Οι προκλήσεις πριν, κατά και μετά τη συνάντηση Τραμπ και Πούτιν
Οι δύο ηγέτες δοκιμάζουν να γράψουν μια νέα σελίδα στις αμερικανορωσικές σχέσεις, με τον αμερικανό πρόεδρο να δέχεται πολλαπλά πυρά στο εσωτερικό της χώρας του.
Παναγιώτης Σωτήρης
Ο Πρόεδρος Τραμπ αυτή τη φορά είχε φροντίσει όσο μπορούσε να προετοιμάσει το έδαφος για τη συνάντησή του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, επιμένοντας στην πεποίθησή του ότι οι πρόσωπο με πρόσωπο συναντήσεις αποδίδουν καλύτερα.
Αφενός, είχε σπεύσει, έστω και άγαρμπο τρόπο να παρουσιάσει την ιδιότυπη προσωπική φιλοσοφία του για τις διεθνείς σχέσεις. Η συνέντευξή όπου κατέταξε την Ευρώπη, την Κίνα και τη Ρωσία στους εχθρούς, δηλαδή στους ανταγωνιστές των ΗΠΑ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τις θεωρεί «κακές», ήρθε να αποτυπώσει, έστω και σχηματικά ή ακόμη και απλοϊκά, μια εικόνα του κόσμου που θυμίζει την κλασική αντίληψη της σχολής του «ρεαλισμού» στη θεωρία των διεθνών σχέσεων.
Ο κόσμος κατά τον Τραμπ είναι ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον όπου κάθε κράτος προσπαθεί να μεγιστοποιήσει το όφελος του. Αυτό δεν κάνει τα κράτη «κακά», αλλά επιβάλλει ικανότητα απάντηση σε κάθε αμφισβήτηση και σε αυτή τη βάση συμφωνίες διμερείς επ’ αμοιβαία ωφέλεια.
Οι αναφορές του Τραμπ στο ότι οι Ευρωπαίοι εκμεταλλεύτηκαν την αμερικανική πολιτική αυτό αντανακλούν. Στο σχήμα του Τραμπ δεν χωράει π.χ. η μεταπολεμική αμερικανική πολεμική να δοθεί περιθώριο ταχύτερων ρυθμών ανάπτυξης στην Δυτ. Ευρώπη και την Ιαπωνία ως τρόπος ανάσχεσης της σοβιετικής απειλής.
Γι’ αυτό το λόγο και ορισμένες φορές είναι λάθος να λέμε ότι ο Τραμπ είναι γενικά κατά της παγκοσμιοποίησης. Ο Τραμπ είναι κατά μιας εκδοχής παγκοσμιοποίησης που στηρίζεται σε γενική επιβολή ενός κοινού πλαισίου, προτιμώντας μια εκδοχή ελεύθερου εμπορίου όπου τα κράτη διεκδικούν ανταγωνιστικά μεγαλύτερο μερίδιο των αγορών, με δυνατότητα χρησιμοποίησης όλων των μέσων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που ονομάζουμε «εμπορικό πόλεμο».
Η αντίληψη του Τραμπ για τις αμερικανορωσικές σχέσεις
Σε αυτό το φόντο πρέπει να δούμε την πολιτική του Τραμπ έναντι της Ρωσίας. Ο Τραμπ αντιμετωπίζει τη Ρωσία ως εχθρό, δηλαδή ως ανταγωνιστή, όχι μόνο για πολιτική επιρροή αλλά και για οικονομική. Όταν ο Τραμπ κατηγορεί την Γερμανία επειδή παίρνει φυσικό αέριο από τη Ρωσία, δεν το κάνει τόσο για γεωπολιτικούς λόγους όσο και για αμιγώς οικονομικούς: θα ήθελε να μπορούσαν αμερικανικές εταιρείες να διεκδικήσουν μερίδιο μιας τέτοιας αγοράς.
