Συνέχιση της ύφεσης το δ' τρίμηνο 2015 προβλέπει η Eurobank, εκτιμώντας ότι το έτος θα κλείσει με ύφεση μεταξύ 0,3% και 0,15%. Για το 2016 προβλέπει υφεση μεταξύ 0,5% και 1%, σημειώνοντας πάντως ότι οι οικονομικές προοπτικές υπόκεινται σε σημαντικές αβεβαιότητες.
Συνέχιση της ύφεσης το τέταρτο τρίμηνο του 2015 προβλέπει η Eurobank, εκτιμώντας ότι το έτος θα κλείσει με ύφεση μεταξύ 0,3% και 0,15%. Για το 2016 προβλέπει υφεση μεταξύ 0,5% και 1%, σημειώνοντας πάντως ότι οι οι οικονομικές προοπτικές υπόκεινται σε σημαντικές αβεβαιότητες.
Σε ότι αφορά τις δανειακές ανάγκες της Ελλάδας εκτιμάται ότι οισυνολικές ανάγκες χρηματοδότησηςαπό τον επίσημο τομέα για την κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης την περίοδο 2015-2018 ενδέχεται να διαμορφωθούν σε χαμηλότερα επίπεδα από τις αρχικές εκτιμήσεις.
Αναφερόμενοι στις «αρκετές ακόμα προκλήσεις» που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα, οι αναλυτές της Eurobank επισημαίνουν ότι η έγκαιρη ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης είναι θεμελιώδους σημασίας για την έναρξη των επίσημων διαβουλεύσεων σχετικά με την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους, καθώς και την επαναφορά της άρσης της απαγόρευσης αποδοχής (waiver) των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ.
Στο πλαίσιο αυτό οι αναλυτές τονίζουν ότι όσο επώδυνη και αν είναι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, κρίνεται απαραίτητη για τη σταθεροποίηση του οικονομικού κλίματος, την προσέλκυση αυξημένων επενδυτικών ροών και, εντέλει, την ενίσχυση της μεσοπρόθεσμης, αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας.
Τα βασικά στοιχεία της μελέτης
Η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank δημοσίευσε σήμερα, Δευτέρα, την ειδική μελέτη, με τίτλο «Ελλάδα: Μακροοικονομικές προοπτικές 2016». Τη συγγραφή της έκθεσης επιμελήθηκαν οι οικονομολόγοι της τράπεζας Πλάτων Μονοκρούσος, Τάσος Αναστασάτος, Παρασκευή Πετροπούλου και Θεόδωρος Σταματίου.
Τα οικονομετρικά υποδείγματα για την πρόγνωση του ελληνικού ΑΕΠ σε πραγματικό χρόνο της μελέτης καταδεικνύουν συνέχιση της ύφεσης το τέταρτο τρίμηνο του 2015, με το εύρος προβλέψεων για τον αντίστοιχο ετήσιο ρυθμό μεταβολής να κυμαίνεται μεταξύ -1,5% και -0,8%.
Απουσία νέων σημαντικών αναθεωρήσεων σε προγενέστερα στοιχεία, η επαλήθευση των ανωτέρω εκτιμήσεων θα οδηγήσει σε ρυθμό συρρίκνωσης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας μεταξύ -0,30% και -0,15% για το σύνολο του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με τη μελέτη.
Επιπροσθέτως, η αντίστοιχη εκτιμώμενη στατιστική επίπτωση (carry over) στο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ το επόμενο έτος κυμαίνεται μεταξύ -1,0 και -0,5 ποσοστιαίες μονάδες.
Για το 2016, εκτελείται μία άσκηση προσομοίωσης του πραγματικού ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ, η οποία λαμβάνει υπόψη τις πρόσφατες εξελίξεις στις οικονομίες της Ελλάδας και της Ευρωζώνης.
Ειδικότερα, η άσκηση περιλαμβάνει ανάλυση και ποσοτικοποίηση των τάσεων στα επιμέρους συστατικά του ΑΕΠ, με θεωρητική θεμελίωση για το καθένα, καθώς και την συγκεφαλαίωσή τους στο συνολικό ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ.
Η άσκηση προσομοίωσης καταλήγει σε μία μέση τιμή εκτίμησης για το 2016 της τάξης του -1% πραγματικής μείωσης του ΑΕΠ, καθώς οι αναμενόμενες υφεσιακές πιέσεις στην εγχώρια ζήτηση και, ιδίως, την κατανάλωση, εξαιτίας της επίπτωσης των δημοσιονομικών μέτρων στα διαθέσιμα εισοδήματα, μόνο εν μέρει αντισταθμίζονται από μία θετική συνεισφορά στο ΑΕΠ του εξωτερικού τομέα εν συνόλω.
Όπως επισημαίνεται, η εκτίμηση πρέπει να θεωρηθεί προκαταρκτική, δεδομένου ότι η εξειδίκευση των δημοσιονομικών μέτρων δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμα και βασίζεται στην υπόθεση ότι δεν θα απαιτηθούν μέτρα πλέον των ήδη συμφωνηθέντων για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου του 2016.
