Γιάννης Αδάναλης Η περίοδος αναμονής -περισσότερο από έξι μήνες- έλαβε τέλος. Από την ημέρα που η Ford επέλεξε τη Διεθνή Έκθεση Αυτοκινήτου στο Λονδίνο για την παγκόσμια πρώτη του νέου Focus RS μέχρι και σήμερα, ερωτήματα που δικαιολογημένα συνόδευαν την εξωπραγματική ισχύ του «καυτού» μικρομεσαίου τηςFord ζητούσαν απαντήσεις. Ο, χωρίς προηγούμενο, συνδυασμός 305 ίππων με […]
Η περίοδος αναμονής -περισσότερο από έξι μήνες- έλαβε τέλος. Από την ημέρα που η Ford επέλεξε τη Διεθνή Έκθεση Αυτοκινήτου στο Λονδίνο για την παγκόσμια πρώτη του νέου Focus RS μέχρι και σήμερα, ερωτήματα που δικαιολογημένα συνόδευαν την εξωπραγματική ισχύ του «καυτού» μικρομεσαίου τηςFord ζητούσαν απαντήσεις.
Ο, χωρίς προηγούμενο, συνδυασμός 305 ίππων με την κίνηση στους μπροστινούς τροχούς άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο της υπερβολής, έστω και αν η υπογραφή του αγωνιστικού τμήματος της Ford βρισκόταν εκεί που συνηθίζει τα τελευταία 40 χρόνια να είναι.
Γνώριμο και το σκηνικό στο γαλλικό Νότο. Η επίμονη λιακάδα που διαδέχθηκε εκεί τις βροχές των τελευταίων ημερών επιτάχυνε την… αφύγρανση της ασφάλτου, χαρίζοντας στην ελληνική αποστολή τις ιδανικότερες συνθήκες, έστω και αν το εξουθενωτικό ταξίδι των 11 ωρών βάλθηκε να τις υπονομεύσει, μεταθέτοντας για τη δεύτερη ημέρα παραμονής μας στη Νίκαια το πολυπόθητο… κυνήγι μαγισσών.
Όπως και να έχει, αυτό που γίνεται από την πρώτη στιγμή κατανοητό είναι πως το Focus RS δεν ανήκει στην κατηγορία των αυτοκινήτων που περνούν απαρατήρητα, εκμεταλλευόμενο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το σχεδιαστικό άλλοθι που του προσφέρουν απλόχερα οι εξεζητημένες ιδιότητές του.
Τα υπερβολικά, άλλα πέρα για πέρα λειτουργικά αεροδυναμικά βοηθήματα που κοσμούν το αμάξωμά του αποτελούν, δίχως καμία αμφιβολία, ένα ασφαλές σημείο διαφοροποίησης, σε σχέση πάντα με τις μέχρι σήμερα γνωστές εκδόσεις του αυτοκινήτου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η τραπεζοειδής μάσκα του μπροστινού τμήματος η οποία εξασφαλίζει το 80% του «φρέσκου» αέρα που χρησιμοποιείται για την ψύξη των μηχανικών μερών, όπως άλλωστε και η επιβλητικήαεροτομή στην οροφή της τρίτης «πόρτας» που φροντίζει για την υποδειγματική αεροδυναμική συμπεριφορά του αμαξώματος στις υψηλές ταχύτητες κίνησης.
Σε αντίθεση με το εξωτερικό περίβλημα του Focus RS, ο θάλαμος επιβατών χαρακτηρίζεται από τη σχεδιαστική μετριοπάθεια της φίρμας. Αν εξαιρέσεις τα bucket καθίσματα της Recaro, τα οποία μάλιστα ακολουθούν το χρώμα του αμαξώματος, το φινίρισμα της κεντρικής κονσόλας και τα μεταλλικά πεντάλ, τότε η εικόνα που αντικρίζει κανείς θυμίζει τα φιλήσυχα Ford της διπλανής πόρτας.
Δικαιολογημένα η φίρμα του «μπλε οβάλ» έστρεψε την προσοχή της στην εξέλιξη των μηχανικών μερών, προικίζοντας τη μικρομεσαία πρότασή της με τις προδιαγραφές εκείνες που προαπαιτεί η παρουσία των 305 ίππων του υπερτροφοδοτούμενου κινητήρα.
Δοκιμασμένες λύσεις του πρόσφατου παρελθόντος επέστρεψαν στο καθημερινό λεξιλόγιο της φίρμας. Το αναβαθμισμένο διαφορικό περιορισμένης ολίσθησης της Quaife επιστρατεύτηκε με σκοπό να χαλιναγωγήσει τη θηριώδη ροπή του υπερτροφοδοτούμενου κινητήρα, ενώ το μηχανικό κιβώτιο των έξι σχέσεων του Focus ST μεταφέρθηκε σχεδόν αυτούσιο στο ισχυρότερο RS.
