Σήμερα και τελειώνουμε. Η αποχαιρετιστήριος συνομιλία με φωτογραφίες. Στα Κρώρα (σ.σ. η νυν Στεφάνη Βοιωτίας, στις βορειοδυτικές απολήξεις της Πάρνηθας, τόπος όπου είχαν οδηγηθεί όμηροι χιλιάδες συλληφθέντες και συλληφθείσες από την πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ, την ΟΠΛΑ, την περίοδο των διαβόητων Δεκεμβριανών) είχε κάνει την εκδρομούλα του. Επέστρεψε με τις πληγές στα πόδια. Ποιος θα τις λογάριαζε; Υπάρχει όμως το ανεπανόρθωτο: Το αγόρι του. Βυθισμένος στο πένθος του ο πατέρας, αποσύρθηκε από τη ζωή. Δεν τον είδα παρά προχθές. Κολλημένος στον τοίχο: «Οδυσσεύς Μαυροφόρος – Θύμα των Δεκεμβριανών». Χωρίς το μειδίαμα των άλλων υποψηφίων. Η οργή στα μάτια, ο πόθος της εκδικήσεως στη μορφή, το «έρχεται» (σ.σ. σύνθημα που αφορούσε την επάνοδο του Γεωργίου Β’ στο θρόνο, η οποία έμελλε να συντελεστεί το Σεπτέμβριο του 1946) στο στόμα.
Ενός λεπτού σιγή εμπρός στον πόνο του και ύστερα ελάτε να σας τον παρουσιάσω: Λυσσώδης δημοκρατικός στο παρελθόν, φανατικός πολέμιος της βασιλείας, εχθρός της δικτατορίας και του εστεμμένου της αρχηγού. Δεν ανεχόταν συζήτησι, δε συγχωρούσε δεύτερη γνώμη. Η δημοκρατία ήταν η θρησκεία του. Με τα εμβλήματα του βασιλισμού τώρα στα πλαίσια της προεκλογικής φωτογραφίας του, ζητεί το σταυρό των νέων ομοϊδεατών του.
Δε θα σας τον ανέφερα αν ανήκε στους καιροσκόπους, στους συμφεροντολόγους, στους γυρολόγους της πολιτικής, στους προδότες της ιδεολογίας, στους αγύρτες που βρωμίζουν τον τόπο. Δόλος όμως στον άνθρωπό μας δεν υπάρχει. Ούτε συμφέρον, ούτε θέλησις κακή. Καθαρός είνε, τίμιος είνε, αγνός είνε. Τον έχει παραζαλίσει όμως ο τρόμος. Είδε ματωμένα τα πόδια του, είδε νεκρό το αγόρι του, είδε τη σφραγίδα του όλμου στο σπίτι του και από τότε φωνάζει:
— Έρχεται.
Μη ζητάτε πολλά από τους απλούς ανθρώπους. Δεν πολυκουράζουν τη σκέψι τους. Είδαν με το Δεκέμβριο (σ.σ. του έτους 1944) την καταστροφή. Και με βαρειά την ψυχή στρέφονται προς ό,τι εμίσησαν, προς ό,τι ίσως και να μισούν ακόμα, γιατί τους μπήκε στο μυαλό πως αυτό θα είνε ο εξολοθρευτής του Δεκεμβρίου.
Υπάρχει όμως κι’ ένας ακόμα συντελεστής της στροφής προς τα πίσω. Η έλλειψις πίστεως. Αν οι σημερινοί αποστάτες —στους καλής θελήσεως πάντα περιορίζομαι— είχαν πραγματικά πίστι στη Δημοκρατία, δε θ’ αποσκιρτούσαν από τους κόλπους της. Δεν επίστεψαν όμως παρά στα πρόσωπα που παρουσιάζονταν φορείς του δημοκρατικού πνεύματος. Όχι στο πνεύμα. Δε θερμάνθηκαν απ’ αυτό. Δημοκρατικοί χωρίς πίστι στη Δημοκρατία. Γι’ αυτό και με την πρώτη αναποδιά την ελάκισαν.