Ωστόσο, ο Τραμπ δείχνει να αρνείται να δει τη Ρωσία ως τη σύγχρονη εκδοχή «αυτοκρατορίας του κακού». Αυτό τον κάνει να διαφοροποιείται από την προσπάθεια άλλων μερίδων του αμερικανικού κατεστημένου να παρουσιάσουν μια εικόνα μιας Ρωσίας που με τρόπο ανάλογο της ΕΣΣΔ επιδιώκει να υπονομεύσει τις ΗΠΑ. Εξ ου και οι αναφορές του σε «κυνήγι μαγισσών» και σε «ανοησία» που κυριάρχησε στην αμερικανική πολιτική ως προς τη Ρωσία.
Προσθέστε σε αυτό και το γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική του Τραμπ θυμίζει και παραλλαγές της πολιτικής Κίσινγκερ. Όπως ακριβώς ο Κίσινγκερ επί Νίξον πρόκρινε την αποκατάσταση σχέσεων με την Κίνα ως τρόπο για επικέντρωση στην αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ, εδώ ο Τραμπ δείχνει να προκρίνει μια αναβάθμιση των σχέσεων με τη Ρωσία έτσι ώστε να επικεντρώσει στον ανταγωνισμό με την Κίνα ελπίζοντας ότι αφενός θα μπορούσε να αποτρέψει την εμφάνιση ενός ρωσικινεζικού άξονα (που αθροιστικά θα συγκέντρωνε ιδιαίτερα μεγάλη και στρατιωτική και οικονομική ισχύ) αλλά και να καθυστερήσει τη στιγμή που η οικονομική ισχύ της Κίνας θα μετατραπεί και σε ανάλογη στρατιωτική ισχύ.
Φυσικά, υπάρχει και μια χώρα που αντιπροσωπεύει το «κακό» στο σύμπαν του Ντόναλντ Τραμπ και αυτή είναι το Ιράν. Αυτό αποτυπώθηκε στην απόσυρση από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν αλλά και σε μια συνολικότερη επιθετικότητα.
Η «τέχνη της συμφωνίας»
Σε αυτό το πλαίσιο ο Τραμπ προσπαθεί να κάνει στο διεθνές πεδίο μια ιδιότυπη προβολή της θεωρίας του περί «της τέχνης της συμφωνίας». Δηλαδή, ένα συνδυασμό πίεσης και διαπραγμάτευσης, κατά βάση διμερούς, με σκοπό να πάρει κανείς όσο το δυνατόν περισσότερα και να παραχωρήσει ειρήνη ή συνεργασία.
Αν η μεγάλη αντίφαση της αντίπαλης άποψης μέσα στο αμερικανικό πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο είναι επιστρέφοντας σε μια νεοψυχροπολεμική κλιμάκωση απειλεί να οδηγήσει σε μια μη διαχειρίσιμη αποσταθεροποίηση, η αντίφαση της πολιτικής του Τραμπ είναι η μη κατανόηση των ορίων της αμερικανικής ισχύος.
Σήμερα το πρόβλημα των ΗΠΑ είναι ότι η πρωτοκαθεδρία τους στη παγκόσμια οικονομία, αποτέλεσμα ενός συνδυασμού ανάμεσα στην υπέρτερη παραγωγικότητα και το ρόλο του δολαρίου, δεν θα είναι εσαεί δεδομένη, ενώ το ίδιο, πιο προοπτικά, ισχύει και για την στρατιωτική υπεροχή που προς το παρόν διατηρούν.
Από τη μεριά της η Ρωσία είχε φροντίσει να κάνει σαφές με μια σειρά από παρεμβάσεις, με τελευταία τη συνέντευξη του Ρώσου υπουργού Άμυνας στρατηγού Σεργκέι Σοΐγκου, ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα με τη μέχρι τώρα αμερικανική εξωτερική πολιτική, ότι ακολουθεί νεοψυχροπολεμικές κατευθύνσεις, ιδίως σε σχέση με τα αντιβαλλιστικά συστήματα και την εκ των πραγμάτων αμφισβήτηση της συμφωνίας για τα πυρηνικά όπλα μέσου βεληνεκούς.