Το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και για το μοτέρ των 2,5 λίτρων, ωστόσο, οι εκτεταμένες βελτιωτικές επεμβάσεις έχουν ουσιαστικά μεταβάλλει τη συντριπτική πλειοψηφία των χαρακτηριστικών του.
Συγκεκριμένα, νέα είναι η κυλινδροκεφαλή, τα πιστόνια, οι εκκεντροφόροι και ο υπερσυμπιεστής καυσαερίων, ο οποίος παράγει 1,4 bar μέγιστης πίεσης, αντί για τα 0,7 bar του ST.
Εξίσου σημαντικός είναι ο ρόλος της ανασχεδιασμένης εισαγωγής και εξαγωγής του κινητήρα, όπως άλλωστε και των τροποποιήσεων που έχει δεχτεί το σύστημα ψύξης.
Το αποτέλεσμα ξεπερνά ακόμη και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, καθώς ο πεντακύλινδρος κινητήρας του Focus RS πέρα από τα ανεξάντλητα αποθέματα ροπής και ισχύος που διαθέτει, αποδεικνύεται εξαιρετικά γραμμικός στη λειτουργία του.
Ενδεικτικά αναφέρουμε πως η μέγιστη ροπή των 440 Nm αποδίδεται στις 2.300 σ.α.λ. και διατηρείται πάνω από την τιμή των 350 Nm μέχρι και τις 6.000 σ.α.λ.
Το θαυματοποιό άγγιγμα του J. Capito και της ομάδας του είναι αυτό που έχει αναμορφώσει και τη συμπεριφορά του αυτοκινήτου στην άσφαλτο, διαψεύδοντας όλους όσοι προέβλεπαν τη δημιουργία ενός δύστροπου και έντονα υποστροφικού τετράτροχου.
Όπως ήταν αναμενόμενο η απόσταση του αμαξώματος από το έδαφος έχει περιοριστεί, ενώ και οι ρυθμίσεις των αναρτήσεων έχουν τροποποιηθεί με την αντικατάσταση των αμορτισέρ (40% σκληρότερα στον πίσω άξονα) και των αντιστρεπτικών ράβδων.
Κάνοντας ένα ακόμη βήμα πιο πέρα, οι άνθρωποι της Ford ανασχεδίασαν και τον μπροστινό άξονα, δημιουργώντας ένα σταθερό τμήμα στα γόνατα McPherson, με σκοπό να διατηρείται αμετάβλητη η γεωμετρία της ανάρτησης και κατά συνέπεια η επιφάνεια του ελαστικού που έρχεται σε επαφή με το οδόστρωμα.
Αν και είναι δύσκολο να απομονώσεις τον ευεργετικό ρόλο κάθε μιας από τις βελτιωτικές επεμβάσεις που έχει δεχτεί το Focus RS, το δικίνητο σύνολο που καταλήγει στα χέρια σου δείχνει πρόθυμο να ακολουθήσει, με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια, τις εντολές που μεταφέρονται από το αμεσότατο τιμόνι των 2,3 στροφών.
Η υποστροφή σπανίζει, γεγονός που σου επιτρέπει να «μείνεις» στο γκάζι σε όλη, σχεδόν, τη διάρκεια της στροφής. Υποδειγματική είναι και η σταθερότητα του πίσω άξονα. Το επαναπρογραμματισμένο ESP σπάνια παρεμβαίνει ώστε να διορθώσει την τροχιά του αυτοκινήτου, ενώ προσφέρει και τη δυνατότητα πλήρους απενεργοποίησής του.
Στο ύψος των περιστάσεων στέκεται, τέλος, και το σύστημα πέδησης -αποτελούμενο από μονοπίστονες δαγκάνες και δίσκους στους τέσσερις τροχούς-, αν και η εκπληκτική δυνατότητα του αυτοκινήτου να αναπτύσσει απαγορευτικές ταχύτητες κίνησης από στροφή σε στροφή, προκαλεί σχετικά γρήγορα την κόπωσή του.
Το Focus RS δεύτερης γενιάς δεν είναι μόνο η ισχυρότερη πρόταση με κίνηση στους μπροστινούς τροχούς που έχει περάσει στην ευρεία παραγωγή, αλλά με διαφορά το ικανότερο «hothatch» που έχει γνωρίσει η ευρωπαϊκή αγορά από καταβολής της κατηγορίας.