Εξάλλου, σε στίχους Θρήνων του Σιμωνίδη προβάλλεται η μελαγχολική διαπίστωση ότι ακόμα και οι γιοι των θεών δεν μπορούσαν να ζουν χωρίς κόπους και χωρίς φθαρτότητα, αλλά και η αντίληψη για τη ματαιότητα των εγκοσμίων, με τη φονική Χάρυβδη να αποτελεί το έσχατο τέρμα όλων των πραγμάτων σε αυτόν τον κόσμο.
Τίποτα δεν εξαιρείται από τη φθορά: ούτε η μεγάλη παλικαριά ούτε ο πλούτος ούτε καν η δόξα και η υστεροφημία.
Ο θρήνος για τη φθαρτότητα των πραγμάτων παύει μόνον όταν ο Σιμωνίδης ψάλλει εις μνήμην αυτών που σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες:
Των εν Θερμοπύλαισι θανόντων / ευκλεής μεν α τύχα, καλός δε ο πότμος / βωμός δ’ ο τάφος, προ γόων δε μνάστις, ο δ’ οίκτος έπαινος.
Ένδοξη είναι η τύχη τους, ωραίος ο θάνατός τους, βωμός ο τάφος τους, αντί για θρήνους τα μνημόσυνα, η συμπόνια έπαινος.
Με αυτές τις λέξεις ο μεγάλος ποιητής εκφράζει γνήσιο δέος για το μέγεθος της θυσίας των πεσόντων, συνενώνει με αξιομνημόνευτο τρόπο το θρήνο με το εγκώμιο, με άλλα λόγια μετατρέπει το θρηνητικό ποίημα σε εγκωμιαστικό.