταση ενός ατόμου, κι έτσι, μόλις ένιωθε την παραμικρή σκιά ανίας να εμφανίζεται στο πρόσωπο του Λουδοβίκου, αμέσως άλλαζε θέμα, άλλαζε διασκέδαση, εφεύρισκε κάτι καινούργιο. Ήξερε ότι ο εραστής της προτιμούσε να τρώει με λίγους ανθρώπους, σ’ ένα στενό κύκλο, όπου μπορούσε να χαλαρώνει κάπως τους αυστηρούς κανόνες της εθιμοτυπίας, να αισθάνεται σαν φίλος μεταξύ φίλων κι όχι σαν ηγεμόνας μεταξύ των υπηκόων του. Η μαρκησία ντε Πομπαντούρ φρόντιζε να βρίσκει αυτούς τους φίλους και ο Λουδοβίκος, απαλλαγμένος απ’ το βάρος της βασιλικής μεγαλοπρέπειας, απελάμβανε την ερωμένη του να τους διασκεδάζει, να λάμπει από ένα κέφι και μια χαρά που φαίνονταν αυθόρμητα.

Έτσι, δεν είναι παράδοξο ότι μια τέτοια Κίρκη κατόρθωσε να γίνει κυρία της Γαλλίας και να διαχειρίζεται τα πλούτη και τη δύναμη του βασιλιά προς όφελος δικό της και των συγγενών της. Ξόδευε ποσά τεράστια ακόμη και για τα πιο ασήμαντα κέφια: γιορτές, κοσμήματα, αμάξια, ταπετσαρίες. Στο Παρίσι αγόρασε ένα παλατάκι κοντά στις Τουιλερί, που το γκρέμισε έπειτα για να χτίσει στη θέση του ένα σπίτι απολύτως σύμφωνο με το δικό της γούστο, ένα γούστο που, ομολογουμένως, ήταν πολύ εκλεπτυσμένο.

Οι αυλικοί έτρεμαν από ζήλια βλέποντάς τη να διαθέτει όπως ήθελε τα πλούτη του βασιλιά. Οι υπουργοί παραιτούντο ο ένας ύστερα απ’ τον άλλον, επειδή δεν άντεχαν στις διαρκείς επεμβάσεις της στη διοίκηση. Ολόκληρη η Γαλλία υπέφερε επειδή ο Λουδοβίκος 15ος είχε πέσει στα χέρια αυτού του «γύναιου». Συνέβη, τέλος, ένα γεγονός ανήκουστο στην ιστορία της γαλλικής μοναρχίας. Ο Δελφίνος του γαλλικού θρόνου, ο διάδοχος δηλαδή, απέκτησε γιο, τον μετέπειτα Λουδοβίκο 16ο. Έγινε μια τελετή για να χαιρετίσει ο λαός το μωρό. Στην κούνια του, μαζί με διάφορα άλλα δώρα, τοποθετήθηκε ένα πακετάκι-«δώρο» για τον βασιλιά. Μέσα είχε μερικούς κόκκους σιτάρι, για να του θυμίσει την τρομερή σιτοδεία της χρονιάς εκείνης, και μαζί ένα χαρτάκι με υβριστικούς στίχους εναντίον της Πομπαντούρ και του ίδιου του μονάρχη, που τον απειλούσαν με θάνατο.

Ούτε όμως αυτό το γεγονός χώρισε τον Λουδοβίκο από τη φιλενάδα του. Είχαν περάσει δέκα χρόνια και μια μυστηριώδης αρρώστια κατέστρεφε την ομορφιά της Πομπαντούρ, αλλά οι δεσμοί με τον βασιλιά γίνονταν διαρκώς ισχυρότεροι, γιατί «αγαπούσε το πνεύμα της, την εξυπνάδα της, τη χάρη της». Κι αυτό, κατά βάθος, φωτίζει ακόμη καλύτερα την προσωπικότητα του Λουδοβίκου 15ου. Δεν ήταν μόνο μια αδυναμία για την ερωμένη του, μια καθαρά φυσική έλξη. Οπωσδήποτε, όμως, η αγάπη του για την Πομπαντούρ κόστισε στη Γαλλία τριάντα έξι εκατομμύρια φράγκα, ένα ποσό υπέρογκο για την εποχή εκείνη. Και στο ποσό αυτό πρέπει να προστεθεί και η ζημία από μια παράξενη ιστορία ηθών και μόδας, για την οποία κατηγορήθηκε καυστικότατα η Πομπαντούρ.

Μέχρις ότου η Ιωάννα Αντουανέττα εισήλθε στην Αυλή και κατέλαβε την πρώτη θέση, οι κυρίες της αριστοκρατίας ντύνονταν με υφάσματα της Λυών. Όταν όμως η μαρκησία έπαψε να φοράει γαλλικά υφάσματα και προτίμησε τα αγγλικά, επειδή «ταίριαζαν καλύτερα» στην ομορφιά της, όλες οι άλλες κυρίες εγκατέλειψαν κι αυτές τα υφάσματα της Λυών, που έχασαν αμέσως την αξία τους. Γι’ αυτό ένας εξαγριωμένος λιβελλογράφος έγραψε: «Η μόδα, που αντέγραφε τη μαρκησία Πομπαντούρ, έπνιξε την εθνική βιομηχανία και τις γαλλικές τέχνες μέχρι τις πιο απομακρυσμένες επαρχίες».

Η Πομπαντούρ στάθηκε πιστή στον Λουδοβίκο 15ο; Το ερώτημα δεν έχει νόημα, γιατί ακόμη και η απόλυτη πίστη της Πομπαντούρ δεν θα απεδείκνυε την αγάπη της για τον εραστή της. Οπωσδήποτε όμως, «η καλλονή των Παρισίων», μόλις κατέλαβε την υψηλή εκείνη θέση, φρόντισε να συμπεριφέρεται με σύνεση και διακριτικότητα. Οι μόνες γνωστές περιπέτειές της ήταν με τον καρδινάλιο ντε Μπερνίς και με τον κόμητα ντε Μπριτζ. Οι δύο αυτοί ευγενείς την εκμεταλλεύτηκαν όσο μπορούσαν και δεν της ανταπέδωσαν ποτέ τίποτα.

Όταν η Πομπαντούρ πέθανε, ο βασιλιάς την είχε παραμερίσει ήδη από καιρό. Την ημέρα της κηδείας της η βροχή έπεφτε σαν καταρράκτης. Ο Λουδοβίκος 15ος, βλέποντας το φέρετρό της να βγαίνει από την καγκελόπορτα των Βερσαλλιών μέσα στη νεροποντή, είπε σ’ έναν αυλικό: «Τι απαίσιο καιρό διάλεξε η μαρκησία για να μας αφήσει!»

Αυτός ήταν ο μόνος επικήδειος λόγος που της απηύθυνε ο παλαιός εραστής της.

*Άρθρο αφιερωμένο στην περίφημη μαντάμ Πομπαντούρ, γνωστή και ως μαρκησία ντε Πομπαντούρ, μέλος της γαλλικής Αυλής από το 1745 έως το 1764. Συντάκτης του ενδιαφέροντος αυτού κειμένου, που είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» της 8ης Αυγούστου 1969, ήταν ο συγγραφέας Σέρτζιο Μπελάνι (Sergio Bellani).

Η μαντάμ Πομπαντούρ, μια από τις πλέον διάσημες ερωμένες όλων των εποχών, γεννήθηκε στο Παρίσι στις 29 Δεκεμβρίου 1721 και απεβίωσε στις Βερσαλλίες στις 15 Απριλίου 1764.

Sports in

Ολυμπιακός: Η «τρελή» πορεία, η πρόκληση και τα ελληνικά νιάτα

Το μέλλον χαμογελά πλατιά και υπόσχεται ακόμη περισσότερα.

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΜΜΕ Α.Ε.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Σάββατο 04 Μαϊου 2024