Οι 20 επιστολές ανάμεσα στη Μέλπω Αξιώτη και τον Τάκη Παπατσώνη, που αναπτύσσουν μία μακρινή φιλία όταν η πρώτη φεύγει στην Ευρώπη, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ως αντιστασιακή του ΕΑΜ
Στις 28 Φεβρουαρίου του 1964 η συγγραφέας Μέλπω Αξιώτη γράφει, μεταξύ άλλων, στον ποιητή Τάκη Παπατσώνη από το Βερολίνο: «Μόλις έφτασα εδώ (ενν.: στη Γερμανία), στα 1950, έμενα σ’ ένα ξενοδοχείο της Δρέσδης, που ήταν τότε σωριασμένη σ’ ερείπια απ’ τον πρόσφατό της (1945) βομβαρδισμό και το πρώτο που αντίκρισα την πρώτη μέρα σα βγήκα να σεργιανίσω [ήταν τα δάση] κι οι σκίουροι να μ’ αγγίζουν πες τα πόδια μου». Η Μυκονιάτισσα αντιστασιακή λογοτέχνις έχει φύγει, ως γνωστόν, από την Ελλάδα του Εμφυλίου το 1947 φτάνοντας στη Γαλλία. Από εκεί απελαύνεται στις 5 Σεπτεμβρίου 1950 κατόπιν διαβήματος της κυβέρνησης Πλαστήρα και καταφεύγει αρχικά στην Ανατολική Γερμανία, στη συνέχεια στη Βαρσοβία, όπου εργάζεται στην ελληνική εκπομπή του πολωνικού ραδιοφώνου, και πάλι πίσω, το 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο. Εργάζεται επί έξι χρόνια στο πανεπιστήμιο Χούμπολντ διδάσκοντας νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία, ενώ συνεργάζεται με τον επίσης εξόριστο Δημήτρη Χατζή. Σε όλη αυτή την περίοδο έχει μονίμως προβλήματα υγείας, γι’ αυτό και καταφεύγει συχνά στην Αλμπίζολα της Ιταλίας.
Ο Τ. Παπατσώνης, από την άλλη, το 1964 έχει εκδώσει ήδη τις ποιητικές συλλογές «Εκλογή Α’» και «Εκλογή Β’», έχει κερδίσει Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1962) και έχει μια καθιερωμένη παρουσία στη λογοτεχνική κριτική. Σε πρώτη ανάγνωση, δεν θα μπορούσαν να είναι πιο αντιφατικοί ως δίδυμο: η αριστερή Αξιώτη και ο θρησκευόμενος Παπατσώνης. Η κυνηγημένη νομάς του ΕΑΜ και ο πολυταξιδεμένος διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών. Τον Μάρτιο του 1964 συγκεκριμένα απαντάει με επιστολή του στην Αξιώτη από την Ουάσινγκτον, όπου μαζί με τη γυναίκα του επισκέπτονται την κόρη τους, Μαρία, τον γαμπρό τους, Αλέξανδρο Κουντουριώτη (απόγονο του Γεώργιου Κουντουριώτη) και τον δίχρονο εγγονό τους.
Την αλληλογραφία των δύο ομοτέχνων, η οποία καλύπτει το διάστημα από τον Μάρτιο του 1962 έως τον Ιούνιο του 1964, αναδεικνύουν η Μαίρη Μικέ και ο Βασίλης Μακρυδήμας, αμφότεροι με περγαμηνές στη μελέτη της Αξιώτη και του Παπατσώνη αντιστοίχως. Η έκδοση της «Αλληλογραφίας» από τον Gutenberg, μάλιστα, έχει διπλό βάρος: από τη μία περιέχει τα 20 επιστολικά σημειώματα που ανταλλάσσουν οι αλληλογράφοι. Από την άλλη -και εδώ αξίζει να επισημανθεί η καίρια παρέμβαση μιας επιμέλειας- η εισαγωγή, οι σημειώσεις, ακόμη και το ευρετήριο καθιστούν το τομίδιο ολοκληρωμένο. Διαφορετικά ο αναγνώστης θα αποκτούσε με δυσκολία τη σύνθετη και ολική εικόνα για τη διετία που ενώνει τους συγγραφείς.