Ταυτόχρονα, στη συριακή κρίση η Ρωσική πλευρά έκανε σαφές ότι θεωρεί ότι εργάζεται για μια μόνιμη ειρήνη, σε συνεργασία με το Ιράν και την Τουρκία, ότι προσφέρει εγγυήσεις ασφάλειας στο Ισραήλ αλλά και ότι περιμένει ανάλογη στάση και από τις ΗΠΑ, εκτιμώντας ότι μέχρι τώρα η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Συρία δεν έχει λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο.
Το μήνυμα ήταν η ίδια η συνάντηση
Σε αυτό το φόντο φτάσαμε στη συνάντηση. Είναι σαφές ότι το βασικό αποτέλεσμα και το βασικό μήνυμα της συνάντησης ήταν ακριβώς ότι έγινε. Αυτό φάνηκε και από τον τόνο που διάλεξε ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ μιλώντας στην κοινή συνέντευξη όπου κυρίως τόνισε παρότι οι αμερικανορωσικές σχέσεις είχαν φτάσει στο χειρότερο σημείο πλέον δεν είναι και ότι πλέον υπάρχει συζήτηση, διάθεση συνεργασίας και διάθεση επίλυσης των κοινών προβλημάτων.
Από τη μεριά του, ο Πούτιν φρόντισε ήδη από την αρχική αναφορά του στη συνέντευξη Τύπου να κάνει σαφές ότι η Ρωσία εκτιμά θετικά την εκκίνηση αυτού του διαλόγου αλλά και ότι διεκδικεί να είναι κατεξοχήν μια δύναμη με συγκεκριμένες προτάσεις για την επίλυση διεθνών κρίσεων, ικανή να χειριστεί σύνθετες καταστάσεις, αξιοποιώντας τη στρατιωτική ισχύ αλλά και με δυνατότητα εξεύρεσης πολιτικών λύσεων.
Λεπτομέρειες όπως η αναφορά του στις εγγυήσεις ασφαλείας που προσφέρει η Ρωσία στο Ισραήλ του ή η τοποθέτησή του για το πώς η διατήρηση καλών τιμών στο φυσικό αέριο, που δεν θα είναι υπερβολικά υψηλές ώστε να διακυβεύεται η παγκόσμια οικονομία αλλά και αρκετά υψηλές ώστε τόσο η Ρωσία όσο και οι ΗΠΑ να έχουν καλά έσοδα, αποτυπώνουν ακριβώς την προβολή της εικόνας μιας Ρωσίας που ξέρει να προάγει την παγκόσμια σταθερότητα.
Εμφανής ήταν επίσης η προσπάθεια των δύο πλευρών να υποβαθμίσουν τη σημασία των κατηγοριών για ρωσική ανάμειξη στις αμερικανικές πλευρές. Ο μεν Αμερικανός πρόεδρος επανέλαβε την απαξιωτική του τοποθέτηση για την όλη διερεύνηση, ενώ ο Ρώσος πρόεδρος υπογράμμισε την πάγια άρνηση της Ρωσίας ότι είχε ανάμειξη, μαζί με τη χειρονομία καλής θέλησης να ανακρίνουν οι ίδιες οι ρωσικές αρχές τα δώδεκα στελέχη των ρωσικών υπηρεσιών που κατηγορούνται από τον ειδικό ανακριτή Μιούλερ στις ΗΠΑ.
Την ίδια στιγμή ο ίδιος ο Τραμπ δεν έχασε άλλη μια ευκαιρία να καταγγείλει την όλη διερεύνηση, επισημαίνοντας μάλιστα και τα κενά στην όλη διαδικασία.
Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι κατηγορούν τον Τραμπ
Η αντίδραση των αντιπάλων του προέδρου Τραμπ στις ΗΠΑ, ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε είτε ως αφελής, είτε ως κάποιος που διευκολύνει τους Ρώσους στα σχέδια, είτε ως «προδοτικός» (φράση που χρησιμοποίησε ο επικεφαλής της CIA κατά τη δεύτερη θητεία Ομπάμα Τζων Μπρέναν), δείχνει πόσο μεγάλη είναι και η πόλωση στις ΗΠΑ όσο και η διαίρεση ως προς την εξωτερική πολιτική.
Είναι σαφές ότι ένα σημαντικό μέρος του αμερικανικού πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου των ΗΠΑ έχει επενδύσει στην όξυνση και όχι στη βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία και θα κάνει ό,τι μπορεί για να αντιστρέψει την κατεύθυνση που φάνηκε να ανοίγει στο Ελσίνκι.
Μάλιστα αυτή η αντίθεση στην προοπτική βελτίωσης των αμερικανορωσικών σχέσεων δεν αφορά μόνο το Δημοκρατικό Κόμμα και τα φιλελεύθερα ΜΜΕ αλλά και αρκετά στελέχη των Ρεπουμπλικανών, που επίσης κατήγγειλαν τον αμερικανό πρόεδρο ότι έχασε μια ευκαιρία να είναι πιο αποφασιστικός απέναντι στη Ρωσία.
Για ντροπιαστική εμφάνιση μίλησε ο γερουσιαστής Τζεφ Φλέικ από την Αριζόνα, ενώ ο γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιχαμ από τη Νότια Καρολίνα, γνωστός πολέμιος του Τραμπ, υποστήριξε ότι η στάση του αμερικανού πρόεδρου θα ερμηνευθεί από τους Ρώσους ως «σημάδι αδυναμίας».
Το στοιχείο αυτό δείχνει αποτυπώνει και μια βαθύτερη διακομματική εμπέδωση της αντίληψης ότι μόνο μια νεοψυχροπολεμική πόλωση, ακόμη και με το τίμημα μιας συνολικότερης αποσταθεροποίησης μπορεί να επιτρέψει στις ΗΠΑ να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία, αποδεικνύοντας ότι ενίοτε η αυξημένη επιθετικότητα μπορεί να κρύβει και στρατηγική αμηχανία.
Η επιμονή στην ανάγκη αλλαγής σελίδας
Προφανώς και πολλά ζητήματα έμειναν ανοιχτά. Οι διαφορές ως προς το θέμα της Κριμαίας ή ως προς την αντιμετώπιση του Ιράν παραμένουν, ενώ πάντα υπάρχει η σκιά της αμερικανικής στάσης απέναντι στην Κίνα.
Ωστόσο, είναι εμφανές ότι οι δύο ηγέτες θέλησαν να υπογραμμίσουν την εικόνα μιας αλλαγής σελίδας στις διμερείς σχέσης και μιας νέας αρχής, δίνοντας ταυτόχρονα τον τόνο ότι σε αυτό τον άξονα είναι που θα προσπαθήσουν να διαχειριστούν ένα ευρύτερο φάσμα διεθνών κρίσεων.
Την ίδια στιγμή δεν μπορεί να μην υπογραμμιστεί ότι η συνάντηση αυτή και ο όποιος αντίκτυπός της αποτυπώνει και μια αδυναμία άλλων διαδικασιών (όπως η πρόσφατη σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ ή ανάλογες διαδικασίες της ΕΕ) να μπορούν να έχουν έναν ανάλογα καταλυτικό ρόλο ως προς τη διαχείριση διεθνών κρίσεων.
Αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί απλώς στην αντιπάθεια του προέδρου των ΗΠΑ για μηχανισμούς πολυμερούς συνεργασίας αλλά και στην ίδια την αδυναμία ιδίως των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων (και θεσμών) να παίξουν πραγματικά πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή σφαίρα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις