Οι πάσχοντες από καρδιακή ανεπάρκεια ζουν πλέον περισσότερο
Νέα Υόρκη: Τις τελευταίες δυο δεκαετίες η συχνότητα της καρδιακής ανεπάρκειας έχει παραμένει σε σταθερά επίπεδα, ωστόσο έχει βελτιωθεί σημαντικά ο δείκτης επιβίωσης, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Journal of the American Medical Association.
Νέα Υόρκη: Τις τελευταίες δυο δεκαετίες η συχνότητα της καρδιακής ανεπάρκειας έχει παραμένει σε σταθερά επίπεδα, ωστόσο έχει βελτιωθεί σημαντικά ο δείκτης επιβίωσης, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Journal of the American Medical Association.
Ερευνητική ομάδα της Κλινικής Μάγιο μεεπικεφαλής την Δρ Βερονίκ Ρόγκερ μελέτησε την πορεία της υγείας 4.537 κατοίκων της κοινότητας Όλμστεντ της Μινεσότα,, οι οποίοι είχαν διαγνωστεί με καρδιακή ανεπάρκεια από το 1979 έως το 2000.
Η συχνότητα της καρδιακής ανεπάρκειας μεταξύ ανδρών και γυναικών στη μελέτη ήταν 378 και 289 περιπτώσεις αντίστοιχα ανά 100.000 άτομα και παρέμενε αμετάβλητη με την πάροδο του χρόνου.
Μετά από κατά μέσο όρο τέσσερα χρόνια, σημειώθηκαν 3.347 θάνατοι εξαιτίας καρδιακής ανεπάρκειας -1.930 μεταξύ των γυναικών και 1.417 μεταξύ των ανδρών, 1.127 μεταξύ ατόμων κάτω των 75 ετών και 2.220 μεταξύ ατόμων άνω των 75 ετών.
Μετά την εμφάνιση της καρδιακής ανεπάρκειας, ο δείκτης θνησιμότητας ήταν κατά 1/3 υψηλότερος μεταξύ των ανδρών εν συγκρίσει με τις γυναίκες. Συνολικά, πάντως, η επιβίωση βελτιώθηκε με την πάροδο των ετών.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1979-1984, το 43% των πασχόντων από καρδιακή ανεπάρκεια επιβίωνε πέντε χρόνια, το ποσοστό αυξήθηκε σε 52% το διάστημα 1996-2000.
Τα μεγαλύτερα οφέλη αναφορικά με την επιβίωση αφορούσαν τους άνδρες και τα άτομα κάτω των 75 ετών, ενώ η βελτίωση ήταν μικρότερη για τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους.
«Οι πάσχοντες από καρδιακή ανεπάρκεια ζουν πλέον περισσότερα χρόνια. Με την πάροδο των ετών, ένας σημαντικός αριθμός αποτελεσματικών φαρμάκων κυκλοφόρησε και έχω την αίσθηση ότι αυτό κάπως βελτίωσε το δείκτης επιβίωσης», επεσήμανε με δηλώσεις της στο Reuters η Δρ Ρόγκερ.