Οι πολυβιταμίνες προστατεύουν μακροπρόθεσμα από τον καρκίνο του παχέος εντέρου
Νέα Υόρκη: Η λήψη πολυβιταμινών ελαττώνει μακροπρόθεσμα τις πιθανότητες προσβολής από καρκίνο του παχέος εντέρου, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο American Journal of Epidemiology.
Νέα Υόρκη: Η λήψη πολυβιταμινών ελαττώνει μακροπρόθεσμα τις πιθανότητες προσβολής από καρκίνο του παχέος εντέρου, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο American Journal of Epidemiology.
Στο πλαίσιο της μελέτης οι ερευνητές επιχείρησαν να εξετάσουν την επίδραση της λήψης πολυβιταμινών μεταξύ περίπου 145.000 μεσήλικων ατόμων, κατά τη χρονική περίοδο 1992-1997.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης οι συμμετέχοντες παρείχαν στους ερευνητές πληροφορίες σχετικά με την ποσότητα και την επίδραση που είχαν στον οργανισμό τους τα πολυβιταμινούχα σκευάσματα, ενώ παράλληλα σύγκριναν τις εν λόγω αναφορές με τις αντίστοιχες που είχαν δώσει κατά το παρελθόν τα ίδια άτομα στο πλαίσιο παραπλήσιας έρευνας.
Από τα άτομα της έρευνας, ποσοστό μικρότερο του 50% ανέφεραν πως δεν λάμβαναν κανένα πολυβιταμινούχο σκεύασμα, το 8% έπαιρναν πολυβιταμίνες τέσσερις ή περισσότερες φορές την εβδομάδα κατά το παρελθόν, ενώ ποσοστό 19% ξεκίνησαν πρόσφατα τη χρήση των πολυβιταμινών.
Κατά τη διάρκεια των ετών 1992-1997 μεταξύ των συμμετεχόντων εκδηλώθηκαν 797 περιστατικά καρκίνου του παχέος εντέρου. Ωστόσο, συνυπολογίζοντας το σύνολο των εξωγενών παραγόντων που επηρέαζαν την υγεία των ασθενών, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η λήψη πολυβιταμινών συνέβαλε στη μείωση της πιθανότητας εκδήλωσης καρκίνου του παχέος εντέρου σε ποσοστό που άγγιζε το 30%.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ίσχυε στην περίπτωση των ατόμων που είχαν ξεκινήσει πρόσφατα τη λήψη των πολυβιταμινών, αλλά αφορούσε αποκλειστικά εκείνους που έκαναν χρήση των εν λόγω σκευασμάτων επί μερικά έτη κατά το πρόσφατο παρελθόν.
«Μέσω της έρευνας αποδεικνύεται ότι η συμβολή των πολυβιταμινών όσον αφορά την πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου είναι σημαντική. Ωστόσο, πρέπει να καταστεί σαφές πως τα συγκεκριμένα σκευάσματα δεν κατέχουν ιδιότητες που αποτρέπουν τη νόσο, ούτε πρέπει να αντικαταστήσουν τις συχνές επισκέψεις στον αρμόδιο ιατρό για τον απαραίτητο κλινικό έλεγχο», επισημαίνει χαρακτηριστικά ένα από τα βασικά μέλη της επιστημονικής ομάδας.