Την ελάκισαν, αλλά έλα και που θέλουν να τακτοποιηθούν με τον εαυτό τους. Δεν την απαρνούνται θα σας πουν. Μόνον που την προτιμούν βασιλευομένη, και βασιλέα της εκείνον που κάποιο Αύγουστο τής έβαλε να καθίση σε πάγους και της έδωσε να πιη ρετσινόλαδο.
Ορίστε να βρήτε άκρη. Βλέπω τη φωτογραφία και τη ρωτώ με όση νηφαλιότητα επιτρέπουν οι στιγμές αυτές των εξάψεων:
— Πώς να συμβιβασθούν τ’ ασυμβίβαστα; Πώς να συγχωνευθή στο ίδιο πρόσωπο ο δικτάτορας και ο δημοκράτης;
Τρέμει ο τοίχος από οργή και απαντά η φωτογραφία:
— Ο δικτάτορας πέθανε. Αυτός που έρχεται θα δώση όρκο πίστεως στη βασιλευομένη Δημοκρατία.
— Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματί της. Και άλλη φορά όμως έδωσε τον όρκο πίστεως και το λόγο της τιμής του για να πατήση τον όρκο του και ν’ ασεβήση στην τιμή του. Ας το πάρουμε όμως κι’ έτσι. Να συμφωνήσουμε ότι μετανοούσα μάς έρχεται η Μαγδαληνή. Ούτε βήμα πέραν από τα όρια του Συντάγματος. Μη στάξη και μη βρέξη η βασιλευομένη του. Από οίκος σκευωριών σε Αγγλικά ανάκτορα θα μεταβληθή το ελληνικό παλάτι. Υπόθεσι κάνουμε. Αν όμως για την αποκατάστασι της τάξεως —αυτό δεν είνε που σε καίει;— περιορισθή σε όσα περιορίζεται κι’ ένας κοινός πρόεδρος Δημοκρατίας, γιατί από τον ακίνδυνο πρόεδρο προτιμάς τον κίνδυνο-θάνατο, ένα στέμμα που δεν αγαπήθηκε από κανέναν στο παρελθόν, που μισείται τώρα θανάσιμα από τους μισούς, για να μην πω από τα τρία τέταρτα του έθνους;
Θέλεις τώρα να πάρουμε και την άλλη περίπτωσι της βασιλικής δικτατορίας; Πιστεύεις σ’ αυτήν; Πιστεύεις ότι μπορεί να καρποφορήση σε μια εποχή και σε μια γενεά νέων ανθρώπων που καλπάζουν προς τα εμπρός; Πιστεύεις ότι την ανέχεται το διεθνές κλίμα; Ότι δε θα την εκμεταλλευθούν οι εχθροί και θα μας τη συχωρέσουν οι φίλοι από τους οποίους περιμένουμε κι’ αυτό το ψωμί μας ακόμα; Κι’ έπειτα εσύ, παληέ δημοκρατικέ, δεν αισθάνεσαι καμμιά ντροπή όταν, σε αντίθεσι με την παγκόσμια ατμόσφαιρα, έρχεσαι με τα ίδια σου τα χέρια να δώσης ζωή σε βρυκόλακες που δε χορταίνουν να σωρεύουν ντροπές και καταστροφές στη ράχι μιας αφανισμένης χώρας;
Ψιθυριστά από τις πλάκες του πεζοδρομίου στέλνω τις σκέψεις μου στη φωτογραφία του υποψηφίου. Δεν τις αφίνει ν’ ανέβουν στον τοίχο του. Θαρρείς πως φοβάται μήπως επηρεασθή απ’ αυτές. Κλείει τ’ αυτιά και φωνάζει το «έρχεται» για να πνίξη μέσα στο κύμα της κραυγής τον ψίθυρο των επιχειρημάτων.
*Άρθρο του Παύλου Παλαιολόγου, που έφερε τον τίτλο «Τελευταία συνομιλία» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 31 Μαρτίου 1946, ημέρα διεξαγωγής εθνικών εκλογών.
Οι εν λόγω εκλογές ήταν οι πρώτες μεταπολεμικές και οι πρώτες μετά την παρέλευση δέκα και πλέον ετών (οι τελευταίες εκλογές είχαν διεξαχθεί στη χώρα μας τον Ιανουάριο του 1936).