Οι μεθαμφεταμίνες περιορίζουν την ανάπτυξη του εμβρύου
Λονδίνο: Η χρήση μεθαμφεταμίνων κατά τη διάρκεια της κύησης μπορεί να συντελέσει στη γέννηση ελλιποβαρούς νεογνού, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Pediatrics.
Λονδίνο: Η χρήση μεθαμφεταμίνων κατά τη διάρκεια της κύησης μπορεί να συντελέσει στη γέννηση ελλιποβαρούς νεογνού, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Pediatrics.
Οι ειδικοί του Πανεπιστημίου Μπράουν με επικεφαλής τον Δρ Μπάρι Λέστερ διαπίστωσαν ότι τα νεογνά είχαν σχεδόν τετραπλάσιες πιθανότητες να είναι ελλιποβαρή αν οι μητέρες τους είχαν κάνει χρήση μεθαμφεταμίνων κατά τη διάρκεια της κύησης.
Η μεθαμφεταμίνη, γνωστή και ως crystal meth, είναι ένα ισχυρό διεγερτικό με αυξανόμενη δημοτικότητα κυρίως στις ΗΠΑ.
Οι ερευνητές έθεσαν υπό ιατρική παρακολούθηση 1.618 νεογνά από τέσσερα διαφορετικά ιατρικά κέντρα της Οκλαχόμα, της Αϊόβα, του Λος Aντζελες και της Χονολουλού.
Ρώτησαν τις μητέρες των βρεφών αν είχαν κάνει χρήση μεθαμφεταμίνης κατά τη διάρκεια της κύησης και ανέλυσαν επίσης τα κόπρανα των νεογνών για την ύπαρξη της ουσία στον οργανισμό τους.
Διαπίστωσαν ότι 84 βρέφη είχαν εκτεθεί στην ουσία κατά τη διάρκεια της εμβρυϊκής ηλικίας. Στη συνέχεια προσάρμοσαν τα στοιχεία και σε άλλους παράγοντες κινδύνου που παίζουν ρόλο στο χαμηλό σωματικό βάρος γέννησης, όπως η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, το κάπνισμα και το αλκοόλ.
Τα νεογνά των οποίων οι μητέρες έκαναν χρήση μεθαμφεταμίνων είχαν 3,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να ζυγίζουν λιγότερο από 2 κιλά συγκριτικά με τα βρέφη που δεν είχαν εκτεθεί στην ουσία.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η μεθαμφεταμίνη περιόριζε τη ροή των θρεπτικών συστατικών από τη μητέρα στο έμβρυο, περιορίζοντας έτσι και την ανάπτυξή του.
Ο Δρ Λέστερ διευθυντής του Κέντρου για τη Μελέτη των Παιδιών που βρίσκονται σε Κίνδυνο σημειώνει ότι «τα παιδιά που γεννιούνται ελλιποβαρή τείνουν να έχουν προβλήματα συμπεριφοράς, όπως υπεκινητικότητα, καθώς και δυσκολίες μάθησης».
Η μελέτη του Δρ Λέστερ βρίσκεται σε εξέλιξη και τα παιδιά θα μείνουν υπό ιατρική παρακολούθηση μέχρι τη συμπλήρωση του τρίτου έτους ζωής, ώστε να εξαχθούν καταληκτικά συμπεράσματα.