Οι αναλυτές της Eurobank αναφέρουν ότι οι οικονομικές προοπτικές υπόκεινται σε σημαντικές αβεβαιότητες. Οι κίνδυνοι οι οποίοι περιστοιχίζουν την κεντρική εκτίμηση περιλαμβάνουν την ακρίβεια της προβολής για το ΑΕΠ του 2015, το χρονικό σημείο στο οποίο θα ολοκληρωθεί επιτυχώς η πρώτη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος στήριξης και σταθερότητας για την Ελλάδα και το ακριβές περιεχόμενο αυτής, καθώς και το βαθμό πολιτικής ιδιοκτησίας στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Οι δανειακές ανάγκες
Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες εξελίξεις, η μελέτη παρουσιάζει, μεταξύ άλλων, επικαιροποιημένες προβλέψεις για την εξέλιξη των δανειακών αναγκών και των πηγών χρηματοδότησης της Γενικής Κυβέρνησης την περίοδο διάρκειας του νέου τριετούς προγράμματος στήριξης (Αύγουστος 2015 – Αύγουστος 2018) και εντεύθεν.
Επιπροσθέτως, παρουσιάζει αναθεωρημένες εκτιμήσεις για τις δυνητικές επιπτώσεις ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους που αναμένεται να ανακοινωθεί μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης του προγράμματος στήριξης.
Ειδικότερα: α) σύμφωνα με το υφιστάμενο μακροοικονομικό σενάριο, οι συνολικές ανάγκες χρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα για την κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης την περίοδο Αύγουστος 2015 – Αύγουστος 2018 ενδέχεται να διαμορφωθούν σε χαμηλότερα επίπεδα από τις αρχικές εκτιμήσεις, δηλ. έως 70δισ. ευρώ έναντι 84 δισ. ευρω,
β) το 2016 αναμένεται να είναι λιγότερο «απαιτητικό» σε σχέση με το τρέχον έτος για την αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων, και
γ) η παροχή ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους που θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, σημαντική επιμήκυνση των μέσων χρόνων ωρίμανσης των ευρωπαϊκών δανείων που έλαβε (ή θα λάβει) η χώρα στο πλαίσιο των τριών διαδοχικών προγραμμάτων προσαρμογής καθώς και περίοδο χάρητος στις αποπληρωμές τόκων και χρεολυσίων επί του συνόλου των δανείων αυτών θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του.
Όσον αφορά τα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο νέο πρόγραμμα στήριξης, η Ελλάδα έχει εκπληρώσει ήδη 60 από τα περίπου 220 συμφωνημένα προαπαιτούμενα.
Σε αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, σημαντικές μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα που ήταν απαραίτητες για την επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος καθώς και ορισμένα πολιτικώς ευαίσθητα μέτρα όπως τα κριτήρια προστασίας της κύριας κατοικίας από πλειστηριασμό και το θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση του προβλήματος συγκεκριμένων κατηγοριών μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η επιτευχθείσα πρόοδος άνοιξε το δρόμο για χρηματοδότηση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) ύψους 21, 4 δισ. ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι ο ESM θα εγκρίνει την εκταμίευση του εναπομείναντος ποσού του 1 δισ. ευρώ τις επόμενες ημέρες.
Το συνολικό ποσό χρηματοδότησης περιλαμβάνει 16 δισ. ευρώ που εκταμιεύτηκαν τμηματικά σε τρεις δόσεις από τα μέσα Αυγούστου 2015 κυρίως για την αποπληρωμή δανειακών υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης, και περίπου 5,4 δισ. ευρώ που διοχετεύτηκαν στην ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.
Αναγκαία η έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης
Στο επόμενο διάστημα, η Ελλάδα θα κληθεί να αντιμετωπίσει αρκετές ακόμα προκλήσεις τόσο σε σχέση με την 1η αξιολόγηση του προγράμματος όσο και με άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που είναι προγραμματισμένες να υλοποιηθούν το 2016.
Σε αυτό το πλαίσιο, η έγκαιρη ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης είναι θεμελιώδους σημασίας για την έναρξη των επίσημων διαβουλεύσεων σχετικά με την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους, την επαναφορά της άρσης της απαγόρευσης αποδοχής (waiver) των αξιογράφων που εκδίδονται ή έχουν την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου για την άντληση (φθηνότερης) χρηματοδότης των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ και, τέλος, για την ενδεχόμενη συμμετοχή του ΔΝΤ στο νέο πρόγραμμα στήριξης.
Ειδικά, όσον αφορά την ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης του προγράμματος, ανάμεσα στα πιο ακανθώδη προαπαιτούμενα συγκαταλέγονται η προγραμματισμένη αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος, οι επιπρόσθετες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και κάποιες τροποποιήσεις στο υπάρχον σύστημα φορολογίας εισοδήματος, εκτιμά η μελέτη.
Όσο, όμως, επώδυνη και αν είναι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αυτών, κρίνεται απαραίτητη για τη σταθεροποίηση του οικονομικού κλίματος, την προσέλκυση αυξημένων επενδυτικών ροών και, εν τέλει, την ενίσχυση της μεσοπρόθεσμης, αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, τονίζουν οι αναλυτές της Eurobank.