Πάνε πάνω από πενήντα χρόνια που τον συνάντησα για πρώτη φορά. Ήταν στην «Κινηματογραφική Λέσχη» της Αγλαΐας Μητροπούλου. Ήδη όμως τον γνώριζα. Τον είχα συναντήσει μέσα από τις κινηματογραφικές και θεατρικές κριτικές του στην «Ελευθερία». Κείμενα που συνδύαζαν με τρόπο θαυμαστό, θυμάμαι, τη βαθιά γνώση του αντικειμένου, τη διεισδυτική αποστασιοποίηση και την κοινωνική και πολιτική ευαισθησία. Μπορεί να μην καταλάβαινα βέβαια τότε αυτές τις αρετές, «εκ των υστέρων» όμως μπόρεσα και να τις αξιολογήσω και να τις θαυμάσω. Τότε, ως νεαρό παιδί, μπορούσα μόνο να νιώσω ότι κάτι σημαντικό λέει αυτός ο άνθρωπος, κάτι σημαντικό το οποίο αξίζει τον κόπο να προσπαθήσω να καταλάβω.
Γνωρίζοντάς τον είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω κάτι που σε ελάχιστους ανθρώπους εν τέλει συναντάς: η ευρυμάθεια και η ευφυΐα να συναγωνίζονται τη σεμνότητα. Η ευγένεια της ψυχής να συναγωνίζεται την ευγένεια του νου. Το συναίσθημα να μη γλιστρά ποτέ στον συναισθηματισμό και η βαθιά ευφυΐα να μην ευτελίζεται σε αυταρέσκεια.
Χωρίς να το επιδιώκει, ίσως μάλιστα και χωρίς να το γνωρίζει, ο Πλωρίτης ενέπνεε ανοίγοντας πρωτόγνωρους δρόμους σε μια νέα γενιά που ασφυκτιούσε μέσα στον καταπιεστικό και δογματικό περίγυρο αναζητώντας τα δικά της εργαλεία κατανόησης του κόσμου.
Από τότε ο κόσμος άλλαξε, αλλά ο Πλωρίτης παρέμενε σταθερός, αμετάβλητος, στις ιδέες του αλλά και στη διαθεσιμότητά του. Η ανυποχώρητη στάση του απέναντι στην αποστασία το 1965 και η ενεργή συμμετοχή του στον Όμιλο Παπαναστασίου επισφράγιζαν τις μη διαπραγματεύσιμες επιλογές του.
Η χούντα τον εξώθησε να αυτοεξοριστεί στο Παρίσι, όπου έμελλε να βιώσει την προσωπική τραγωδία της μακρόχρονης ασθένειας της Μαρίκας. Αυτό όμως δεν εμπόδισε μια συνεχή αντιστασιακή δραστηριότητα. Το μικρό διαμέρισμα της Rue de Varennes ήταν ταυτόχρονα νοσοκομείο, τόπος συγκέντρωσης και γιάφκα. Θυμάμαι εκεί να συναθροίζονται σαν σε ελληνικό προσφιλές σε εχθρικούς καιρούς καφενείο ένα σωρό αυτοεξόριστοι, όπως ο Βαγγέλης Γκούφας, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Νίκος Πουλαντζάς, η Μελίνα Μερκούρη και πολλοί άλλοι.
Αν ο άνθρωπος δεν είναι μόνον όσα λέει και όσα κάνει αλλά και όσα εκπέμπει, ο Μάριος μιλούσε ακόμη και με τη σιωπή του, ακόμη και με το βλέμμα του.
Και όταν κατέβηκε στην Ελλάδα, η στάση του παρέμεινε ίδια. Πώς να λησμονήσει κανείς τον πρωταγωνιστικό του ρόλο υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας στο μεταπολιτευτικό δημοψήφισμα; Ο Πλωρίτης ήταν πάντα εκεί, ακάματος και ακατάβλητος, όταν και όποτε νόμιζε πως μπορούσε να προσφέρει με την πειθώ του και τις γνώσεις του. Αλλά ούτε ζήτησε ούτε δέχθηκε ποτέ τίποτε σε αντιστάθμισμα. Το αφιλοκερδές βλέμμα της τέχνης τον είχε για πάντα κάνει δικό του. Όσο για την πολιτική, κέρδιζε συνέχεια από αυτόν, δεν κατάφερε όμως ποτέ να τον κερδίσει…
Αλησμόνητος θα μείνει όχι μόνο στους αγαπημένους του, στη σύντροφό του Κάτια, στην αδελφή του Ραλλού, αλλά και σε όλους όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν.
Πρωτοχρονιά αύριο, μια ημέρα σημαδεμένη με έναν άλλον αλησμόνητο μεγάλο εκλιπόντα. Πρωτοχρονιά στου Λέοντα Καραπαναγιώτη, και ο Μάριος με την Κάτια πάντα εκεί. Όλα άλλαξαν έτσι κι αλλιώς. Το «πάντα εκεί» έχει χαθεί. Εδώ και δύο χρόνια για πολλούς από εμάς που σταθερά συναντιόμασταν στο ζεστό σπιτικό του Λέοντα και της Ελένης η Πρωτοχρονιά σαν τη νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν.
Σήμερα λοιπόν που όλο και λιγότερο σημαίνουν τα πράγματα η απουσία του Μάριου Πλωρίτη βαραίνει με ένα δικό της ειδικό βάρος.
*Κείμενο αποχαιρετισμού του Μάριου Πλωρίτη, που έφερε τον τίτλο «Στη γιάφκα της Rue de Varennes» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την τελευταία ημέρα του 2006. Συντάκτης του ήταν ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, διακεκριμένος κοινωνιολόγος, πανεπιστημιακός δάσκαλος (νυν ομότιμος καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών) και ακαδημαϊκός.
Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς
Ο διανοούμενος Μάριος Πλωρίτης έφυγε από τη ζωή στις 29 Δεκεμβρίου 2006, σε ηλικία 87 ετών.
Με την ευρύτητα της σκέψης του και την πολυσχιδή δράση του (δημοσιογράφος – επιφυλλιδογράφος, κριτικός θεάτρου και κινηματογράφου, μεταφραστής, λογοτέχνης και θεατρικός σκηνοθέτης), ο Πλωρίτης άφησε κατά γενική ομολογία το στίγμα του στον πνευματικό βίο και την πολιτισμική ταυτότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Αφετηρία της παράστασης «Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτόν» είναι η προσέγγιση του ρόλου του πατέρα και του αποτυπώματος που αφήνει στις επόμενες γενιές.