Μιας που πιάσαμε τα τσιτάτα τύπου «restart» και «Σεπτέμβριος – νέες αρχές», και όλα αυτά τα λόγια βγαλμένα από τη βαθιά δουλεμένη ελληνική κοινωνία του life coaching, επιτρέψτε μου να καταθέσω κι εγώ τις φθινοπωρινές μου απορίες.
Πρώτον, με ποιο δικαίωμα, κυρίες και κύριοι, προσπερνάμε το φθινόπωρο; Σαν να είναι η «Δευτέρα» της εβδομάδας; Γιατί θέλουμε να τη διαγράψουμε από εποχή και βιαζόμαστε να πούμε «καλό χειμώνα»;
Δεύτερον, πώς φτάσαμε ως κοινωνία να κοστίζει το σουβλάκι 5 ευρώ; Δηλαδή περίπου 2.000 δραχμές. Η Gen X… των ένδοξων εποχών ΠΑΣΟΚ ντρέπεται.
Τρίτον, το σεβίτσε (των περίπου 30-35 ευρώ τα… 5 γραμμάρια) είναι νησιωτικό παραδοσιακό πιάτο; Και γιατί είναι παντού ωσάν να είναι χωριάτικη;
Και τέλος, φτάνουμε στη γιγαντιαία απορία: ποια μαεστρία προπαγάνδας, ποια ομαδική υπνωτιστική συνεδρία — ή, ενδεχομένως, απαγωγή από εξωγήινους — κατάφερε να μας πείσει πως οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού είναι «παροχές»; Πώς καταφέραμε να μετατρέψουμε στο υποσυνείδητό μας το προεκλογικό τάμα-σωσίβιο της (κάθε) κυβέρνησης σε ευεργέτημα;
Οι απορίες κατακλύζουν τον μιλένιαλ, μνημονιακό εγκέφαλό μου για το πώς μια συλλογική οφθαλμαπάτη έπεισε τους πολιτικούς ότι οι εξαγγελίες τους λειτουργούν σαν λοβοτομή: επιστρέφουν τα ρέστα και παρουσιάζονται εκ νέου ως εθνικό σχέδιο σωτηρίας.
Το πιο ωραίο, το πιο αξιοθαύμαστο, είναι ότι η πολιτική αρχίζει και μοιάζει με μεταφυσική. Τρέχουν τα γκάλοπ για να δουν αν το θαύμα έπιασε.
Εφόσον το νούμερο ένα πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι οι μετρήσεις που τρέχει, να ενημερώσουμε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα των πολιτών, βάσει των ίδιων των γκάλοπ, είναι το κόστος ζωής και η λογική της διακυβέρνησης.
Από την άλλη, το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ο εαυτός της. Δεν είναι τόσο ότι δεν μπορεί να αλλάξει τα πράγματα προς όφελος των πολλών και της μεσαίας τάξης· είναι ότι σε κάθε έναρξη σεζόν αποδεικνύει πως δεν θέλει.
Οι πολίτες της χρεώνουν σε μεγάλο βαθμό απροθυμία να λύσει βασικά ζητήματα: όπως η ενίσχυση της δημόσιας υγείας και παιδείας, η προστασία της εργασίας και του εργαζόμενου, ο περιορισμός της ακρίβειας και της διαφθοράς. Οι ψίθυροι λένε πως τα «μυστικά» γκάλοπ δείχνουν τη ΝΔ και τον πρωθυπουργό αρκετά λαβωμένους εξαιτίας των σκανδάλων, της αρνητικής εικόνας των υποδομών και της γενικότερης οργάνωσης του κράτους.
Ομοίως, αντίστοιχα γκάλοπ τρέχουν και από την αντιπολίτευση. Για να πιάσουν, λέει, τον σφυγμό της κοινωνίας. Ποιον σφυγμό; Χρειάζονται τα γκάλοπ για να αντιληφθεί ο μέσος επίδοξος πρωθυπουργός ή βουλευτής πως η ελληνική κοινωνία ζητά ανταμοιβή και ανταποδοτικότητα — ηθική και οικονομική;
Ο μεγαλύτερος μύθος που έχει καλλιεργηθεί από την κυβέρνηση της ΝΔ είναι πως δεν υπάρχει αντιπολίτευση. Και το χειρότερο: η ίδια η αντιπολίτευση το πίστεψε — και κατόρθωσε να πείσει και τους πολίτες.
Αν η πολιτική είναι μόνο υπόθεση αριθμών και δημιουργικής στατιστικής, τότε η (επαν)εκλογή είναι μόνο ζήτημα πίστης και επικοινωνίας.
Και τελειώνω με την τελευταία απορία: ποιος θα χρειαστεί το θαύμα εφέτος — οι αρχηγοί ή οι «πιστοί»;