Η αλληλογραφία ξεκινά στις 15 Μαρτίου του 1962 με έναν έπαινο του Παπατσώνη για την ποιητική συλλογή «Θαλασσινά» της Αξιώτη: «Είχα χρόνο πολύ να διαβάσω τραγούδια μακριά και πολύστιχα. Θαρρούσα πως το είδος είχε καταργηθεί. Σεις το ξαναφέρνετε σε φως και το ξανανιώνετε. Τραγούδια με μια μακρινή απήχηση δημοτικών, με ”μύθο”, που όσο και να’ ναι του ζόφου και θανατερά, αφήνουν και λάμπει το ακατάλυτο Στοιχείο, που ‘ναι η πάντα φωτεινή μας θάλασσα -αυτήν που στερείσθε τόσο άδικα…». Από τις επιστολές που ακολουθούν θα περάσουν όντως, εκτός άλλων, η νοσταλγία για τη γενέθλια Μύκονο («πού εκείνη η γδύμνια και η δίψα των κατακαημένων βράχων, σαν τη Μύκονό μου»), το αίσθημα κόπωσης και ασφυξίας του Παπατσώνη για τις συνεχείς μετακινήσεις («δέκα ώρες πέταγμα μου φαίνονται ένας χρόνος ανόητα σπαταλημένος»), οι αναφορές του στον Δάντη και τον Σαίξπηρ, η αποστροφή της Αξιώτη για την απόπειρα του Στρατή Τσίρκα να συνδεθεί η καβαφική ποίηση με τους αντιαποικιακούς αγώνες της Αιγύπτου στο αφιέρωμα της «Επιθεώρησης Τέχνης» (Δεκέμβριος 1963). Εκεί όπου ο τελευταίος υπέγραφε το σημείωμα «Ο Καβάφης και η σύγχρονη Αίγυπτος» και ανέλυε το ποίημα «27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.» («Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν/ το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί…»). Σχολιάζει, λοιπόν, η Αξιώτη, η οποία αποστασιοποιείται εμφανώς από τη μαρξιστική θέση: «Στην Ελλάδα, μεγάλες φασαρίες, τούτον τον καιρόν με τα του Καβάφη που, τα ξέρετε βέβαια, θέλουν να τον “αποδείξουν” αγωνιστή -τώρα προπαντός με το πρωτοφανέρωτο (και μοναδικό) ποίημά του, “κατά των Άγγλων”, κρυμμένο επί 29 χρόνια που ακόμα ζούσε. Ο ζήλος τούτος μου φαίνεται πως γυρίζει αντίστροφα: τον φανερώνει περισσότερο αυτό που πραγματικά είναι: ο σπουδαίος ποιητής, και τα επίλοιπα, περιττά του». Φυσικά, την ίδια άποψη από τη νεανική ηλικία έχει ο Παπατσώνης, που εδώ δεν απαντά. Θα εκφράσει την άποψή του τον Αύγουστο του 1973 στο περιοδικό «Ευθύνη», όπως θυμίζουν οι επιμελητές: «Λες και βάλαν στόχο τους διάφοροι μελετητές του έργου του Καβάφη… να γδύσουν το μελετώμενο έργο από την μοναδική του αξία, από την ποίησή του, να το “αποποιητικοποιήσουν”, για να εντάξουν τον ποιητή του σε κάποια μαρξιστική αίρεση ή τον παραλληλίσουν… πότε με τον ένα πότε με τον άλλον, ασφαλώς ισάξιο, αλλά και ασφαλέστατα εντελώς ξένο και πάνω σε ξένα θεμέλια υψωμένο έργο».
Για την ιστορία, η Μέλπω Αξιώτη επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1964 με απόφαση της κυβέρνησης του Γεώργιου Παπανδρέου. Ολοκληρώνει το κύκνειο άσμα της, «Κάδμω» το 1972, ενώ από την προηγούμενη χρονιά η υγεία της επιδεινώνεται ραγδαία. Σταδιακά πάσχει από προϊούσα αμνησία και σωματική εξασθένηση και το 1973 πεθαίνει. Τρία χρόνια αργότερα θα ακολουθήσει ο θάνατος του Παπατσώνη.